Δὲν ἑάλω ἡ Πόλις! Δὲν ἁλώνονται οὔτε τὰ ἰδανικά, οὔτε τὰ σύμβολα, ἀλλὰ οὔτε κι ὁ Ἑλληνισμός. Μόνο γιὰ λίγο καιρὸ ξαποσταίνουν καὶ ξανὰ πρὸς τὴν δόξα τραβοῦν! Ἡ Πόλις εἶναι μέσα μας. Ἡ ἀπαρχὴ τῆς νέας πορείας μας. Μὲ τὶς ἐξάρσεις καὶ τὶς παρακμές, τὶς περιπέτειες, τὰ πλήγματα καὶ τὶς ἀναλαμπές της. Δὲν πεθαίνει ἔτσι εὔκολα ὁ Ἑλληνισμός. Ὅσες συνωμοσίες κι ἂν ὑφανθοῦν ἐναντίον του. Ὅσοι μίσθαρνοι ἡγέτες κι ἂν τὸν καταταλαιπωρήσουν. Εἶναι ἀπρόβλεπτος ὁ Ἑλληνισμός. Ἐκεῖ ποὺ σκύβει βαθειὰ τὸ κεφάλι, ἐξουθενωμένος ἀπ’ τὴν βία, ἀνατινάζει ὄρθιο τὸ κορμί του, ἀναγεννώμενος ἀπ’ τὶς στάχτες του.
Οἱ διάσπαρτες ἄλλοτε, μοναχικὲς φωνὲς τῶν ἀνησυχούντων Ἑλλήνων πύκνωσαν.
Τώρα ποὺ οἱ κίνδυνοι εἶναι ὁρατοί, αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες συσπειρώνονται, ὁμοφωνοῦν μπροστὰ στὸν γιγαντούμενο ἐχθρό.
Ἀπομένει ἀκόμη νὰ τὸν ἐντοπίσουν γιὰ νὰ τὸν καταπολεμήσουν, ὥσπου νὰ τὸν ἐξουθενώσουν καὶ νὰ τὸν ἐκμηδενίσουν.
Τὸ ζητούμενο λοιπὸν εἶναι νὰ βρεθῆ ἡ ταυτότης του.
ΠΟΙΟΣ ΜΑΧΕΤΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ; ΠΟΙΟΣ ΕΞΕΠΟΡΘΗΣΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙ; ΚΙ ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΙΣΕΒΑΛΕ στὶς μισογκρεμισμένες της γειτονιές; Λέγεται, πὼς προδότης ὑπέδειξε στὶς ὀρδὲς τοῦ σουλτάνου τὴν Κερκόπορτα.
Ἦταν Ἕλληνας αὐτὸς ὁ προδότης; Βίωνε κι αὐτὸς τὴν ἀγωνία τῆς Βασιλεύουσας ποὺ ἔπνεε τὰ λοίσθια;
Τί σημασία ἔχει; Ἡ Πόλις, ἤδη τὸ 1453, εἶχε μετατραπῆ σὲ ΣΥΜΒΟΛΟ.
Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία δὲν ὑφίστατο πιά. Ὁ Ἑλληνισμὸς ἔπρεπε νὰ ἀναδιπλωθῆ γιὰ νὰ ἐπιζήση, ἔστω καὶ μέσα σὲ μακραίωνη δουλεία.
Ὑπάρχει ἕνα στοιχεῖο, ποὺ παραβλέπουν ὅσοι τάσσονται ὑπὲρ τῆς ἐκδοχῆς τῆς ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος: Ἡ ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ. Κανένα ἔργο ἀνθρώπινο, σὲ ἀτομικὴ ἢ συλλογικὴ κλίμακα δὲν συντελεῖται χωρὶς τὴν ΘΕΛΗΣΙ τοῦ ΘΕΟΥ.
Ἑπομένως καὶ καμμιὰ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ δὲν ὁλοκληρώνεται, ἂν δὲν ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀθεΐας γι’ αὐτό.
Ἔτσι, ἀχρηστεύονται αὐτομάτως καὶ οἱ πράκτορες καὶ οἱ δοτοὶ κυβερνῶντες καὶ ὅλο τὸ συνονθύλευμα τῶν παρατρεχαμένων τῆς ἑκάστοτε ἐξουσίας.
