τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ
Μοιάζει ἀπειλητικὰ δυσοίωνο: Ἀκόμα καὶ μὲ δεδομένη τὴν κατάρρευση, μὲ τὴ χώρα νὰ ἐπιτροπεύεται, νὰ ἔχει ἀνταλλάξει τὴν ἐθνικὴ κυριαρχία μὲ δανεικά, ἀκόμα καὶ τώρα, εἶναι ἀδύνατο νὰ βροῦμε κοινὴ γλώσσα συνεννόησης.
Τὰ κόμματα συνεχίζουν τὸν σκυλοκαβγᾶ, ὅπως καὶ χθὲς καὶ πάντοτε, γιὰ φτηνὲς σκοπιμότητες ἰδιοτέλειας. Οἱ συνδικαλιστές, μὲ ἀρρωστημένη πώρωση, ἰλιγγιώδη ἀσυνειδησία, ἐντείνουν στὸ ἔπακρο τὸν ἐκβιασμὸ γιὰ ἐξωπραγματικὲς διεκδικήσεις. Δημοσιογράφοι, κανάλια καὶ ραδιόφωνα πουλᾶνε σκόπιμο κερδοφόρο πανικὸ ἢ βλακῶδες ψυχολογικὸ νταϊλίκι. Πανεπιστημιακοὶ καὶ λόγιοι στὸ παλκοσένικο τῆς δημοσιότητας ἀναμηρυκάζουμε τὰ ἴδια, δεκαετίες τώρα, ἄσπερμα καὶ στεῖρα κλισὲ ἐπιπόλαιων, σχηματικῶν ἑρμηνειῶν τῆς «κρίσης», μόνο γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὸν αὐτευνουχισμὸ ἢ τὴν ὑποταγή μας στὴν ἡμιμόρφωση, ἂν ὄχι σὲ συμφέροντα.
Λόγος ἱκανὸς νὰ χαλινώσει τὸ χάος τῆς ἀσυνεννοησίας, δὲν ὑπάρχει. Οὔτε ἦθος ἐπαρκές, στὸν χῶρο ὑψηλόβαθμων κρατικῶν λειτουργῶν ἢ ἐξωκομματικῶν μὲ δημόσια ἀναγνώριση προσωπικοτήτων, γιὰ νὰ διακινδυνεύσουν πρωτοβουλίες ἀναζήτησης κοινῆς γλώσσας, κοινῆς συνεννόησης γιὰ τὸ πρακτέο. Νὰ χαρακτηρίσουμε τὸ φαινόμενο σὰν γενικὴ ἠθικὴ ἔκπτωση, δὲν βοηθάει σὲ τίποτα – ἡ καταφυγὴ στὴν ἠθικολογία διευκολύνει μόνο τὴν ἀποφυγὴ ἔμπρακτης ἀνάληψης εὐθυνῶν καὶ δράσης.
Ἀκόμα καὶ οἱ μᾶζες οἱ πιὸ ἐξηλιθιωμένες ἀπὸ τὸν τζόγο, τὴν «ποδοσφαιροφιλία», τὰ «ἐκδημοκρατισμένα» σχολειά, τὸν κρετινισμὸ τῆς ἐμπορικῆς τηλεόρασης, ἀκόμα καὶ αὐτές, μποροῦν ἀπὸ ἔνστικτο νὰ ξεχωρίσουν τὴν εἰλικρίνεια ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια. Καταλαβαίνουν ὅτι ὑπάρχουν λόγια τοῦ ἀέρα καὶ λόγια ποὺ γεννᾶνε πράξη. Ὅπως ὑπάρχει καὶ πράξη ποὺ πρέπει νὰ προηγηθεῖ γιὰ νὰ ἐγγυηθεῖ τὴν ἀξιοπιστία τοῦ λόγου. Ὅμως, αὐτὰ ποὺ ὅλοι τὰ καταλαβαίνουν ἀπὸ ἔνστικτο, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὰ ἀντιληφθοῦν οἱ ψυχικὰ χαλασμένοι (καὶ χαλασοχώρηδες) ἐπαγγελματίες τῆς πολιτικῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ χρειαζόμαστε τόσο πολὺ τὸν λόγο ἀδέσμευτων στὰ κομματικὰ πολιτῶν, νὰ θυμίζει ἢ νὰ ἀπαιτεῖ τὰ ὅσα οἱ ἐξουσιαστές μας ὀφείλουν νὰ καταλαβαίνουν.
