Μοιάζει ἀπίστευτο, ἀλλὰ τὸ προεξοφλοῦν μὲ σιγουριὰ οἱ δημοσκοπήσεις: Στὶς ἐπερχόμενες ἐκλογὲς Τοπικῆς τάχα καὶ Αὐτοδιοικήσεως, οἱ ἑλλαδίτες ψηφοφόροι θὰ ψηφίσουν καὶ πάλι, στὴν πλειονότητά τους, κομματικοὺς ὑποψηφίους.
Πῶς νὰ ἐξηγήσουμε τὴν ἄρνησι τῆς κρίσιμης γιὰ τὸ ἐκλογικὸ ἀποτέλεσμα μάζας νὰ ἀντιληφθῆ τὴν πραγματικότητα; Τὰ ἐγκλήματα τῶν δύο κομμάτων ποὺ κυβέρνησαν τὸν τόπο τὰ τελευταῖα τριάντα ἕξη χρόνια εἶναι ἐξώφθαλμα, ἀποδεδειγμένα, ψηλαφητά: Κατασπατάλησαν τὸ ἀπίστευτο χρῆμα ποὺ εἰσέρρευσε στὴν χώρα (γιὰ πρώτη φορὰ στὴν κρατική μας ἱστορία) καὶ ἀπέβλεπε νὰ ἐπιτευχθῆ σύγκλισις τῆς ἑλλαδικῆς μὲ τὶς οἰκονομίες τῶν χωρῶν τῆς Ε.Ε. Ξέφρενη σπατάλη καὶ ἐπὶ πλέον ἀπίστευτος, παρανοϊκὸς δανεισμός. Μοίραζαν τὰ κόμματα διορισμούς, ἐπιδοτήσεις, ρουσφέτια, μπούκωναν τὸν ὑπόκοσμο τῶν λακέδων καὶ τῆς καμαρίλας τους μὲ ἀδιάντροπο πλοῦτο, ὠμά, ἀπροκάλυπτα, χυδαῖα. Πνίγοντας κυριολεκτικὰ τὴν χώρα στὰ χρέη.
Χωρὶς νὰ λύσουν, στὰ τριάντα ἕξη αὐτὰ χρόνια, οὔτε ἕνα πρόβλημα – τὸ ἀσφαλιστικό, ἂς ποῦμε, ἢ τὸ συγκοινωνιακὸ ἢ τῆς μηχανοργανώσεως τοῦ κράτους (δὲν συζητοῦμε γιὰ τὴν παιδεία, τὴν ὑγεία, τὴν ἄμυνα, τὴν δικαιοσύνη). Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε, μὰ ἀποκλειστικὰ τὸ μόνο, ἦταν ἡ ἐπανεκλογή τους, ἡ κραιπαλικὴ ἡδονὴ τῆς ἐξουσίας. Τίποτε ἄλλο. Καὶ ὅταν πιὰ ἡ καταστροφὴ ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀναχαιτισθῆ, ὁ ἕνας πρωθυπουργὸς τό ’σκασε πανικόβλητος, δίχως ἴχνος ντροπῆς ἢ αὐτοσεβασμοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ ἀναλάβη ὁ μειονεκτικὸς σὲ ἐπιγνώσεις ἀντίπαλος, γιὰ νὰ ἁλωνίζη ἐπὶ μῆνες τὰ διεθνῆ κέντρα, ἀπολαμβάνοντας τουριστικὰ τὸ κελεπούρι τῆς πρωθυπουργίας καὶ διαφημίζοντας στοὺς δανειστὲς τῆς χώρας τὴν ἀναξιοπιστία της καὶ τὴν διαφθορά της.
Ποιός Ἕλληνας δὲν βλέπει αὐτὰ τὰ ἐξώφθαλμα, ἀποδεδειγμένα, ψηλαφητὰ δεδομένα; Κι ὅμως, ὄχι μόνο δὲν κατεβαίνουμε στοὺς δρόμους νὰ διαδηλώσουμε ὀργὴ καὶ ἀντίστασι, ἀλλὰ σπεύδουμε πειθήνια καὶ ἠλίθια νὰ ἀμνηστεύσουμε, νὰ κολακέψουμε, νὰ ἐπιβραβεύσουμε τοὺς τυράννους μας, ψηφίζοντας τοὺς ἐκλεκτοὺς τῶν κομματικῶν συμφερόντων στὴν τάχα Αὐτοδιοίκησι. Ποῦ εἶναι λοιπὸν τὸ περιβόητο «φιλότιμο» τοῦ Ἕλληνα, ἡ «περηφάνεια» του, τὸ «ἀδούλωτο φρόνημά» του; Ἀκόμα καὶ τὴν ψῆφο του, τὸ τελευταῖο ἀπομεινάρι διαφορᾶς ἀπὸ τὸν σκλάβο, τὸν ραγιᾶ, τὴν προσφέρει γιὰ νὰ μετρήσουν οἱ διεφθαρμένες κομματικὲς συντεχνίες τὶς περιστασιακὲς μεταβολὲς στὰ ποσοστὰ τῆς ἰσχύος τους.
