τοῦ Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου
Καθὼς ξημερώνει ἡ μεγάλη ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἑορτὴ τῆς 25ης Μαρτίου, ἀναδημοσιεύουμε* τὸ γράμμα αὐτὸ τοῦ «λιονταριοῦ τῆς Ρούμελης», χαρακτηριστικὸ τοῦ ἡρωϊσμοῦ καὶ τῆς φιλοπατρίας τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ '21, ὡς ἐλάχιστο φόρο τιμῆς πρὸς αὐτοὺς καὶ ὡς ὁδοδείκτη γιὰ ὅλους ἐμᾶς, τοὺς Ἕλληνες τῆς 3ης μετὰ Χριστὸν χιλιετίας.
Χρόνια πολλά!
Ἡ συντακτικὴ ἐπιτροπή
Ἠγαπημένοι μου Γαλαξιδιῶταις.
Ἤτανε βέβαια ἀπὸ τὸν Θεὸ γραμμένο νὰ ἀδράξωμε τὰ ἅρματα μιὰ ἡμέρα, καὶ νὰ χυθοῦμε κατὰ πάνου στοὺς τυρράνους μας, ποὺ τόσα χρόνια ἀνελεήμονα μᾶς τυραγνεύουν. Τί τὴν θέλομε, ὀρὲ ἀδέρφια, αὐτὴ τὴν πολυπικραμένη ζωή, νὰ ζοῦμε ἀποκάτου στὴν σκλαβιά, καὶ τὸ σπαθὶ τῶν Τούρκων νὰ ἀκονιέται στὰ κεφάλια μας; Δὲν τηρᾶτε ποὺ τίποτα δὲν μᾶς ἀπόμεινε; Αἱ ἐκκλησιαῖς μας γενήκανε τζαμιὰ καὶ ἀχούρια τῶν Τούρκων· κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πῇ πὼς τάχα ἔχει τίποτα ἐδικό του γιατὶ τὸ ταχὺ βρίσκεται φτωχός, σὰν διακονιάρης στὴν στράτα· αἱ φαμελιές μας καὶ τὰ παιδιά μας εἶναι στὰ χέρια καὶ στὴν διάκρισι τῶν Τουρκῶν. Τίποτε, ἀδέρφια, δὲν μᾶς ἔμεινε· δὲν εἶναι πρέποντας νὰ σταυρώσωμε τὰ χέρια, καὶ νὰ τηρᾶμε τὸν οὐρανό· ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωκε χέρια, γνῶσι καὶ νοῦ· ἂς ρωτήσωμε τὴν καρδιά μας καὶ ὅτι μᾶς ἀπαντυχαίνει ἂς τὸ βάλωμε γρήγορα σὲ πρᾶξιν, καὶ ἂς εἴμεθα ἀδέρφια, βέβαιοι, τὸ πὼς ὁ Χριστός μας ὁ πολυαγαπημένος θὰ βάλῃ τὸ χέρι ἀπάνου μας. Ὅ,τι θὰ κάμωμε, πρέποντας εἶναι νὰ τὸ κάμωμεν μίαν ὥραν ἀρχήτερα, γιατὶ ὕστερα θὰ χτυπᾶμε τὰ κεφάλια μας. Τώρα ἡ Τουρκιὰ εἶναι μπερδεμένη σὲ πολέμους καὶ δὲν ἔχει ἀσκέρια νὰ στείλῃ κατὰ πάνου μας. Ἂς ὠφεληθοῦμε ἀπὸ τὴν περίστασι, ὁποῦ ὁ Θεός, ἀκούοντας τὰ δίκαια παράπονά μας, μᾶς ἔστειλε διὰ ἐλόγου μας· μία ὥρα πρέποντας εἶναι νὰ ξεσπάσῃ αὐτὸ τὸ μαράζι, ὅπου μᾶς τρώγει τὴν καρδιά. Στὰ ἅρματα ἀδέρφια· ἢ νὰ ξεσκλαβωθοῦμε ἢ ὁλοι νὰ πεθάνωμε· καὶ βέβαια καλύτερο θάνατο δὲν μπορεῖ νὰ προτιμήσῃ κάθε χριστιανὸς καὶ Ἕλληνας.