Εἶναι παραφροσύνη σκέτη, οἱ ὑπαίτιοι καὶ αὐτουργοὶ τῆς οἰκονομικῆς χρεοκοπίας, τῆς σπατάλης καὶ κλοπῆς τοῦ κοινωνικοῦ χρήματος, νὰ τιμωροῦν γιὰ τὰ δικά τους ἐγκλήματα τοὺς ἀναίτιους, τὰ θύματα. Νὰ ξεκινᾶνε περιορισμὸ τῶν δημόσιων δαπανῶν μὲ περικοπὲς σὲ μισθοὺς καὶ συντάξεις, τρελὲς αὐξήσεις τῶν ἔμμεσων φόρων ποὺ συντρίβουν τὴ φτωχολογιά, περικοπὲς τοῦ «κοινωνικοῦ κράτους». Νὰ μὴν διανοοῦνται, οἱ ἀχρεῖοι, νὰ θίξουν τὶς δικές τους ἐξωφρενικὲς «ἀποζημιώσεις», τοὺς πακτωλοὺς τῶν κρατικῶν ἐπιχορηγήσεων ποὺ οἱ ἴδιοι ἔχουν ἀποφασίσει γιὰ τὶς συντεχνίες τους, τὸ ἀσύδοτο χρῆμα ποὺ ρέει στοὺς κομματανθρώπους τῶν κρατικῶν ἑταιρειῶν, τῆς καμαρίλας τους.
Ὁ ἀπελπιστικὰ ὀλίγιστος πρωθυπουργός μας δὲν καταλαβαίνει (δὲν ἔχει τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ καταλάβει) ὅτι μένοντας ἀμετανόητος γιὰ τὶς ἐνοχὲς ποὺ βαρύνουν τὸ κόμμα του (καὶ τὸν ἴδιο ὡς ἄλλοτε ὑπουργὸ καὶ προβεβλημένο «στέλεχος») μένει σὲ ὅλα ἀναξιόπιστος. Ὅσα λόγια - φούμαρα κι ἂν τοῦ γράφουν γιὰ νὰ παπαγαλίζει, ἡ ἀναξιοπιστία του δὲν ἀναιρεῖται. Τὸ ἴδιο περίπου ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἀρχηγὸ τῆς ἀξιωματικῆς ἀντιπολίτευσης: Μᾶς ἐμπαίζει προκλητικά, ὅταν ἐκφέρει γνῶμες καὶ προτάσεις γιὰ «ἀνάκαμψη» περιστοιχιζόμενος ἢ ἐκπροσωπούμενος ἀπὸ φιγοῦρες τῆς πιὸ ἐξοργιστικῆς ἀνικανότητας, ὀλιγόνοιας, πιθανὸν καὶ φαυλότητας, ποὺ ὑποστήκαμε στὴν ἐγκληματικὴ κυβερνητικὴ πενταετία τοῦ κόμματός του. Ἂν δὲν τολμάει ἢ δὲν μπορεῖ νὰ βάλει νυστέρι στὸ σάπιο καὶ ἀπονεκρωμένο κόμμα του, πῶς νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦμε νὰ διαχειριστεῖ (ἢ νὰ ἔχει γνώμη) γιὰ τὴν ἐθνεγερσία ποὺ χρειαζόμαστε;