Κανένα ἔργο ἀνθρώπινο, ὅσο δολερὸ καὶ ὅσο σκοτεινὸ καὶ σατανικὸ κι ἂν εἶναι, δὲν ὑπερισχύει τῶν ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Βεβαίως, ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία δὲν εἶναι σὲ θέσι νὰ κατανοήση τὴν σημαντικότητα τῆς παραμέτρου τοῦ χρόνου.
Διότι ἀκριβῶς, βραχύβιος ὤν ὁ ἄνθρωπος, ἀνυπομονεῖ νὰ δῆ ἁπτὰ σημεῖα τῶν καιρῶν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐφήμερης ζωῆς του.
Ἡ Πόλις εἶναι ΣΥΜΒΟΛΟ. Καὶ σὰν ΣΥΜΒΟΛΟ ἔχει ἀποτυπωθῆ τόσο βαθειὰ στὴν μνήμη τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἔχει περάσει στὸν γενετικὸ κώδικα τῆς ἴδιας τῆς συνειδήσεώς του. Ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ ἁλωθῆ οὔτε ἀπ’ τὰ μιλλιούνια τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ τὴν κατακλύζουν σήμερα, οὔτε ἀπ’ τὶς τουρκικὲς προσπάθειες νὰ γίνη τζαμὶ ἡ Ἁγία Σοφία, οὔτε ἀπ’ τὶς ὠργανωμένες κατὰ καιροὺς ἐπιθέσεις ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
ΔΕΝ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, οὔτε καὶ πρόκειται νὰ ἁλωθῆ!
Καθὼς γράφουμε, ξεπηδᾷ ἀπ’ τὰ βάθη τῆς μνήμης μας μιὰ ἱστορία, ποὺ ἂν δὲν εἶναι ἀληθινή, τοὐλάχιστον θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαθανατισθῆ σὰν θρύλος.
Μᾶς τὴν ἀφηγήθηκε, πρὶν μερικὰ χρόνια, προσωπικότης ἀξιόλογη (τηροῦμε τὴν ἀνωνυμία της) καὶ πάντως οὔτε εὐφάνταστη, οὔτε παραμυθολόγος.
Πρὶν μερικὰ χρόνια λοιπόν, λιγώτερο ἀπὸ δεκαετία, ὑπηρετοῦσαν ἀπ’ τὴν μιὰ κι ἀπ’ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἕβρου, στὰ σύνορα, ποὺ διαιροῦν τὴν Θράκη μας στὰ δύο, Ἕλλην καὶ Τοῦρκος στρατηγός. Οἱ δύο ἄνδρες εἶχαν συνδεθῆ μὲ στενὴ φιλία.
Οἱ διάσπαρτες ἄλλοτε, μοναχικὲς φωνὲς τῶν ἀνησυχούντων Ἑλλήνων πύκνωσαν.
Τώρα ποὺ οἱ κίνδυνοι εἶναι ὁρατοί, αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες συσπειρώνονται, ὁμοφωνοῦν μπροστὰ στὸν γιγαντούμενο ἐχθρό.
Ἀπομένει ἀκόμη νὰ τὸν ἐντοπίσουν γιὰ νὰ τὸν καταπολεμήσουν, ὥσπου νὰ τὸν ἐξουθενώσουν καὶ νὰ τὸν ἐκμηδενίσουν.
Τὸ ζητούμενο λοιπὸν εἶναι νὰ βρεθῆ ἡ ταυτότης του.
ΠΟΙΟΣ ΜΑΧΕΤΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ; ΠΟΙΟΣ ΕΞΕΠΟΡΘΗΣΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙ; ΚΙ ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΙΣΕΒΑΛΕ στὶς μισογκρεμισμένες της γειτονιές; Λέγεται, πὼς προδότης ὑπέδειξε στὶς ὀρδὲς τοῦ σουλτάνου τὴν Κερκόπορτα.
Ἦταν Ἕλληνας αὐτὸς ὁ προδότης; Βίωνε κι αὐτὸς τὴν ἀγωνία τῆς Βασιλεύουσας ποὺ ἔπνεε τὰ λοίσθια;
Τί σημασία ἔχει; Ἡ Πόλις, ἤδη τὸ 1453, εἶχε μετατραπῆ σὲ ΣΥΜΒΟΛΟ.
Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία δὲν ὑφίστατο πιά. Ὁ Ἑλληνισμὸς ἔπρεπε νὰ ἀναδιπλωθῆ γιὰ νὰ ἐπιζήση, ἔστω καὶ μέσα σὲ μακραίωνη δουλεία.
