τοῦ Νικολάου Π. Ἀνδριώτου
Ἡ μπόρα ἔχει περάσει, ἀλλὰ θυμωμένα κυλοῦν τὰ θολὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ δίπλα ἀπὸ τὸ μεγάλο χωριό, ποὺ ἁπλώνεται στὸν εὔφορο κάμπο.
Εἶναι τουρκικὸ τὸ χωριό. Φρεσκοπλυμένο ἀπὸ τὸ χορταστικὸ λουτρό, χαίρεται τώρα τὴν εὐλογία τοῦ ἥλιου καὶ στεγνώνει γοργά, βυθισμένο στὴν μακαριότητα τῆς εὐτυχίας του.
Δὲν ἦταν ὅμως πάντα τουρκικό. Σὲ παλαιότερη ἐποχή, τότε ποὺ τὸ σημερινὸ Ἐρζεροὺμ λεγόταν Θεοδοσούπολις, εἶχαν χτισθῆ δίπλα στὸν Ἄκαμψι ποταμό, στὴν ἄκρη τοῦ εὔφορου ἐκείνου ὀροπεδίου, λίγα σπίτια ἀπὸ οἰκογένειες ἀκριτῶν τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Ἀργότερα, μὲ τὴν κατάλυση τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βυζαντίου, Τοῦρκοι ἦρθαν κι ἐγκαταστάθηκαν στὸ ἑλληνικὸ χωριὸ κι ἀνάγκασαν τοὺς κατοίκους του ν’ ἀλλαξοπιστήσουν καὶ νὰ δεχθοῦν τὸν μωαμεθανισμό.
Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα σίγησε κι ἡ καμπάνα τῆς μικρῆς ἐκκλησούλας, καὶ στοὺς τέσσαρες αἰῶνες καὶ περισσότερο, ποὺ πέρασαν ἀπὸ τότε, δὲν ἀπέμεινε πιά, οὔτε σὰν θολὴ ἀνάμνηση, ἡ χριστιανικὴ καταγωγὴ τῶν πρώτων κατοίκων.
Στεγνώνει λοιπὸν τὸ τουρκικὸ χωριὸ ὕστερα ἀπὸ τὴν μπόρα, ἐνῷ στὸ καφενεῖο οἱ ἡλικιωμένοι Τοῦρκοι, καθισμένοι σταυροπόδι σὲ μαλακὰ στρωσίδια, ρουφοῦν ἡδονικὰ τοὺς ναργιλέδες τους καὶ διηγοῦνται εὔθυμες ἱστορίες.
Ἔξαφνα σπαρακτικὲς φωνὲς ἀκούονται ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ποταμοῦ· δυὸ μικρὰ Τουρκόπουλα, παίζοντας στὴν ὄχθη, ἔπεσαν στὸ ποτάμι καὶ τὰ πῆρε τὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα. Μιὰ γυναίκα, ποὺ εἶδε τὸ ἀτύχημα, ἔβαλε τότε τὶς φωνὲς καὶ ξεσήκωσε τὸν κόσμο.
Τὸ καφενεῖο ἄδειασε στὴν στιγμή. Ὅλοι οἱ θαμῶνες ἔτρεξαν κατὰ τὸ ποτάμι, καὶ μαζὶ μὲ ὅλους, κι ὁ μουχτάρης τοῦ χωριοῦ, ὁ πρόεδρος τῆς κοινότητος, ὅπως θὰ λέγαμε ἐμεῖς.
Μάταιος κόπος! Τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο παιδιά, ἕνα ἀγόρι πέντε χρονῶν, εἶχε ἤδη πνιγῆ, ὅταν ἔφτασε ἡ βοήθεια, καὶ τ’ ἄλλο συνομήλικό του, δὲν εἶχε πιὰ ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια· αὐτὸ τὰ κατάφερε νὰ φτάση μόνο του στὴν ὄχθη, λίγο παρακάτω ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ ἀτυχήματος. Ἦταν βρεγμένο ὡς τὸ κόκκαλο, ἀλλὰ ἔβλεπε τὸ μαζεμένο πλῆθος χαμογελαστό, σὰν νὰ μὴν εἶχε γίνει τίποτε τὸ σπουδαῖο.