Ἂν ἐμεῖς, τὸ λαϊκὸ σῶμα, ξέρουμε τί θέλουμε, τότε διευκολύνουμε τὶς διεργασίες γιὰ νὰ καρπίσει τὸ αἴτημά μας. Νὰ ξέρουμε, λοιπόν, μὲ κριτικὸ ἔλεγχο τῆς βεβαιότητάς μας, ὅτι ἕνας (καὶ μόνο) ἐνεργὸς πολίτης, μὲ ἡγετικὸ χάρισμα καὶ ἀνιδιοτέλεια, θὰ μποροῦσε νὰ λειτουργήσει σὰν καταλύτης γιὰ νὰ ἀναχαιτιστεῖ ἡ παντοδαπὴ χρεοκοπία μας, νὰ μεταστραφεῖ σὲ δημιουργική, καινοτόμο ἀνάκαμψη. Ἀρκεῖ ὁ λόγος του νὰ βεβαιώνει τὴν ἀνιδιοτέλεια, τὸν πόνο καὶ καϋμὸ γιὰ τὴν κοινωνία καὶ τὴν πατρίδα, ἀλλὰ καὶ τὸ ταλέντο του. Καὶ νὰ συμπέσει μὲ διεγερμένη, γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τέτοιου λόγου, κοινωνικὴ ἑτοιμότητα. Τὸ διακηρύττουν καὶ οἱ πιὸ στυγνοὶ τεχνοκράτες οἰκονομολόγοι: ἡ οἰκονομία (ὅπως κάθε ἔκφανση κοινωνικῆς δυναμικῆς) εἶναι, σὲ μέγιστο ποσοστό, συνάρτηση τοῦ κοινωνικοῦ «κλίματος», τῆς κοινωνικῆς ψυχολογίας.
Δὲν περιμένουμε ἀπὸ μηχανῆς μεσία, ἀλλὰ οὔτε εἶναι παραπλανητικὸ ἢ ἐφησυχασμὸς νὰ ποῦμε ὅτι κάποιος χρειάζεται νὰ ἐμπνεύσει τοὺς πολῖτες, νὰ τοὺς μεταγγίσει πεῖσμα καὶ ἐλπίδα. Νὰ τοὺς ξεσηκώσει ὅπως σὲ δίκαιο πόλεμο, σὲ λαϊκὴ αὐτοάμυνα. Νὰ τοὺς μπολιάσει μὲ τὴν περηφάνια τῆς ἀντίστασης, νὰ τοὺς συνεγείρει στὴ χαρὰ τῆς δημιουργίας, σὲ ὅραμα συλλογικοῦ κατορθώματος. Δὲν ὑπάρχει κοινωνία, ὁσοδήποτε ἐκφαυλισμένη, σαπισμένη, ἀποβλακωμένη, ποὺ ἕνας ταλαντοῦχος ἡγέτης νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὴν ἀναστήσει – τὸ πέτυχε ἀκόμα καὶ ἡ πεθαμένη Ρωσία τοῦ ἀλητήριου Γιέλτσιν μόλις ἐμφανίστηκε ὁ Πούτιν, τὸ πέτυχε μὲ τὸν Ἐρντογὰν ἡ Τουρκία φτασμένη στὸν βυθὸ τῆς «Ἐργκένεκον» καὶ τοῦ «Σουσουρλούκ».
Σίγουρα ἡ ἀνάκαμψη μόνο συλλογικὸ κατόρθωμα μπορεῖ νὰ εἶναι, ἐπίτευγμα κοινωνικό, τῶν πολλῶν. Ἀλλὰ κάποιος πρέπει νὰ πείσει τοὺς πολλοὺς ὅτι μποροῦν. Μποροῦν νὰ ξανακερδίσουν τὴ λεηλατημένη ἀπὸ ἀνάξιους καὶ ἀνίκανους πολιτικάντηδες ζωή τους, νὰ ξανακερδίσουν τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ κοινοῦ τους ὀνόματος. Νὰ ξαναστήσουν κράτος ἀπὸ τὴν ἀρχή, καινούργιους θεσμούς, κοινωνικὰ ὁράματα, στόχους πολιτισμοῦ. Νὰ τοὺς πείσει ὁ ἕνας, ὁ ταλαντοῦχος στὴν πράξη. Στὴν πράξη ποὺ ἐγγυᾶται τὴν ἀξιοπιστία τοῦ λόγου.