Ὑπάρχει ἕνα στοιχεῖο, ποὺ παραβλέπουν ὅσοι τάσσονται ὑπὲρ τῆς ἐκδοχῆς τῆς ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος: Ἡ ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ. Κανένα ἔργο ἀνθρώπινο, σὲ ἀτομικὴ ἢ συλλογικὴ κλίμακα δὲν συντελεῖται χωρὶς τὴν ΘΕΛΗΣΙ τοῦ ΘΕΟΥ.
Ἑπομένως καὶ καμμιὰ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ δὲν ὁλοκληρώνεται, ἂν δὲν ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀθεΐας γι’ αὐτό.
Ἔτσι, ἀχρηστεύονται αὐτομάτως καὶ οἱ πράκτορες καὶ οἱ δοτοὶ κυβερνῶντες καὶ ὅλο τὸ συνονθύλευμα τῶν παρατρεχαμένων τῆς ἑκάστοτε ἐξουσίας.
Κανένα ἔργο ἀνθρώπινο, ὅσο δολερὸ καὶ ὅσο σκοτεινὸ καὶ σατανικὸ κι ἂν εἶναι, δὲν ὑπερισχύει τῶν ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Βεβαίως, ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία δὲν εἶναι σὲ θέσι νὰ κατανοήση τὴν σημαντικότητα τῆς παραμέτρου τοῦ χρόνου.
Διότι ἀκριβῶς, βραχύβιος ὤν ὁ ἄνθρωπος, ἀνυπομονεῖ νὰ δῆ ἁπτὰ σημεῖα τῶν καιρῶν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐφήμερης ζωῆς του.
Ἡ Πόλις εἶναι ΣΥΜΒΟΛΟ. Καὶ σὰν ΣΥΜΒΟΛΟ ἔχει ἀποτυπωθῆ τόσο βαθειὰ στὴν μνήμη τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἔχει περάσει στὸν γενετικὸ κώδικα τῆς ἴδιας τῆς συνειδήσεώς του. Ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ ἁλωθῆ οὔτε ἀπ’ τὰ μιλλιούνια τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ τὴν κατακλύζουν σήμερα, οὔτε ἀπ’ τὶς τουρκικὲς προσπάθειες νὰ γίνη τζαμὶ ἡ Ἁγία Σοφία, οὔτε ἀπ’ τὶς ὠργανωμένες κατὰ καιροὺς ἐπιθέσεις ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
ΔΕΝ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, οὔτε καὶ πρόκειται νὰ ἁλωθῆ!
Καθὼς γράφουμε, ξεπηδᾷ ἀπ’ τὰ βάθη τῆς μνήμης μας μιὰ ἱστορία, ποὺ ἂν δὲν εἶναι ἀληθινή, τοὐλάχιστον θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαθανατισθῆ σὰν θρύλος.
Μᾶς τὴν ἀφηγήθηκε, πρὶν μερικὰ χρόνια, προσωπικότης ἀξιόλογη (τηροῦμε τὴν ἀνωνυμία της) καὶ πάντως οὔτε εὐφάνταστη, οὔτε παραμυθολόγος.
Πρὶν μερικὰ χρόνια λοιπόν, λιγώτερο ἀπὸ δεκαετία, ὑπηρετοῦσαν ἀπ’ τὴν μιὰ κι ἀπ’ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἕβρου, στὰ σύνορα, ποὺ διαιροῦν τὴν Θράκη μας στὰ δύο, Ἕλλην καὶ Τοῦρκος στρατηγός. Οἱ δύο ἄνδρες εἶχαν συνδεθῆ μὲ στενὴ φιλία.
Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρὸς νὰ μετατεθοῦν σὲ ἄλλη ὑπηρεσία, ὁ Τοῦρκος προσκάλεσε τὸν Ἕλληνα ὁμόβαθμό του. «Τόσο καιρό», τοῦ εἶπε, «περάσαμε ἀνέφελα μαζί. Οἱ διαφορὲς ποὺ ἔχουν οἱ δύο χῶρες μας μεταξύ τους δὲν ἐπηρέασαν τὴν φιλία μας. Ἀλλὰ κι ἐμεῖς οἱ Τοῦρκοι θεωροῦμε τὴν φιλία ἱερή. Θὰ ἤθελα αὔριο τὸ βράδυ νὰ σοῦ τὸ ἀποδείξω».