Νὰ κατεβοῦμε στοὺς δρόμους μᾶς τὸ ἔχει ἀπαγορεύσει ὁ παλαιοημερολογητισμὸς τοῦ Περισσοῦ: μονοπωλεῖ μεθοδικὰ κάθε δημόσια μαζικὴ διαμαρτυρία, τὴν «καπελώνει» αὐθαίρετα, ἡ κραυγὴ καὶ ὀργὴ τῶν πολιτῶν μετατρέπεται σὲ ἀθέλητη ὑποστήριξι τῆς πιὸ ὑπάνθρωπης ὁλοκληρωτικῆς μονοτροπίας. «Δὲν κοτᾶς ν’ ἀγγίξης μίαν ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ ἱκανοποιοῦν τὰ αἰσθήματά σου γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, ἔγραφε ὁ Ἐλύτης, καὶ βρίσκεσαι νὰ “κάνης πορεία” μ’ ἕναν συρφετὸ ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν δική τους σκέψι, ἀλλὰ τὴν περιμένουν ἀπὸ τὸν καθοδηγητή τους». Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη σήμερα ἀκομμάτιστη πρωτοβουλία γιὰ μαζικὴ πολιτικὴ ἐκδήλωσι, ποὺ νὰ μὴν τὴν ἰδιοποιηθῆ ἡ μικρόνοια καὶ ψυχανωμαλία τῶν καπήλων τῆς Ἀριστερᾶς.
Μᾶς ἀπομένει ἡ ψῆφος, γιὰ νὰ συντηροῦμε τὴν ψευδαίσθησι ὅτι εἴμαστε πολῖτες, ὅτι πολίτευμα τῆς χώρας εἶναι ἡ δημοκρατία. Ψευδαίσθησις, στάχτη στὰ μάτια, γιὰ νὰ συνεχίζουν οἱ μαφιόζοι τῶν κομματικῶν συντεχνιῶν νὰ παίζουν μὲ τὴν δική μας ἀφέλεια, τὴν παιδαριώδη ἐπιπολαιότητά μας. Τάχα ὅτι λειτουργοῦν πολιτικοὶ θεσμοί, τάχα ὅτι διαχειριζόμαστε τὶς τύχες καὶ τὸ μέλλον μας, καμαρωτοὶ στὴν σειρὰ γιὰ νὰ βρεθοῦμε πίσω ἀπὸ τὸ παραβάν, νὰ ἀξιοποιήσουμε τὰ «δικαιώματα» τοῦ πολίτη! Μᾶς παραμυθιάζουν οἱ ἀνίκανοι, ἐνῷ τὸ ξέρουμε, τὸ βλέπουμε: Ἡ δευτεράντζα τῆς κομματοκρατίας, δήμαρχοι, νομάρχες, περιφερειάρχες τώρα ἢ ὅ,τι ἄλλο παραπληρωματικό, οὔτε τὶς λακκοῦβες στοὺς δρόμους ἢ τὶς ἀγέλες τῶν ἀδέσποτων δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ ἀντιμετωπίσουν. Τοποτηρητὲς εἶναι, ἐλάσσονες, τῶν κομματικῶν συμφερόντων.