Γιὰ μία καὶ μόνη φορά, σὲ αὐτὴ τὴν πολὺ κρίσιμη (γιὰ ὅλους, δίχως ἐξαίρεση) ὥρα, ἂς γινόταν νὰ σιωπήσουν οἱ «ἐξυπνάδες», ὁ μηδενιστικὸς ἀρνητισμός, ἡ ἐπαγγελματική, χρυσαμειβόμενη ἀρνησιπατρία, ὁ «προοδευτικὸς» χλευασμὸς κάθε ἱεροῦ καὶ ὅσιου, ἡ «δημοσιογραφία» καὶ τηλεοπτικὴ «ἐνημέρωση» ποὺ ἐπιμένει νὰ σκυλεύει τὸ τυμπανιαῖο καὶ ὀδωδὸς κουφάρι τῆς πατρίδας. Ὄχι νὰ ἀλλάξουν οἱ ἄνθρωποι, νὰ μεταμεληθοῦν, νὰ μεταστραφοῦν ἀπὸ ὁδοῦ πονηρᾶς – αὐτὰ δὲν γίνονται. Μόνο νὰ σιωπήσουν, ἁπλὰ καὶ μόνο, ὥσπου νὰ περάσει τὸ κακό.
Μήπως καί, ἂν ἀνασταλοῦν πρὸς ὥρας ὁ ἀλαζονικὸς ἀρνητισμός, οἱ συμπλεγματικοὶ κρωγμοὶ τῆς ἀρνησιπατρίας, οἱ ἀκκισμοὶ τῆς ἐπηρμένης ἰδιοτέλειας, ξεμυτίσει ὁ ἀξιόπιστος λόγος. Καὶ καταφέρουμε νὰ τὸν ἀφουγκραστοῦμε.
Τὰ κόμματα συνεχίζουν τὸν σκυλοκαβγᾶ, ὅπως καὶ χθὲς καὶ πάντοτε, γιὰ φτηνὲς σκοπιμότητες ἰδιοτέλειας. Οἱ συνδικαλιστές, μὲ ἀρρωστημένη πώρωση, ἰλιγγιώδη ἀσυνειδησία, ἐντείνουν στὸ ἔπακρο τὸν ἐκβιασμὸ γιὰ ἐξωπραγματικὲς διεκδικήσεις. Δημοσιογράφοι, κανάλια καὶ ραδιόφωνα πουλᾶνε σκόπιμο κερδοφόρο πανικὸ ἢ βλακῶδες ψυχολογικὸ νταϊλίκι. Πανεπιστημιακοὶ καὶ λόγιοι στὸ παλκοσένικο τῆς δημοσιότητας ἀναμηρυκάζουμε τὰ ἴδια, δεκαετίες τώρα, ἄσπερμα καὶ στεῖρα κλισὲ ἐπιπόλαιων, σχηματικῶν ἑρμηνειῶν τῆς «κρίσης», μόνο γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὸν αὐτευνουχισμὸ ἢ τὴν ὑποταγή μας στὴν ἡμιμόρφωση, ἂν ὄχι σὲ συμφέροντα.