Ὁ μουχτάρης τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του κι ἄρχισε νὰ τὸ χαϊδεύη.
- Πῶς τὰ κατάφερες, παιδί μου, νὰ γλυτώσης; ἔλεγε καὶ ξανάλεγε. Μπράβο! Ἐσὺ θὰ γίνης σωστὸς ἄνδρας! Θὰ φοβήθηκες ὅμως πολύ, ἔτσι δὲν εἶναι;
- Καθόλου! ἀποκρίθηκε ὁ μικρὸς ἀθῶος. Δὲν φοβήθηκα καθόλου. Μὲ κρατοῦσε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ στὴν ἀγκαλιά της καὶ μ’ ἔσπρωχνε σιγὰ - σιγὰ στὴν ἀκροποταμιά.
Ὁ μουχτάρης ἔμεινε περίεργος.
- Ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, εἶπες; Καὶ ποῦ τὴν ξέρεις ἐσὺ τὴν μητέρα τοῦ Θεοῦ;
- Τὴν ξέρω! Τὴν ἔχομε στὸ σπίτι μας, ζωγραφισμένη σ’ ἕνα σανιδάκι!
Μιὰ ὑποψία γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ μικροῦ στὴν σκέψη τοῦ μουχτάρη.
- Πᾶμε νὰ μοῦ τὴν δείξης κι ἐμένα! λέει στὸ Τουρκόπουλο. Πᾶμε!
Σὲ λίγο ἔφτασαν στὸ σπίτι, ὅπου βρισκόταν μόνο ἡ γιαγιὰ κι ἡ μητέρα τοῦ μικροῦ· ὁ πατέρας του ἔλειπε.
Οἱ δυὸ γυναῖκες δὲν εἶχαν ἰδέα ἀπὸ τὸ ἀτύχημα καὶ μὲ ἔκπληξη καὶ ἀπορία παρατηροῦσαν τὸν ἐπίσημο ἐπισκέπτη. Ἡ ἔκπληξή τους ὅμως ἔγινε τρόμος μεγάλος, ὅταν εἶδαν τὸ παιδί τους νὰ τοῦ δείχνη μιὰ μικρὴ πόρτα στὸν τοῖχο τοῦ ἐσώτερου διαμερίσματος τοῦ σπιτιοῦ καὶ νὰ τοῦ λέη: «Νά, ἐδῶ μέσα εἶναι, ἄνοιξε νὰ δῆς!».
Ἔκαμαν τὸτε μιὰ κίνηση πρὸς τὰ ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν μουχτάρη, μὰ ἐκεῖνος εἶχε κιόλας ἀνοίξει τὴν πορτούλα.
Καὶ τότε ἕνα θέαμα καταπληκτικὸ παρουσιάσθηκε στὰ μάτια του: Σ’ ἕνα μικρὸ καὶ σκοτεινὸ δωμάτιο, δίχως κανένα παράθυρο, ἕνα καντῆλι ἔκαιε μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας. Εὐωδία ἀπὸ θυμίαμα ξεχύθηκε τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπὸ τὸν κρυψῶνα καὶ γέμισε τὰ ρουθούνια τοῦ Τούρκου, ποὺ ρούφηξε ἡδονικὰ τὸ ἄγνωστο γι’ αὐτὸν ἄρωμα.
Οἱ γυναῖκες παγωμένες ἀπ’ τὸν τρόμο, δὲν εἶχαν τὴν δύναμη ν’ ἀρθρώσουν λέξη, καὶ μόνο τὰ μάτια τους, στυλωμένα στὴν εἰκόνα, ἔστελναν θερμή, σιωπηλὴ ἱκεσία πρὸς τὴν Θεομήτορα, νὰ τὶς βοηθήση στὴν δύσκολη ἐκείνη περίσταση.