Βρίσκουν καὶ τὰ κάνουν. Οἱ μᾶζες τῶν εὐνουχισμένων, τῶν δίχως σκέψι καὶ κρίσι ψηφοφόρων, μοιάζει νὰ μὴν ἔχουν καταλάβει ποῦ ἔχουμε φτάσει καὶ γιατί. Γιατί σὲ λούκι στερήσεων, φτώχειας, ἀνεργίας, ἐφιαλτικῆς ἀβεβαιότητος γιὰ τὸ αὔριο, γιατί πουθενὰ ἐλπίδα ἀνακάμψεως; Πῶς βρέθηκε νὰ εἶναι πρωθυπουργὸς ἕνα τόσο μειονεκτικὸ ἄτομο μὲ τόσο κραυγαλέα ὑστερήματα, πῶς γίνεται νὰ ἔχουμε ὑπουργὸ Ἐξωτερικῶν καὶ ὑπουργὸ Οἰκονομικῶν ἀνθρώπους πρωτόπειρους, πρωτοφανέρωτους στὸν δημόσιο βίο, σήμερα ποὺ διακυβεύεται ἡ ἴδια ἡ ἱστορική μας ἐπιβίωσις, ἡ ἀξιοπιστία καὶ ἡ τιμὴ τοῦ ὀνόματός μας στὸν διεθνῆ στίβο; Δὲν εἶχε τίποτε καλύτερο νὰ ἐπιστρατεύση τὸ κομματικό μας σύστημα στὴν κρίσιμη αὐτὴ ὥρα;
Ὄχι, δὲν εἶχε, εἶναι φανερό. Ἡ ἀξιωματικὴ ἀντιπολίτευσις εἶναι μία ἐξ ἴσου θλιβερὴ καὶ εὐτελισμένη συναγωγὴ μετριοτήτων, σπιθαμιαῖα ἀναστήματα λιμασμένων γιὰ ἐπιστροφὴ στὴν ἐξουσία, ἀναπολόγητων ἀκόμη γιὰ πράξεις ἀπύθμενης φαυλότητος καὶ διαφθορᾶς. Αὐτὰ τὰ «κόμματα ἐξουσίας» δὲν εἶναι πολιτικοὶ σχηματισμοί, εἶναι καρκινώματα στὸ κοινωνικὸ σῶμα, ἑστίες μολυσματικές, ἀπεργάζονται θάνατο. Ὅμως, ἡ κρίσιμη ἐκλογικὴ μᾶζα, ψηφοφόροι δίχως σκέψι καὶ κρίσι, τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτῶν τῶν κομμάτων θὰ ψηφίσουν, δὲν καταφέρνουν νὰ συνδέσουν τὸν ἐφιάλτη ποὺ ζοῦμε μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐγκλήματα ποὺ τὸν προκάλεσαν καὶ μὲ τοὺς αὐτουργοὺς τῶν ἐγκλημάτων.
Ὁ εὐνουχισμὸς ἔχει συντελεσθῆ μεθοδικά, ἔντεχνα, «ἀνεπαισθήτως». Ἂν ὑπάρξουν ἱστορικοὶ στὸ μέλλον μὲ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν περίπτωσί μας, τὸ ὑλικὸ μελέτης τοῦ εὐνουχισμοῦ μας θὰ τοὺς προσφερθῆ ἄφθονο: Τὰ σχολικὰ βιβλία ποὺ τιτλοφοροῦνται «Ἡ Γλῶσσα μας», ὁ γκαιμπελικὸς προπαγανδισμὸς τοῦ ψυχωτικοῦ «φιλαθλητισμοῦ», τοῦ κρατικοῦ τζόγου, ὁ ἐπιχορηγούμενος κιτρινισμὸς καὶ κρετινισμὸς τῶν τηλεοπτικῶν καναλιῶν. Ἄκρως ἀποτελεσματικὲς πρακτικὲς ἐξηλιθιώσεως τῆς κρίσιμης ἐκλογικῆς μάζας.
Ἔτσι ἔχουν ἐξασφαλισμένη καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ τὴν ἐπανεκλογή τους δήμαρχοι ἐξοργιστικῆς ἀνικανότητος, ἐπιβαρυμένοι μὲ ἐγκλήματα φαυλότητος σὲ προγενέστερες ὑπουργικές τους θητεῖες. Σίγουρη ἡ ἐπανεκλογὴ καὶ νομαρχῶν ποὺ ἐκκρεμοῦν σὲ βάρος τοὺς ποινικὲς διώξεις, θριαμβικὴ ἡ ἐπικράτησις πληθώρας ἀσημαντοτήτων, ἀνθρώπων θλιβεροῦ ἐπιπέδου ἱκανοτήτων καὶ καλλιέργειας, μὲ μοναδικὸ προσὸν τὸ κομματικὸ χρίσμα.