Ἐγώ, καθὼς τὸ γνωρίζετε καλότατα, ἀγαπητοί μου Γαλαξιδιῶταις, ἠμπορῶ νὰ ζήσω βασιλικά, μὲ πλούτια, τιμαῖς καὶ δόξαις· οἱ Τοῦρκοι ὅ,τι καὶ ἂν ζητήσω μοῦ δίνουνε παρακαλώντας, γιατὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Ὀδυσσέα δὲν χωρατεύει. Ἔπειτα κοντὰ στὰ ἄλλα ἐνθυμοῦνται τὸν πατέρα μου, ποὺ τοὺς ἐζεμάτισε. Μὰ σᾶς λέγω τὴν πᾶσαν ἀλήθεια, ἀδέρφια, δὲν θέλω ἐγὼ μονάχα νὰ καλοπερνάω, καὶ τὸ γένος μου νὰ βογκάῃ στὴν σκλαβιά· μοῦ καίεται ἡ καρδιά μου, σὰν βλέπω καὶ συλλογιοῦμαι πὼς ἀκόμα οἱ Τοῦρκοι μᾶς τυραγνεύουν.
Ἀπὸ τὸν Μοριᾶ μοῦ στείλανε γράμματα, πὼς εἶναι τὰ πάντα ἕτοιμα. Ἐγὼ εἶμαι στὸ ποδάρι μὲ τὰ παλληκάρια μου· μὰ θέλω πρῶτα νὰ ἦμαι βέβαιος τὸ πὼς θὰ μὲ ἀκολουθήσετε καὶ ἐσεῖς· ἂν ἐσεῖς κάμετε ἀρχὴ ἀπὸ τὴν μιὰ μεριά, καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν ἄλλη, θὰ σηκωθῆ ὅλη ἡ Ρούμελη· γιατὶ ὁ κόσμος φοβᾶται· μὰ σὰν ἰδῇ ἐλόγουσας, ποὺ ἔχετε τὰ καράβια, καὶ ξέρετε καλύτερα τὰ πράγματα, τὸ πὼς σηκώνετε τὸ μπαεράκι, θανὰ ξεθαρρέψῃ καὶ τελειώσῃ ὄχι καλύτερα τὸ πρᾶγμα.
Περιμένω ἀπόκρισι μὲ τὸν ἴδιον ποὺ φέρνει τὸ γράμμα μου. Τὴν μπαρούτη καὶ τὰ βόλια τὰ ἔλαβα, καὶ τὰ ἐμοίρασα· νὰ μὲ οἰκονομήσετε καὶ στουρνάρια καὶ ἂν σᾶς περισσεύῃ καὶ ἄλλη μπαρούτη νὰ μοῦ στείλετε γιατὶ θὰ τὴν δώσω στοὺς Πατρατσικιώταις.
Τοῦ Πανουριᾶ τὰ λόγια μὴ πολυακοῦτε. Εἶναι φοβιτσιάρης· μὰ σὰν τὸ σηκώσωμε ἐμεῖς, ἀλλέως δὲν μπορεῖ νὰ φκιάσῃ, πάρεξ νὰ ἔρθῃ μὲ τὸ μέρος μας.
Αὔριο τὸ βράδυ νὰ ἔρθῃ ἕνας στὸ μοναστῆρι καὶ θὰ εὕρῃ τὸν Γκούρα γιὰ νὰ ὁμιλήσῃ, σὰν νὰ ἤμουνα ἐγὼ ὁ ἴδιος. Τὸν Γκούρα νὰ τὸν ἀγαπᾶτε· εἶναι παιδὶ δικό μου καὶ καλὸ παλληκάρι.
Χαιρετίσματα σὲ ὅλους τοὺς φίλους πέρα καὶ πέρα.
Σᾶς χαιρετῶ καὶ σᾶς γλυκοφιλῶ.