Ἄφωνος ὅμως κι ἀκίνητος στεκόταν μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα καὶ ὁ μουχτάρης, ὁ φανατικὸς Τοῦρκος, ποὺ ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθῆ ὅτι θὰ ἔκαμε στὸ χωριό του τέτοια ἀνακάλυψη. Τὸ γλυκύτατο βλέμμα τῆς Παναγίας, μὲ τὸ θεῖο βρέφος στὴν ἀγκάλη Της, τοῦ εἶχε κάμει ἀνέκφραστη ἐντύπωση.
- Αὐτὴ εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ κρατοῦσε στὰ χέρια της. Τὴν εἶδες; εἶπε ὁ μικρὸς μὲ φωνὴ χαρούμενη, λὲς καὶ εἶχε κάμει κατόρθωμα.
Οἱ γυναῖκες ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ μουχτάρη κι ἄρχισαν νὰ τὸν παρακαλοῦν.
- Μὴ μᾶς κάνης κακό, ἐφέντη πολυχρονεμένε, κι ἐμεῖς θὰ παρακαλοῦμε τὴν Παναγία νὰ σὲ φυλάγη καλά…
- Ὥστε εἶστε Χριστιανοί; πρόφερε ἀργά.
- Ναί! …δὲν πειράζομε ὅμως κανένα. Ἀκολουθοῦμε τὴν πίστη τῶν πατέρων μας, ὅπως τὴν πῆραν κι ἐκεῖνοι ἀπ’ τοὺς δικούς τους πατέρες… Μὴ μᾶς κάμης κακό… ἐφέντη!
Ὁ μουχτάρης στάθηκε μερικὲς στιγμὲς σιωπηλός. Ἔπειτα μὲ φωνὴ σιγανή, σὰν νὰ ἤθελε ν’ ἀνακοινώση κάποιο μυστικό, λέει στὶς γυναῖκες:
- Μὴ φοβᾶστε! Προσέξτε ὅμως, μὴ πῆτε κι ἐσεῖς σὲ κανένα, ὅτι ἦρθα στὸ σπίτι σας καὶ εἶδα αὐτὸ ποὺ εἶδα… Κάπου – κάπου θὰ σᾶς στέλνω λίγο λάδι νὰ βάζετε στὸ καντῆλι, πρόσθεσε, ἐνῷ προχωροῦσε πρὸς τὴν ἔξοδο.
Πηγή: Κρυπτοχριστιανικὰ Κείμενα
Εἶναι τουρκικὸ τὸ χωριό. Φρεσκοπλυμένο ἀπὸ τὸ χορταστικὸ λουτρό, χαίρεται τώρα τὴν εὐλογία τοῦ ἥλιου καὶ στεγνώνει γοργά, βυθισμένο στὴν μακαριότητα τῆς εὐτυχίας του.
Δὲν ἦταν ὅμως πάντα τουρκικό. Σὲ παλαιότερη ἐποχή, τότε ποὺ τὸ σημερινὸ Ἐρζεροὺμ λεγόταν Θεοδοσούπολις, εἶχαν χτισθῆ δίπλα στὸν Ἄκαμψι ποταμό, στὴν ἄκρη τοῦ εὔφορου ἐκείνου ὀροπεδίου, λίγα σπίτια ἀπὸ οἰκογένειες ἀκριτῶν τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Ἀργότερα, μὲ τὴν κατάλυση τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βυζαντίου, Τοῦρκοι ἦρθαν κι ἐγκαταστάθηκαν στὸ ἑλληνικὸ χωριὸ κι ἀνάγκασαν τοὺς κατοίκους του ν’ ἀλλαξοπιστήσουν καὶ νὰ δεχθοῦν τὸν μωαμεθανισμό.
Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα σίγησε κι ἡ καμπάνα τῆς μικρῆς ἐκκλησούλας, καὶ στοὺς τέσσαρες αἰῶνες καὶ περισσότερο, ποὺ πέρασαν ἀπὸ τότε, δὲν ἀπέμεινε πιά, οὔτε σὰν θολὴ ἀνάμνηση, ἡ χριστιανικὴ καταγωγὴ τῶν πρώτων κατοίκων.