Λόγος ἱκανὸς νὰ χαλινώσει τὸ χάος τῆς ἀσυνεννοησίας, δὲν ὑπάρχει. Οὔτε ἦθος ἐπαρκές, στὸν χῶρο ὑψηλόβαθμων κρατικῶν λειτουργῶν ἢ ἐξωκομματικῶν μὲ δημόσια ἀναγνώριση προσωπικοτήτων, γιὰ νὰ διακινδυνεύσουν πρωτοβουλίες ἀναζήτησης κοινῆς γλώσσας, κοινῆς συνεννόησης γιὰ τὸ πρακτέο. Νὰ χαρακτηρίσουμε τὸ φαινόμενο σὰν γενικὴ ἠθικὴ ἔκπτωση, δὲν βοηθάει σὲ τίποτα – ἡ καταφυγὴ στὴν ἠθικολογία διευκολύνει μόνο τὴν ἀποφυγὴ ἔμπρακτης ἀνάληψης εὐθυνῶν καὶ δράσης.
Ἀκόμα καὶ οἱ μᾶζες οἱ πιὸ ἐξηλιθιωμένες ἀπὸ τὸν τζόγο, τὴν «ποδοσφαιροφιλία», τὰ «ἐκδημοκρατισμένα» σχολειά, τὸν κρετινισμὸ τῆς ἐμπορικῆς τηλεόρασης, ἀκόμα καὶ αὐτές, μποροῦν ἀπὸ ἔνστικτο νὰ ξεχωρίσουν τὴν εἰλικρίνεια ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια. Καταλαβαίνουν ὅτι ὑπάρχουν λόγια τοῦ ἀέρα καὶ λόγια ποὺ γεννᾶνε πράξη. Ὅπως ὑπάρχει καὶ πράξη ποὺ πρέπει νὰ προηγηθεῖ γιὰ νὰ ἐγγυηθεῖ τὴν ἀξιοπιστία τοῦ λόγου. Ὅμως, αὐτὰ ποὺ ὅλοι τὰ καταλαβαίνουν ἀπὸ ἔνστικτο, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὰ ἀντιληφθοῦν οἱ ψυχικὰ χαλασμένοι (καὶ χαλασοχώρηδες) ἐπαγγελματίες τῆς πολιτικῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ χρειαζόμαστε τόσο πολὺ τὸν λόγο ἀδέσμευτων στὰ κομματικὰ πολιτῶν, νὰ θυμίζει ἢ νὰ ἀπαιτεῖ τὰ ὅσα οἱ ἐξουσιαστές μας ὀφείλουν νὰ καταλαβαίνουν.
Εἶναι παραφροσύνη σκέτη, οἱ ὑπαίτιοι καὶ αὐτουργοὶ τῆς οἰκονομικῆς χρεοκοπίας, τῆς σπατάλης καὶ κλοπῆς τοῦ κοινωνικοῦ χρήματος, νὰ τιμωροῦν γιὰ τὰ δικά τους ἐγκλήματα τοὺς ἀναίτιους, τὰ θύματα. Νὰ ξεκινᾶνε περιορισμὸ τῶν δημόσιων δαπανῶν μὲ περικοπὲς σὲ μισθοὺς καὶ συντάξεις, τρελὲς αὐξήσεις τῶν ἔμμεσων φόρων ποὺ συντρίβουν τὴ φτωχολογιά, περικοπὲς τοῦ «κοινωνικοῦ κράτους». Νὰ μὴν διανοοῦνται, οἱ ἀχρεῖοι, νὰ θίξουν τὶς δικές τους ἐξωφρενικὲς «ἀποζημιώσεις», τοὺς πακτωλοὺς τῶν κρατικῶν ἐπιχορηγήσεων ποὺ οἱ ἴδιοι ἔχουν ἀποφασίσει γιὰ τὶς συντεχνίες τους, τὸ ἀσύδοτο χρῆμα ποὺ ρέει στοὺς κομματανθρώπους τῶν κρατικῶν ἑταιρειῶν, τῆς καμαρίλας τους.
