30/1/09

Εἰς μνήμην τοῦ μακαριστοῦ Χριστοδούλου

«Ἀγαπητά μου παιδιά,

Ἂν ὑπάρχη κάτι στὴν ζωή μας ποὺ δὲν τιθασσεύεται, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀέναος κίνησις τοῦ χρόνου. Τὸ σήμερα γίνεται χθὲς ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, καὶ τὸ αὔριο σήμερα καὶ χθές. Κι ἐμεῖς παρασυρόμεθα πρὸς τὸ τέρμα τῆς πορείας μας, ἑκόντες ἄκοντες, παρακολουθοῦντες τὰ γεγονότα ποὺ περνοῦν ἀπὸ μπροστά μας, χωρὶς ἀναστρέψιμη ἐλπίδα. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα τῶν θνητῶν. Κι ἀλλοίμονο σ' ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμη βρῆ τὴν ἀπάντησι στὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου. Τὴν ἀπάντησι τὴν δίδει μόνον ἡ χριστιανικὴ πίστις.
Ἡ ἱστορία γεννᾷ τὰ γεγονότα. Κι ἐμεῖς συμπράττουμε σ' αὐτό, ἄλλοι γιὰ τὸ καλὸ καὶ ἄλλοι γιὰ τὸ κακό. Ἡ ἐλευθερία μας εἶναι τὸ κριτήριο τῆς εὐθύνης μας. Μακάριοι οἱ ἔχοντες προοπτικὴ αἰωνιότητος στὴν ζωή τους. Ἀλλοιῶς εἶναι σάρκες, ἔκδοτοι σὲ πάθη ἀτιμίας, πρόθυμοι γιὰ κάθε τι ποὺ εὐτελίζει τὴν ὕπαρξί μας. Ὁ κόσμος θὰ ἦταν διαφορετικὸς ἂν κάθε ἄνθρωπος θυμόταν τὴν θεία καταγωγή του καὶ εὐθυγράμμιζε τὴν ζωή του μὲ τὶς ἀρχές, ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτήν. Δυστυχῶς ὅμως αὐτὸ δὲν συμβαίνει.
Κάθε Πρωτοχρονιὰ εἶναι συμβατικὴ ἀφετηρία μιᾶς νέας προσπάθειας. Κανεὶς ἀσφαλῶς δὲν θέλει νὰ ζῇ σ' ἕνα κόσμο παρακμῆς, ἀντιφάσεων, ἀλληλοσυγκρουομένων συμφερόντων, ἀδικίας καὶ ἀμοραλισμοῦ. Ἡ κατάστασις δὲν ἀλλάζει μαγικὰ καὶ μηχανικά. Χρειάζεται νὰ πολλαπλασιασθοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ κάνουν Ἀντίστασι. Ποὺ παραμένουν πιστοὶ στὶς παραδόσεις μας, στὶς ἀξίες μας, στὴν ἱστορία μας καὶ στοὺς ἀγῶνες μας. Οἱ ἀναθεωρητὲς πολὺ κακὴ συγκυρία ἐπέλεξαν γιὰ νὰ γκρεμίσουν ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων τὰ κάστρα τῶν θυσιῶν.
Σταθῆτε ὅλοι ὄρθιοι στὶς ἐπάλξεις σας καὶ μὴ ξεπουλήσετε τὰ πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στὰ παιδιά σας τὴν ἀλήθεια, ὅπως τὴν ἐβίωσαν οἱ ἀείμνηστοι Πατέρες μας. Ὁ λαός μας ξέρει νὰ ὑπερασπίζεται τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσιά του. Τὸ ἔχει κατ' ἐπανάληψιν ἀποδείξει. Καὶ θὰ τὸ ἀποδείξη καὶ πάλι. Ἀντίστασι καὶ Ἀνάκαμψι. Γιὰ νὰ ξαναβροῦμε ὅ,τι ἔχουμε χάσει, γιὰ νὰ ὑπερασπισθοῦμε ὅ,τι κινδυνεύει.
Εὐλογημένο τὸ 2008! Χρόνια πολλά!»

Μὲ πατρικὴ ἀγάπη καὶ εὐχές

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ

28/1/09

Τὸ γαϊδουράκι Νάθαν

τοῦ Γεωργίου Βλαχοπούλου

Ἦταν ἕνα ζεστὸ ἀνοιξιάτικο πρωϊνό, στὴν πεδιάδα τῆς Ἰουδαίας. Ὁ φωτεινὸς ἥλιος χάϊδευε μὲ τὶς ζεστὲς ἀκτίνες του τὴν νωπὴ ἀπὸ τὴν πρωϊνὴ δροσιὰ γῆ, κάνοντάς την νὰ ἀχνίζη καὶ τὸ κιτρινοκόκκινο χῶμα νὰ εὐωδιάζη ὑπέροχα. Ὁ Νάθαν, τὸ γαϊδουράκι, ὀρθάνοιξε τὰ μεγάλα, καστανὰ μάτια του κι ἔβγαλε τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τοῦ παχνιοῦ, ποὺ ἔβλεπε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς αὐλῆς. Ὄρθιος κοντὰ στὸ μαγκανοπήγαδο στεκόταν τὸ ἀφεντικό του, ὁ γέρο-Ἰακὼβ ὁ ἀγωγιάτης, καὶ συζητοῦσε ἔντονα μ’ ἕναν νεαρὸ ψαρᾶ. Οἱ δυὸ ἄνδρες χειρονομοῦσαν ζωηρά, σὰν νὰ κανόνιζαν τὴν τιμὴ γιὰ τὸ ἀγώϊ. «Συνηθισμένο παζάρι», σκέφθηκε ὁ μικρὸς Νάθαν κι ἄνοιξε τὸ στόμα του σὲ ἕνα ἀτέλειωτο χασμουρητό, ποὺ τὸ συνώδευαν οἱ μουσικοὶ λαρυγγισμοί του.