22 Μαρτίου 1821
Ἐγώ, καθὼς τὸ γνωρίζετε καλότατα, ἀγαπητοί μου Γαλαξιδιῶταις, ἠμπορῶ νὰ ζήσω βασιλικά, μὲ πλούτια, τιμαῖς καὶ δόξαις· οἱ Τοῦρκοι ὅ,τι καὶ ἂν ζητήσω μοῦ δίνουνε παρακαλώντας, γιατὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Ὀδυσσέα δὲν χωρατεύει. Ἔπειτα κοντὰ στὰ ἄλλα ἐνθυμοῦνται τὸν πατέρα μου, ποὺ τοὺς ἐζεμάτισε. Μὰ σᾶς λέγω τὴν πᾶσαν ἀλήθεια, ἀδέρφια, δὲν θέλω ἐγὼ μονάχα νὰ καλοπερνάω, καὶ τὸ γένος μου νὰ βογκάῃ στὴν σκλαβιά· μοῦ καίεται ἡ καρδιά μου, σὰν βλέπω καὶ συλλογιοῦμαι πὼς ἀκόμα οἱ Τοῦρκοι μᾶς τυραγνεύουν.
Ἀπὸ τὸν Μοριᾶ μοῦ στείλανε γράμματα, πὼς εἶναι τὰ πάντα ἕτοιμα. Ἐγὼ εἶμαι στὸ ποδάρι μὲ τὰ παλληκάρια μου· μὰ θέλω πρῶτα νὰ ἦμαι βέβαιος τὸ πὼς θὰ μὲ ἀκολουθήσετε καὶ ἐσεῖς· ἂν ἐσεῖς κάμετε ἀρχὴ ἀπὸ τὴν μιὰ μεριά, καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν ἄλλη, θὰ σηκωθῆ ὅλη ἡ Ρούμελη· γιατὶ ὁ κόσμος φοβᾶται· μὰ σὰν ἰδῇ ἐλόγουσας, ποὺ ἔχετε τὰ καράβια, καὶ ξέρετε καλύτερα τὰ πράγματα, τὸ πὼς σηκώνετε τὸ μπαεράκι, θανὰ ξεθαρρέψῃ καὶ τελειώσῃ ὄχι καλύτερα τὸ πρᾶγμα.
Περιμένω ἀπόκρισι μὲ τὸν ἴδιον ποὺ φέρνει τὸ γράμμα μου. Τὴν μπαρούτη καὶ τὰ βόλια τὰ ἔλαβα, καὶ τὰ ἐμοίρασα· νὰ μὲ οἰκονομήσετε καὶ στουρνάρια καὶ ἂν σᾶς περισσεύῃ καὶ ἄλλη μπαρούτη νὰ μοῦ στείλετε γιατὶ θὰ τὴν δώσω στοὺς Πατρατσικιώταις.
Τοῦ Πανουριᾶ τὰ λόγια μὴ πολυακοῦτε. Εἶναι φοβιτσιάρης· μὰ σὰν τὸ σηκώσωμε ἐμεῖς, ἀλλέως δὲν μπορεῖ νὰ φκιάσῃ, πάρεξ νὰ ἔρθῃ μὲ τὸ μέρος μας.
Αὔριο τὸ βράδυ νὰ ἔρθῃ ἕνας στὸ μοναστῆρι καὶ θὰ εὕρῃ τὸν Γκούρα γιὰ νὰ ὁμιλήσῃ, σὰν νὰ ἤμουνα ἐγὼ ὁ ἴδιος. Τὸν Γκούρα νὰ τὸν ἀγαπᾶτε· εἶναι παιδὶ δικό μου καὶ καλὸ παλληκάρι.
Χαιρετίσματα σὲ ὅλους τοὺς φίλους πέρα καὶ πέρα.
Σᾶς χαιρετῶ καὶ σᾶς γλυκοφιλῶ.
22 Μαρτίου 1821
Ὁ ἀγαπητός σας
Ὀδυσσεὺς Ἀνδροῦτσος
* Πηγή: Περιοδικὸ «Παρακαταθήκη»