Ὁ ἀπελπιστικὰ ὀλίγιστος πρωθυπουργός μας δὲν καταλαβαίνει (δὲν ἔχει τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ καταλάβει) ὅτι μένοντας ἀμετανόητος γιὰ τὶς ἐνοχὲς ποὺ βαρύνουν τὸ κόμμα του (καὶ τὸν ἴδιο ὡς ἄλλοτε ὑπουργὸ καὶ προβεβλημένο «στέλεχος») μένει σὲ ὅλα ἀναξιόπιστος. Ὅσα λόγια - φούμαρα κι ἂν τοῦ γράφουν γιὰ νὰ παπαγαλίζει, ἡ ἀναξιοπιστία του δὲν ἀναιρεῖται. Τὸ ἴδιο περίπου ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἀρχηγὸ τῆς ἀξιωματικῆς ἀντιπολίτευσης: Μᾶς ἐμπαίζει προκλητικά, ὅταν ἐκφέρει γνῶμες καὶ προτάσεις γιὰ «ἀνάκαμψη» περιστοιχιζόμενος ἢ ἐκπροσωπούμενος ἀπὸ φιγοῦρες τῆς πιὸ ἐξοργιστικῆς ἀνικανότητας, ὀλιγόνοιας, πιθανὸν καὶ φαυλότητας, ποὺ ὑποστήκαμε στὴν ἐγκληματικὴ κυβερνητικὴ πενταετία τοῦ κόμματός του. Ἂν δὲν τολμάει ἢ δὲν μπορεῖ νὰ βάλει νυστέρι στὸ σάπιο καὶ ἀπονεκρωμένο κόμμα του, πῶς νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦμε νὰ διαχειριστεῖ (ἢ νὰ ἔχει γνώμη) γιὰ τὴν ἐθνεγερσία ποὺ χρειαζόμαστε;
Ἂν ἐμεῖς, τὸ λαϊκὸ σῶμα, ξέρουμε τί θέλουμε, τότε διευκολύνουμε τὶς διεργασίες γιὰ νὰ καρπίσει τὸ αἴτημά μας. Νὰ ξέρουμε, λοιπόν, μὲ κριτικὸ ἔλεγχο τῆς βεβαιότητάς μας, ὅτι ἕνας (καὶ μόνο) ἐνεργὸς πολίτης, μὲ ἡγετικὸ χάρισμα καὶ ἀνιδιοτέλεια, θὰ μποροῦσε νὰ λειτουργήσει σὰν καταλύτης γιὰ νὰ ἀναχαιτιστεῖ ἡ παντοδαπὴ χρεοκοπία μας, νὰ μεταστραφεῖ σὲ δημιουργική, καινοτόμο ἀνάκαμψη. Ἀρκεῖ ὁ λόγος του νὰ βεβαιώνει τὴν ἀνιδιοτέλεια, τὸν πόνο καὶ καϋμὸ γιὰ τὴν κοινωνία καὶ τὴν πατρίδα, ἀλλὰ καὶ τὸ ταλέντο του. Καὶ νὰ συμπέσει μὲ διεγερμένη, γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τέτοιου λόγου, κοινωνικὴ ἑτοιμότητα. Τὸ διακηρύττουν καὶ οἱ πιὸ στυγνοὶ τεχνοκράτες οἰκονομολόγοι: ἡ οἰκονομία (ὅπως κάθε ἔκφανση κοινωνικῆς δυναμικῆς) εἶναι, σὲ μέγιστο ποσοστό, συνάρτηση τοῦ κοινωνικοῦ «κλίματος», τῆς κοινωνικῆς ψυχολογίας.