Τὴν ἑπομένη, στὶς 10 ἀκριβῶς, ὁ Ἕλλην ἐπιβιβαζόταν στὸ ἰδιωτικὸ αὐτοκίνητο τοῦ Τούρκου. Νύχτα ἀφέγγαρη ἦταν. Ἐρημικοὶ οἱ δρόμοι. Ἀνοιχτὴ κι ἡ λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας πρὸς τὴν Πόλι.
Κοντὰ μεσάνυχτα πρέπει νὰ πλησίασαν στὶς παρυφές της. Ὕπνος βαθὺς εἶχε καθηλώσει τοὺς κατοίκους της στὰ κρεββάτια. Ἡσυχία στοὺς δρόμους.
Γρήγορος ὁ ὁδηγὸς Τοῦρκος, μπῆκε, βγῆκε ἀπὸ στενά, ἀπὸ περιπεπλεγμένα σὰν κουβάρι καλντερίμια. Νύχτα ἀφέγγαρη.
Σταμάτησε μπροστὰ σὲ καγκελλόπορτα μὲ γραφὴ στὰ ἑλληνικά. Ἔσβησε τὴν μηχανή.
Ὁ γοργὸς ρυθμός, ἡ ἀγωνία, ἡ περιέργεια, δὲν ἄφηναν στὸν Ἕλληνα περιθώρια νὰ ψάξη, οὔτε κἂν νὰ προβληματισθῆ.
Ἀκολουθοῦσε τὸν Τοῦρκο πειθήνια, σὰν αὐτόματο, χωρὶς φόβο, μὲ περίσσεια ἐμπιστοσύνη. Οὔτε κἂν ποὺ τοῦ πέρασε ἀπ’ τὸ μυαλὸ πὼς μποροῦσαν νὰ εἶναι καὶ κακὲς οἱ προθέσεις του.
Στάθηκαν μπροστὰ σὲ διπλομανταλωμένη, σιδερένια, στενὴ θύρα. Ἔβγαλε κλειδὶ ἀπ’ τὴν τσέπη του ὁ Τοῦρκος. Ξεκλείδωσε. Ἄνοιξε. Ὑπόγειο ἦταν. Μούχλα ἀνέδιδαν οἱ τοῖχοι. Μούχλα καὶ κλεισούρα. Λησμονιὰ καταχωνιασμένη στὰ ἔγκατα τῆς γῆς. Περπάτησαν κι οἱ δύο σὲ διαδρόμους χωρὶς νὰ σκοντάφτουν. Τοὺς βάραινε ἡ σιωπή, ἡ ἀναμονή. Ποῦ πήγαιναν, ἔτσι στὰ τυφλά; Ποῦ κατευθύνονταν; Ἀνάστροφα στὸν χρόνο. Σὲ ποιόν χρόνο, τὸν ἀνθρώπινο ἢ τὸν Θεϊκό;
Ὁ Τοῦρκος ἤξερε. Ἀλλὰ δὲν ἤξερε ἀκόμη ὁ Ἕλλην. Δὲν μποροῦσε νὰ δικαιολογήση τὴν περιπλάνησι.
Μὰ οὔτε καὶ πρόφταινε νὰ προβληματιστῆ. Ἀκολουθοῦσε. Μὲ τὴν βεβαιότητα πὼς ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδική. Πὼς δὲν θά ‘χε τὴν εὐκαιρία, ποτὲ ξανά, νὰ τὴν ξαναζήση. Ἀκολουθοῦσε. Ὀνειρευόταν ἄραγε; Ὑπνοβατοῦσε; Φτερωμένη ἡ φαντασία του, ἀνάπλαθε μονοπάτια, ποὺ μόνο σὲ ἐλαφρὺ ὕπνο βαδίζει κανείς;
Ἕνα ἦταν σίγουρο: Δὲν θὰ ξανάβρισκε ποτὲ τὸν δρόμο. Δὲν θὰ τὸν ξανάβρισκε χωρὶς ὁδηγό.
Εἶχαν φτάσει στὸ τέρμα. Θύρα καὶ πάλι ἁρματωμένη μπροστά τους. Βαρειά σιωπή. Ἡ σιγὴ τῆς ὕστατης ὥρας. Ποὺ ἦρθε νὰ διακόψη μόνο τὸ τρίξιμο τῆς κλειδαριᾶς. Τὸ γκρίνιασμα τοῦ σκουριασμένου σίδερου.