Στεγνώνει λοιπὸν τὸ τουρκικὸ χωριὸ ὕστερα ἀπὸ τὴν μπόρα, ἐνῷ στὸ καφενεῖο οἱ ἡλικιωμένοι Τοῦρκοι, καθισμένοι σταυροπόδι σὲ μαλακὰ στρωσίδια, ρουφοῦν ἡδονικὰ τοὺς ναργιλέδες τους καὶ διηγοῦνται εὔθυμες ἱστορίες.
Ἔξαφνα σπαρακτικὲς φωνὲς ἀκούονται ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ποταμοῦ· δυὸ μικρὰ Τουρκόπουλα, παίζοντας στὴν ὄχθη, ἔπεσαν στὸ ποτάμι καὶ τὰ πῆρε τὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα. Μιὰ γυναίκα, ποὺ εἶδε τὸ ἀτύχημα, ἔβαλε τότε τὶς φωνὲς καὶ ξεσήκωσε τὸν κόσμο.
Τὸ καφενεῖο ἄδειασε στὴν στιγμή. Ὅλοι οἱ θαμῶνες ἔτρεξαν κατὰ τὸ ποτάμι, καὶ μαζὶ μὲ ὅλους, κι ὁ μουχτάρης τοῦ χωριοῦ, ὁ πρόεδρος τῆς κοινότητος, ὅπως θὰ λέγαμε ἐμεῖς.
Μάταιος κόπος! Τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο παιδιά, ἕνα ἀγόρι πέντε χρονῶν, εἶχε ἤδη πνιγῆ, ὅταν ἔφτασε ἡ βοήθεια, καὶ τ’ ἄλλο συνομήλικό του, δὲν εἶχε πιὰ ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια· αὐτὸ τὰ κατάφερε νὰ φτάση μόνο του στὴν ὄχθη, λίγο παρακάτω ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ ἀτυχήματος. Ἦταν βρεγμένο ὡς τὸ κόκκαλο, ἀλλὰ ἔβλεπε τὸ μαζεμένο πλῆθος χαμογελαστό, σὰν νὰ μὴν εἶχε γίνει τίποτε τὸ σπουδαῖο.
Ὁ μουχτάρης τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του κι ἄρχισε νὰ τὸ χαϊδεύη.
- Πῶς τὰ κατάφερες, παιδί μου, νὰ γλυτώσης; ἔλεγε καὶ ξανάλεγε. Μπράβο! Ἐσὺ θὰ γίνης σωστὸς ἄνδρας! Θὰ φοβήθηκες ὅμως πολύ, ἔτσι δὲν εἶναι;
- Καθόλου! ἀποκρίθηκε ὁ μικρὸς ἀθῶος. Δὲν φοβήθηκα καθόλου. Μὲ κρατοῦσε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ στὴν ἀγκαλιά της καὶ μ’ ἔσπρωχνε σιγὰ - σιγὰ στὴν ἀκροποταμιά.
Ὁ μουχτάρης ἔμεινε περίεργος.
- Ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, εἶπες; Καὶ ποῦ τὴν ξέρεις ἐσὺ τὴν μητέρα τοῦ Θεοῦ;
- Τὴν ξέρω! Τὴν ἔχομε στὸ σπίτι μας, ζωγραφισμένη σ’ ἕνα σανιδάκι!
Μιὰ ὑποψία γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ μικροῦ στὴν σκέψη τοῦ μουχτάρη.
- Πᾶμε νὰ μοῦ τὴν δείξης κι ἐμένα! λέει στὸ Τουρκόπουλο. Πᾶμε!
Σὲ λίγο ἔφτασαν στὸ σπίτι, ὅπου βρισκόταν μόνο ἡ γιαγιὰ κι ἡ μητέρα τοῦ μικροῦ· ὁ πατέρας του ἔλειπε.
Οἱ δυὸ γυναῖκες δὲν εἶχαν ἰδέα ἀπὸ τὸ ἀτύχημα καὶ μὲ ἔκπληξη καὶ ἀπορία παρατηροῦσαν τὸν ἐπίσημο ἐπισκέπτη. Ἡ ἔκπληξή τους ὅμως ἔγινε τρόμος μεγάλος, ὅταν εἶδαν τὸ παιδί τους νὰ τοῦ δείχνη μιὰ μικρὴ πόρτα στὸν τοῖχο τοῦ ἐσώτερου διαμερίσματος τοῦ σπιτιοῦ καὶ νὰ τοῦ λέη: «Νά, ἐδῶ μέσα εἶναι, ἄνοιξε νὰ δῆς!».