Ἡ «μαγιὰ» ποὺ ἀντιστέκεται στὸν ἐξανδραποδισμὸ λογαριάζει τοὺς κομματικὰ κεχρισμένους, ὅποιοι κι ἂν εἶναι, σὰν χολεριασμένους. Ἀκομμάτιστους ὑποψηφίους, τοὺς ψηφίζει. Ὅπου δὲν ὑπάρχουν: λευκὸ ἢ ἀποχή.
Πῶς νὰ ἐξηγήσουμε τὴν ἄρνησι τῆς κρίσιμης γιὰ τὸ ἐκλογικὸ ἀποτέλεσμα μάζας νὰ ἀντιληφθῆ τὴν πραγματικότητα; Τὰ ἐγκλήματα τῶν δύο κομμάτων ποὺ κυβέρνησαν τὸν τόπο τὰ τελευταῖα τριάντα ἕξη χρόνια εἶναι ἐξώφθαλμα, ἀποδεδειγμένα, ψηλαφητά: Κατασπατάλησαν τὸ ἀπίστευτο χρῆμα ποὺ εἰσέρρευσε στὴν χώρα (γιὰ πρώτη φορὰ στὴν κρατική μας ἱστορία) καὶ ἀπέβλεπε νὰ ἐπιτευχθῆ σύγκλισις τῆς ἑλλαδικῆς μὲ τὶς οἰκονομίες τῶν χωρῶν τῆς Ε.Ε. Ξέφρενη σπατάλη καὶ ἐπὶ πλέον ἀπίστευτος, παρανοϊκὸς δανεισμός. Μοίραζαν τὰ κόμματα διορισμούς, ἐπιδοτήσεις, ρουσφέτια, μπούκωναν τὸν ὑπόκοσμο τῶν λακέδων καὶ τῆς καμαρίλας τους μὲ ἀδιάντροπο πλοῦτο, ὠμά, ἀπροκάλυπτα, χυδαῖα. Πνίγοντας κυριολεκτικὰ τὴν χώρα στὰ χρέη.
Χωρὶς νὰ λύσουν, στὰ τριάντα ἕξη αὐτὰ χρόνια, οὔτε ἕνα πρόβλημα – τὸ ἀσφαλιστικό, ἂς ποῦμε, ἢ τὸ συγκοινωνιακὸ ἢ τῆς μηχανοργανώσεως τοῦ κράτους (δὲν συζητοῦμε γιὰ τὴν παιδεία, τὴν ὑγεία, τὴν ἄμυνα, τὴν δικαιοσύνη). Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε, μὰ ἀποκλειστικὰ τὸ μόνο, ἦταν ἡ ἐπανεκλογή τους, ἡ κραιπαλικὴ ἡδονὴ τῆς ἐξουσίας. Τίποτε ἄλλο. Καὶ ὅταν πιὰ ἡ καταστροφὴ ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀναχαιτισθῆ, ὁ ἕνας πρωθυπουργὸς τό ’σκασε πανικόβλητος, δίχως ἴχνος ντροπῆς ἢ αὐτοσεβασμοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ ἀναλάβη ὁ μειονεκτικὸς σὲ ἐπιγνώσεις ἀντίπαλος, γιὰ νὰ ἁλωνίζη ἐπὶ μῆνες τὰ διεθνῆ κέντρα, ἀπολαμβάνοντας τουριστικὰ τὸ κελεπούρι τῆς πρωθυπουργίας καὶ διαφημίζοντας στοὺς δανειστὲς τῆς χώρας τὴν ἀναξιοπιστία της καὶ τὴν διαφθορά της.
Ποιός Ἕλληνας δὲν βλέπει αὐτὰ τὰ ἐξώφθαλμα, ἀποδεδειγμένα, ψηλαφητὰ δεδομένα; Κι ὅμως, ὄχι μόνο δὲν κατεβαίνουμε στοὺς δρόμους νὰ διαδηλώσουμε ὀργὴ καὶ ἀντίστασι, ἀλλὰ σπεύδουμε πειθήνια καὶ ἠλίθια νὰ ἀμνηστεύσουμε, νὰ κολακέψουμε, νὰ ἐπιβραβεύσουμε τοὺς τυράννους μας, ψηφίζοντας τοὺς ἐκλεκτοὺς τῶν κομματικῶν συμφερόντων στὴν τάχα Αὐτοδιοίκησι. Ποῦ εἶναι λοιπὸν τὸ περιβόητο «φιλότιμο» τοῦ Ἕλληνα, ἡ «περηφάνεια» του, τὸ «ἀδούλωτο φρόνημά» του; Ἀκόμα καὶ τὴν ψῆφο του, τὸ τελευταῖο ἀπομεινάρι διαφορᾶς ἀπὸ τὸν σκλάβο, τὸν ραγιᾶ, τὴν προσφέρει γιὰ νὰ μετρήσουν οἱ διεφθαρμένες κομματικὲς συντεχνίες τὶς περιστασιακὲς μεταβολὲς στὰ ποσοστὰ τῆς ἰσχύος τους.