Μισάνοιξε ἡ βαρειὰ θύρα. Ἰσχνὸ φῶς στὸ ἐσωτερικό. Ὑπερκόσμιο. Μυστηριακό. Ὑπόγειο; Μπουντρούμι; Κενοτάφιο;
Καὶ τότε, τότε μόνον μίλησε ὁ Τοῦρκος: «Ἐσεῖς οἱ Ἕλληνες δὲν πιστεύετε στὸν θρύλο τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ; Δὲν λέτε καὶ ξαναλέτε μεταξύ σας πὼς βόλι ἐχθροῦ δὲν τὸν ἄγγιξε; Πὼς δὲν τὸν κατάπιε τὸ μανιασμένο πλῆθος τῶν πορθητῶν τῆς Πόλεως; Ἀλλὰ πὼς τὸν τράβηξε ἡ Παναγιὰ στὴν ἀγκαλιά της γιὰ νὰ τὸν κάνη Ἀθάνατο; Δὲν εἶστε βέβαιοι πὼς ΖΗ Ο ΜΑΡΑΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ; Δὲν εἶναι θρύλος, ψεύτικη ἐλπίδα, ὀνειροφαντασία. Εἶναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δὲς καὶ μόνος σου».
Στὸ πάτωμα, μισοανασηκωμένο στὸν ἕνα ἀγκῶνα, ὁ Ἕλλην εἶδε, εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὸν ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ.
ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ.
Ρῖγος μεταφυσικὸ τὸν διαπέρασε. Θόλωσαν ἀπ’ τὰ δάκρυα τὰ μάτια του. Θαμπώθηκε ἡ ὅρασίς του. Ἔκανε τὸν σταυρό του. Μπροστά του, εκεῖ, σὲ ἀπόστασι ἀνάσας, τὸ ΘΑΥΜΑ.
Κι ἦταν αὐτὸς ὁ τυχερός, ποὺ εἶχε ἀξιωθῆ νὰ τὸ ζήση μὲ τὶς αἰσθήσεις του. Σὲ συγκεκριμένο χῶρο καὶ χρόνο.
Πηχτὴ ἡ σιωπή σχεδὸν κοβόταν μὲ τὸ μαχαίρι.
Μίλησε καὶ πάλι ὁ Τοῦρκος:
«Πρὶν μερικὰ χρόνια κειτόταν στὸ ἔδαφος ὁ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τὸν τελευταῖο καιρὸ ἄρχισε σιγά-σιγὰ ν’ ἀνασηκώνεται. Πᾶμε».
Ξανάκλεισαν τὴν θύρα. Τὴν ξανακλείδωσαν. Ἀντίστροφα βγῆκαν μέχρι τὴν αὐλὴ ἀπ’ τὰ ὑπόγεια. Ξαναπέρασαν τὴν καγκελλένια πόρτα.
Δὲν ἄφησαν πίσω ἴχνη ἀπ’ τὶς πατημασιές τους. Κανεὶς δὲν τοὺς εἶχε δῆ. Μπῆκαν στὸ αὐτοκίνητο καὶ πῆραν τὸν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Σιωπηλοί. Χωρὶς ν’ ἀνταλλάξουν κουβέντα.
Δὲν εἶχε ἀκόμη ξημερώσει σὰν ἔφτασαν στὸν Ἕβρο. Προτοῦ ἀποχωρισθοῦν, φιλήθηκαν σταυρωτά. Τὸ ποτάμι κυλοῦσε ὁρμητικὰ πρὸς τὸ Αἰγαῖο.
«Γυρίζει πίσω τὸ ποτάμι», μονολόγησε ὁ Ἕλλην στρατηγός. «Γυρίζει ὅταν τὸ θελήση ὁ Θεός».
Ὑπηρέτησε ἀργότερα στὸ Κέντρο.
Προτοῦ ἀποστρατευθῆ θεώρησε ὑποχρέωσί του ν’ ἀποκαλύψη τὸ μεγάλο μυστικὸ στὴν προσωπικότητα ποὺ μᾶς τὸ ἐμπιστεύθηκε, κατονομάζοντας καὶ τὸν στρατηγὸ κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καῖ τῆς Παναγιᾶς.
Κάναμε κι ἐμεῖς τὸν σταυρό μας μουρμουρίζοντας: «ΔΕΝ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ!»