Ἔκαμαν τὸτε μιὰ κίνηση πρὸς τὰ ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν μουχτάρη, μὰ ἐκεῖνος εἶχε κιόλας ἀνοίξει τὴν πορτούλα.
Καὶ τότε ἕνα θέαμα καταπληκτικὸ παρουσιάσθηκε στὰ μάτια του: Σ’ ἕνα μικρὸ καὶ σκοτεινὸ δωμάτιο, δίχως κανένα παράθυρο, ἕνα καντῆλι ἔκαιε μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας. Εὐωδία ἀπὸ θυμίαμα ξεχύθηκε τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπὸ τὸν κρυψῶνα καὶ γέμισε τὰ ρουθούνια τοῦ Τούρκου, ποὺ ρούφηξε ἡδονικὰ τὸ ἄγνωστο γι’ αὐτὸν ἄρωμα.
Οἱ γυναῖκες παγωμένες ἀπ’ τὸν τρόμο, δὲν εἶχαν τὴν δύναμη ν’ ἀρθρώσουν λέξη, καὶ μόνο τὰ μάτια τους, στυλωμένα στὴν εἰκόνα, ἔστελναν θερμή, σιωπηλὴ ἱκεσία πρὸς τὴν Θεομήτορα, νὰ τὶς βοηθήση στὴν δύσκολη ἐκείνη περίσταση.
Ἄφωνος ὅμως κι ἀκίνητος στεκόταν μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα καὶ ὁ μουχτάρης, ὁ φανατικὸς Τοῦρκος, ποὺ ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθῆ ὅτι θὰ ἔκαμε στὸ χωριό του τέτοια ἀνακάλυψη. Τὸ γλυκύτατο βλέμμα τῆς Παναγίας, μὲ τὸ θεῖο βρέφος στὴν ἀγκάλη Της, τοῦ εἶχε κάμει ἀνέκφραστη ἐντύπωση.
- Αὐτὴ εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ κρατοῦσε στὰ χέρια της. Τὴν εἶδες; εἶπε ὁ μικρὸς μὲ φωνὴ χαρούμενη, λὲς καὶ εἶχε κάμει κατόρθωμα.
Οἱ γυναῖκες ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ μουχτάρη κι ἄρχισαν νὰ τὸν παρακαλοῦν.
- Μὴ μᾶς κάνης κακό, ἐφέντη πολυχρονεμένε, κι ἐμεῖς θὰ παρακαλοῦμε τὴν Παναγία νὰ σὲ φυλάγη καλά…
- Ὥστε εἶστε Χριστιανοί; πρόφερε ἀργά.
- Ναί! …δὲν πειράζομε ὅμως κανένα. Ἀκολουθοῦμε τὴν πίστη τῶν πατέρων μας, ὅπως τὴν πῆραν κι ἐκεῖνοι ἀπ’ τοὺς δικούς τους πατέρες… Μὴ μᾶς κάμης κακό… ἐφέντη!
Ὁ μουχτάρης στάθηκε μερικὲς στιγμὲς σιωπηλός. Ἔπειτα μὲ φωνὴ σιγανή, σὰν νὰ ἤθελε ν’ ἀνακοινώση κάποιο μυστικό, λέει στὶς γυναῖκες:
- Μὴ φοβᾶστε! Προσέξτε ὅμως, μὴ πῆτε κι ἐσεῖς σὲ κανένα, ὅτι ἦρθα στὸ σπίτι σας καὶ εἶδα αὐτὸ ποὺ εἶδα… Κάπου – κάπου θὰ σᾶς στέλνω λίγο λάδι νὰ βάζετε στὸ καντῆλι, πρόσθεσε, ἐνῷ προχωροῦσε πρὸς τὴν ἔξοδο.
Πηγή: Κρυπτοχριστιανικὰ Κείμενα