Νὰ κατεβοῦμε στοὺς δρόμους μᾶς τὸ ἔχει ἀπαγορεύσει ὁ παλαιοημερολογητισμὸς τοῦ Περισσοῦ: μονοπωλεῖ μεθοδικὰ κάθε δημόσια μαζικὴ διαμαρτυρία, τὴν «καπελώνει» αὐθαίρετα, ἡ κραυγὴ καὶ ὀργὴ τῶν πολιτῶν μετατρέπεται σὲ ἀθέλητη ὑποστήριξι τῆς πιὸ ὑπάνθρωπης ὁλοκληρωτικῆς μονοτροπίας. «Δὲν κοτᾶς ν’ ἀγγίξης μίαν ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ ἱκανοποιοῦν τὰ αἰσθήματά σου γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, ἔγραφε ὁ Ἐλύτης, καὶ βρίσκεσαι νὰ “κάνης πορεία” μ’ ἕναν συρφετὸ ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν δική τους σκέψι, ἀλλὰ τὴν περιμένουν ἀπὸ τὸν καθοδηγητή τους». Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη σήμερα ἀκομμάτιστη πρωτοβουλία γιὰ μαζικὴ πολιτικὴ ἐκδήλωσι, ποὺ νὰ μὴν τὴν ἰδιοποιηθῆ ἡ μικρόνοια καὶ ψυχανωμαλία τῶν καπήλων τῆς Ἀριστερᾶς.
Μᾶς ἀπομένει ἡ ψῆφος, γιὰ νὰ συντηροῦμε τὴν ψευδαίσθησι ὅτι εἴμαστε πολῖτες, ὅτι πολίτευμα τῆς χώρας εἶναι ἡ δημοκρατία. Ψευδαίσθησις, στάχτη στὰ μάτια, γιὰ νὰ συνεχίζουν οἱ μαφιόζοι τῶν κομματικῶν συντεχνιῶν νὰ παίζουν μὲ τὴν δική μας ἀφέλεια, τὴν παιδαριώδη ἐπιπολαιότητά μας. Τάχα ὅτι λειτουργοῦν πολιτικοὶ θεσμοί, τάχα ὅτι διαχειριζόμαστε τὶς τύχες καὶ τὸ μέλλον μας, καμαρωτοὶ στὴν σειρὰ γιὰ νὰ βρεθοῦμε πίσω ἀπὸ τὸ παραβάν, νὰ ἀξιοποιήσουμε τὰ «δικαιώματα» τοῦ πολίτη! Μᾶς παραμυθιάζουν οἱ ἀνίκανοι, ἐνῷ τὸ ξέρουμε, τὸ βλέπουμε: Ἡ δευτεράντζα τῆς κομματοκρατίας, δήμαρχοι, νομάρχες, περιφερειάρχες τώρα ἢ ὅ,τι ἄλλο παραπληρωματικό, οὔτε τὶς λακκοῦβες στοὺς δρόμους ἢ τὶς ἀγέλες τῶν ἀδέσποτων δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ ἀντιμετωπίσουν. Τοποτηρητὲς εἶναι, ἐλάσσονες, τῶν κομματικῶν συμφερόντων.