Τὴν ἑπομένη, στὶς 10 ἀκριβῶς, ὁ Ἕλλην ἐπιβιβαζόταν στὸ ἰδιωτικὸ αὐτοκίνητο τοῦ Τούρκου. Νύχτα ἀφέγγαρη ἦταν. Ἐρημικοὶ οἱ δρόμοι. Ἀνοιχτὴ κι ἡ λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας πρὸς τὴν Πόλι.
Κοντὰ μεσάνυχτα πρέπει νὰ πλησίασαν στὶς παρυφές της. Ὕπνος βαθὺς εἶχε καθηλώσει τοὺς κατοίκους της στὰ κρεββάτια. Ἡσυχία στοὺς δρόμους.
Γρήγορος ὁ ὁδηγὸς Τοῦρκος, μπῆκε, βγῆκε ἀπὸ στενά, ἀπὸ περιπεπλεγμένα σὰν κουβάρι καλντερίμια. Νύχτα ἀφέγγαρη.
Σταμάτησε μπροστὰ σὲ καγκελλόπορτα μὲ γραφὴ στὰ ἑλληνικά. Ἔσβησε τὴν μηχανή.
Ὁ γοργὸς ρυθμός, ἡ ἀγωνία, ἡ περιέργεια, δὲν ἄφηναν στὸν Ἕλληνα περιθώρια νὰ ψάξη, οὔτε κἂν νὰ προβληματισθῆ.
Ἀκολουθοῦσε τὸν Τοῦρκο πειθήνια, σὰν αὐτόματο, χωρὶς φόβο, μὲ περίσσεια ἐμπιστοσύνη. Οὔτε κἂν ποὺ τοῦ πέρασε ἀπ’ τὸ μυαλὸ πὼς μποροῦσαν νὰ εἶναι καὶ κακὲς οἱ προθέσεις του.
Στάθηκαν μπροστὰ σὲ διπλομανταλωμένη, σιδερένια, στενὴ θύρα. Ἔβγαλε κλειδὶ ἀπ’ τὴν τσέπη του ὁ Τοῦρκος. Ξεκλείδωσε. Ἄνοιξε. Ὑπόγειο ἦταν. Μούχλα ἀνέδιδαν οἱ τοῖχοι. Μούχλα καὶ κλεισούρα. Λησμονιὰ καταχωνιασμένη στὰ ἔγκατα τῆς γῆς. Περπάτησαν κι οἱ δύο σὲ διαδρόμους χωρὶς νὰ σκοντάφτουν. Τοὺς βάραινε ἡ σιωπή, ἡ ἀναμονή. Ποῦ πήγαιναν, ἔτσι στὰ τυφλά; Ποῦ κατευθύνονταν; Ἀνάστροφα στὸν χρόνο. Σὲ ποιόν χρόνο, τὸν ἀνθρώπινο ἢ τὸν Θεϊκό;
Ὁ Τοῦρκος ἤξερε. Ἀλλὰ δὲν ἤξερε ἀκόμη ὁ Ἕλλην. Δὲν μποροῦσε νὰ δικαιολογήση τὴν περιπλάνησι.
Μὰ οὔτε καὶ πρόφταινε νὰ προβληματιστῆ. Ἀκολουθοῦσε. Μὲ τὴν βεβαιότητα πὼς ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδική. Πὼς δὲν θά ‘χε τὴν εὐκαιρία, ποτὲ ξανά, νὰ τὴν ξαναζήση. Ἀκολουθοῦσε. Ὀνειρευόταν ἄραγε; Ὑπνοβατοῦσε; Φτερωμένη ἡ φαντασία του, ἀνάπλαθε μονοπάτια, ποὺ μόνο σὲ ἐλαφρὺ ὕπνο βαδίζει κανείς;
Ἕνα ἦταν σίγουρο: Δὲν θὰ ξανάβρισκε ποτὲ τὸν δρόμο. Δὲν θὰ τὸν ξανάβρισκε χωρὶς ὁδηγό.
Εἶχαν φτάσει στὸ τέρμα. Θύρα καὶ πάλι ἁρματωμένη μπροστά τους. Βαρειά σιωπή. Ἡ σιγὴ τῆς ὕστατης ὥρας. Ποὺ ἦρθε νὰ διακόψη μόνο τὸ τρίξιμο τῆς κλειδαριᾶς. Τὸ γκρίνιασμα τοῦ σκουριασμένου σίδερου.