Δὲν περιμένουμε ἀπὸ μηχανῆς μεσία, ἀλλὰ οὔτε εἶναι παραπλανητικὸ ἢ ἐφησυχασμὸς νὰ ποῦμε ὅτι κάποιος χρειάζεται νὰ ἐμπνεύσει τοὺς πολῖτες, νὰ τοὺς μεταγγίσει πεῖσμα καὶ ἐλπίδα. Νὰ τοὺς ξεσηκώσει ὅπως σὲ δίκαιο πόλεμο, σὲ λαϊκὴ αὐτοάμυνα. Νὰ τοὺς μπολιάσει μὲ τὴν περηφάνια τῆς ἀντίστασης, νὰ τοὺς συνεγείρει στὴ χαρὰ τῆς δημιουργίας, σὲ ὅραμα συλλογικοῦ κατορθώματος. Δὲν ὑπάρχει κοινωνία, ὁσοδήποτε ἐκφαυλισμένη, σαπισμένη, ἀποβλακωμένη, ποὺ ἕνας ταλαντοῦχος ἡγέτης νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὴν ἀναστήσει – τὸ πέτυχε ἀκόμα καὶ ἡ πεθαμένη Ρωσία τοῦ ἀλητήριου Γιέλτσιν μόλις ἐμφανίστηκε ὁ Πούτιν, τὸ πέτυχε μὲ τὸν Ἐρντογὰν ἡ Τουρκία φτασμένη στὸν βυθὸ τῆς «Ἐργκένεκον» καὶ τοῦ «Σουσουρλούκ».
Σίγουρα ἡ ἀνάκαμψη μόνο συλλογικὸ κατόρθωμα μπορεῖ νὰ εἶναι, ἐπίτευγμα κοινωνικό, τῶν πολλῶν. Ἀλλὰ κάποιος πρέπει νὰ πείσει τοὺς πολλοὺς ὅτι μποροῦν. Μποροῦν νὰ ξανακερδίσουν τὴ λεηλατημένη ἀπὸ ἀνάξιους καὶ ἀνίκανους πολιτικάντηδες ζωή τους, νὰ ξανακερδίσουν τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ κοινοῦ τους ὀνόματος. Νὰ ξαναστήσουν κράτος ἀπὸ τὴν ἀρχή, καινούργιους θεσμούς, κοινωνικὰ ὁράματα, στόχους πολιτισμοῦ. Νὰ τοὺς πείσει ὁ ἕνας, ὁ ταλαντοῦχος στὴν πράξη. Στὴν πράξη ποὺ ἐγγυᾶται τὴν ἀξιοπιστία τοῦ λόγου.
Γιὰ μία καὶ μόνη φορά, σὲ αὐτὴ τὴν πολὺ κρίσιμη (γιὰ ὅλους, δίχως ἐξαίρεση) ὥρα, ἂς γινόταν νὰ σιωπήσουν οἱ «ἐξυπνάδες», ὁ μηδενιστικὸς ἀρνητισμός, ἡ ἐπαγγελματική, χρυσαμειβόμενη ἀρνησιπατρία, ὁ «προοδευτικὸς» χλευασμὸς κάθε ἱεροῦ καὶ ὅσιου, ἡ «δημοσιογραφία» καὶ τηλεοπτικὴ «ἐνημέρωση» ποὺ ἐπιμένει νὰ σκυλεύει τὸ τυμπανιαῖο καὶ ὀδωδὸς κουφάρι τῆς πατρίδας. Ὄχι νὰ ἀλλάξουν οἱ ἄνθρωποι, νὰ μεταμεληθοῦν, νὰ μεταστραφοῦν ἀπὸ ὁδοῦ πονηρᾶς – αὐτὰ δὲν γίνονται. Μόνο νὰ σιωπήσουν, ἁπλὰ καὶ μόνο, ὥσπου νὰ περάσει τὸ κακό.
Μήπως καί, ἂν ἀνασταλοῦν πρὸς ὥρας ὁ ἀλαζονικὸς ἀρνητισμός, οἱ συμπλεγματικοὶ κρωγμοὶ τῆς ἀρνησιπατρίας, οἱ ἀκκισμοὶ τῆς ἐπηρμένης ἰδιοτέλειας, ξεμυτίσει ὁ ἀξιόπιστος λόγος. Καὶ καταφέρουμε νὰ τὸν ἀφουγκραστοῦμε.
Πηγή: «Καθημερινή»