Βρίσκουν καὶ τὰ κάνουν. Οἱ μᾶζες τῶν εὐνουχισμένων, τῶν δίχως σκέψι καὶ κρίσι ψηφοφόρων, μοιάζει νὰ μὴν ἔχουν καταλάβει ποῦ ἔχουμε φτάσει καὶ γιατί. Γιατί σὲ λούκι στερήσεων, φτώχειας, ἀνεργίας, ἐφιαλτικῆς ἀβεβαιότητος γιὰ τὸ αὔριο, γιατί πουθενὰ ἐλπίδα ἀνακάμψεως; Πῶς βρέθηκε νὰ εἶναι πρωθυπουργὸς ἕνα τόσο μειονεκτικὸ ἄτομο μὲ τόσο κραυγαλέα ὑστερήματα, πῶς γίνεται νὰ ἔχουμε ὑπουργὸ Ἐξωτερικῶν καὶ ὑπουργὸ Οἰκονομικῶν ἀνθρώπους πρωτόπειρους, πρωτοφανέρωτους στὸν δημόσιο βίο, σήμερα ποὺ διακυβεύεται ἡ ἴδια ἡ ἱστορική μας ἐπιβίωσις, ἡ ἀξιοπιστία καὶ ἡ τιμὴ τοῦ ὀνόματός μας στὸν διεθνῆ στίβο; Δὲν εἶχε τίποτε καλύτερο νὰ ἐπιστρατεύση τὸ κομματικό μας σύστημα στὴν κρίσιμη αὐτὴ ὥρα;
Ὄχι, δὲν εἶχε, εἶναι φανερό. Ἡ ἀξιωματικὴ ἀντιπολίτευσις εἶναι μία ἐξ ἴσου θλιβερὴ καὶ εὐτελισμένη συναγωγὴ μετριοτήτων, σπιθαμιαῖα ἀναστήματα λιμασμένων γιὰ ἐπιστροφὴ στὴν ἐξουσία, ἀναπολόγητων ἀκόμη γιὰ πράξεις ἀπύθμενης φαυλότητος καὶ διαφθορᾶς. Αὐτὰ τὰ «κόμματα ἐξουσίας» δὲν εἶναι πολιτικοὶ σχηματισμοί, εἶναι καρκινώματα στὸ κοινωνικὸ σῶμα, ἑστίες μολυσματικές, ἀπεργάζονται θάνατο. Ὅμως, ἡ κρίσιμη ἐκλογικὴ μᾶζα, ψηφοφόροι δίχως σκέψι καὶ κρίσι, τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτῶν τῶν κομμάτων θὰ ψηφίσουν, δὲν καταφέρνουν νὰ συνδέσουν τὸν ἐφιάλτη ποὺ ζοῦμε μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐγκλήματα ποὺ τὸν προκάλεσαν καὶ μὲ τοὺς αὐτουργοὺς τῶν ἐγκλημάτων.
Ὁ εὐνουχισμὸς ἔχει συντελεσθῆ μεθοδικά, ἔντεχνα, «ἀνεπαισθήτως». Ἂν ὑπάρξουν ἱστορικοὶ στὸ μέλλον μὲ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν περίπτωσί μας, τὸ ὑλικὸ μελέτης τοῦ εὐνουχισμοῦ μας θὰ τοὺς προσφερθῆ ἄφθονο: Τὰ σχολικὰ βιβλία ποὺ τιτλοφοροῦνται «Ἡ Γλῶσσα μας», ὁ γκαιμπελικὸς προπαγανδισμὸς τοῦ ψυχωτικοῦ «φιλαθλητισμοῦ», τοῦ κρατικοῦ τζόγου, ὁ ἐπιχορηγούμενος κιτρινισμὸς καὶ κρετινισμὸς τῶν τηλεοπτικῶν καναλιῶν. Ἄκρως ἀποτελεσματικὲς πρακτικὲς ἐξηλιθιώσεως τῆς κρίσιμης ἐκλογικῆς μάζας.
Ἔτσι ἔχουν ἐξασφαλισμένη καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ τὴν ἐπανεκλογή τους δήμαρχοι ἐξοργιστικῆς ἀνικανότητος, ἐπιβαρυμένοι μὲ ἐγκλήματα φαυλότητος σὲ προγενέστερες ὑπουργικές τους θητεῖες. Σίγουρη ἡ ἐπανεκλογὴ καὶ νομαρχῶν ποὺ ἐκκρεμοῦν σὲ βάρος τοὺς ποινικὲς διώξεις, θριαμβικὴ ἡ ἐπικράτησις πληθώρας ἀσημαντοτήτων, ἀνθρώπων θλιβεροῦ ἐπιπέδου ἱκανοτήτων καὶ καλλιέργειας, μὲ μοναδικὸ προσὸν τὸ κομματικὸ χρίσμα.
Ἡ «μαγιὰ» ποὺ ἀντιστέκεται στὸν ἐξανδραποδισμὸ λογαριάζει τοὺς κομματικὰ κεχρισμένους, ὅποιοι κι ἂν εἶναι, σὰν χολεριασμένους. Ἀκομμάτιστους ὑποψηφίους, τοὺς ψηφίζει. Ὅπου δὲν ὑπάρχουν: λευκὸ ἢ ἀποχή.
Πηγή: «Καθημερινή»