Μισάνοιξε ἡ βαρειὰ θύρα. Ἰσχνὸ φῶς στὸ ἐσωτερικό. Ὑπερκόσμιο. Μυστηριακό. Ὑπόγειο; Μπουντρούμι; Κενοτάφιο;
Καὶ τότε, τότε μόνον μίλησε ὁ Τοῦρκος: «Ἐσεῖς οἱ Ἕλληνες δὲν πιστεύετε στὸν θρύλο τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ; Δὲν λέτε καὶ ξαναλέτε μεταξύ σας πὼς βόλι ἐχθροῦ δὲν τὸν ἄγγιξε; Πὼς δὲν τὸν κατάπιε τὸ μανιασμένο πλῆθος τῶν πορθητῶν τῆς Πόλεως; Ἀλλὰ πὼς τὸν τράβηξε ἡ Παναγιὰ στὴν ἀγκαλιά της γιὰ νὰ τὸν κάνη Ἀθάνατο; Δὲν εἶστε βέβαιοι πὼς ΖΗ Ο ΜΑΡΑΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ; Δὲν εἶναι θρύλος, ψεύτικη ἐλπίδα, ὀνειροφαντασία. Εἶναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δὲς καὶ μόνος σου».
Στὸ πάτωμα, μισοανασηκωμένο στὸν ἕνα ἀγκῶνα, ὁ Ἕλλην εἶδε, εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὸν ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ.
ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ.
Ρῖγος μεταφυσικὸ τὸν διαπέρασε. Θόλωσαν ἀπ’ τὰ δάκρυα τὰ μάτια του. Θαμπώθηκε ἡ ὅρασίς του. Ἔκανε τὸν σταυρό του. Μπροστά του, εκεῖ, σὲ ἀπόστασι ἀνάσας, τὸ ΘΑΥΜΑ.
Κι ἦταν αὐτὸς ὁ τυχερός, ποὺ εἶχε ἀξιωθῆ νὰ τὸ ζήση μὲ τὶς αἰσθήσεις του. Σὲ συγκεκριμένο χῶρο καὶ χρόνο.
Πηχτὴ ἡ σιωπή σχεδὸν κοβόταν μὲ τὸ μαχαίρι.
Μίλησε καὶ πάλι ὁ Τοῦρκος:
«Πρὶν μερικὰ χρόνια κειτόταν στὸ ἔδαφος ὁ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τὸν τελευταῖο καιρὸ ἄρχισε σιγά-σιγὰ ν’ ἀνασηκώνεται. Πᾶμε».
Ξανάκλεισαν τὴν θύρα. Τὴν ξανακλείδωσαν. Ἀντίστροφα βγῆκαν μέχρι τὴν αὐλὴ ἀπ’ τὰ ὑπόγεια. Ξαναπέρασαν τὴν καγκελλένια πόρτα.
Δὲν ἄφησαν πίσω ἴχνη ἀπ’ τὶς πατημασιές τους. Κανεὶς δὲν τοὺς εἶχε δῆ. Μπῆκαν στὸ αὐτοκίνητο καὶ πῆραν τὸν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Σιωπηλοί. Χωρὶς ν’ ἀνταλλάξουν κουβέντα.
Δὲν εἶχε ἀκόμη ξημερώσει σὰν ἔφτασαν στὸν Ἕβρο. Προτοῦ ἀποχωρισθοῦν, φιλήθηκαν σταυρωτά. Τὸ ποτάμι κυλοῦσε ὁρμητικὰ πρὸς τὸ Αἰγαῖο.
«Γυρίζει πίσω τὸ ποτάμι», μονολόγησε ὁ Ἕλλην στρατηγός. «Γυρίζει ὅταν τὸ θελήση ὁ Θεός».
Ὑπηρέτησε ἀργότερα στὸ Κέντρο.
Προτοῦ ἀποστρατευθῆ θεώρησε ὑποχρέωσί του ν’ ἀποκαλύψη τὸ μεγάλο μυστικὸ στὴν προσωπικότητα ποὺ μᾶς τὸ ἐμπιστεύθηκε, κατονομάζοντας καὶ τὸν στρατηγὸ κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καῖ τῆς Παναγιᾶς.
Κάναμε κι ἐμεῖς τὸν σταυρό μας μουρμουρίζοντας: «ΔΕΝ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ!»