Ἄθελά του τράβηξε τὴν προσοχή του ἕνας ὄμορφος, γαλήνιος, νέος ἄνδρας, ποὺ παρακολουθοῦσε τὴν συνομιλία ἀπὸ μία γωνιά. Δὲν φαινόταν νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ πολὺ γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα, λὲς κι ὁ νοῦς του ἔτρεχε κάπου ἀλλοῦ. Ἦταν ντυμένος ἁπλᾶ, μὰ ἀρχοντικά. Τὰ ροῦχα του καθαρά, στὰ πόδια του τυλιγμένα δερματόπλεχτα σανδάλια. Τὰ χέρια λεπτά, μὲ μακρυὰ δάκτυλα. Ἡ ὅλη του ἐμφάνιση ἔδειχνε ἄνθρωπο εὐγενικὸ καὶ καλλιεργημένο. Φαινόταν νὰ κατάγεται ἀπὸ τὴν τάξη τῶν τεχνιτῶν, ἴσως νὰ ἦταν ξυλουργός. Εἶχε μακριά, καστανόξανθα μαλλιά, ποὺ οἱ σγουροὶ κυματισμοί τους ἀκουμποῦσαν ἁπαλὰ στοὺς φαρδεῖς του ὤμους. Δυὸ ὄμορφα γαλάζια μάτια στόλιζαν τὸ πρόσωπο μὲ τὸ πλατὺ φωτεινὸ μέτωπο. Ἡ μορφή του αὐστηρή, μὰ καλοσυνάτη. Ὁ Νάθαν ἔνοιωσε πὼς ἀπὸ κάπου γνώριζε αὐτὸν τὸν Ξένο, μὰ ἀγουροξυπνημένος καθὼς ἦταν, δὲν ἔδωσε ἐκείνη τὴν στιγμὴ συνέχεια στὴν σκέψη του.
Οἱ δυὸ ἄνδρες δὲν ἄργησαν τελικὰ νὰ συμφωνήσουν κι ἔδωσαν τὰ χέρια. Ὁ γερο-Ἰακὼβ μέτρησε μὲ ἱκανοποίηση τὰ δηνάρια, ποὺ ἀκούμπησε στὴν παλάμη του ὁ ψαρᾶς καὶ κατευθύνθηκε μαζί του στὸν στάβλο ποὺ βρισκόταν ὁ Νάθαν. Τὸ γαϊδουράκι μας ἄφησε πρόθυμα νὰ τὸ ὁδηγήση ὁ ψαρᾶς ἀπὸ τὴν τριχιὰ ποὺ ἦταν περασμένη στὸν λαιμό του. Δὲν χρειαζόταν πολὺ γιὰ νὰ μαντέψη τὴν ἀποστολή του: Εἶχε συμφωνηθῆ νὰ μεταφέρη στὴν πλάτη του ἐκεῖνο τὸν σιωπηλὸ ἄνδρα ποὺ στεκόταν παράμερα βυθισμένος στὶς σκέψεις του. Μὲ ἕνα πήδημα στὸ πλάϊ ὁ Ξένος βρέθηκε ἀνεβασμένος στὸν Νάθαν, ποὺ χωρὶς νὰ περιμένη κάποιο πρόσταγμα ξεκίνησε. Μία ἀνηφορικὴ πορεία - γιὰ τὸ γαϊδουράκι καὶ τὸν ἀναβάτη του - ἄρχιζε...

Βέβαια ὁ Νάθαν δὲν συνήθιζε νὰ σκέπτεται, ὅταν πήγαινε φορτωμένος σὲ κάποιο ἀγώϊ. Ἄλλωστε, μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμή, ἡ σύντομη ζωή του δὲν ἦταν καὶ τόσο ἄσχημη. Ὁ γερο-Ἰακὼβ ἦταν καλὸς καὶ δὲν τὸν κτυποῦσε, τὸ παχνὶ ἦταν πάντα ζεστό, τὸ ἄχυρο στεγνὸ καὶ ὁ σανὸς ἀρκετός. Τὸν Νάθαν τὸν προώριζαν συνήθως γιὰ ἐλαφρὰ φορτία, ἀφοῦ ἦταν ἀκόμα ἕνα μικρὸ πουλάρι. Μία φορά, ἦταν ἕνα σακκὶ σιτάρι γιὰ τὸν μῦλο τοῦ κυρ-Ζεβεδαίου τοῦ μυλωνᾶ, κάποια ἄλλη, δυὸ πήλινα δοχεῖα μὲ λάδι, προωρισμένα γιὰ τὸ χάνι τοῦ τελώνη Ζακχαίου, ἐκεῖ στὴν ἄκρη τῆς πόλης. Ἀλλὰ καὶ ἀσκιὰ μὲ κρασὶ ἀνῆκαν στὰ ἐμπορεύματα, ποὺ εἶχαν μεταφέρει στὸ παρελθὸν οἱ τρυφερές του πλάτες.

Ὅμως, αὐτὴ τὴν φορὰ τὸν πλημμύρισε ἕνα αἴσθημα περίεργο, πρωτόγνωρο. Σχεδὸν κατάσαρκα στὴν πλάτη του, χωρὶς σαμάρι, μ’ ἕνα μάλλινο ὑφαντὸ νὰ τὸν χωρίζη ἀπὸ τὸν ἀναβάτη του, μετέφερε τώρα ἐκεῖνον τὸν Ξένο, στὸν ἀνηφορικὸ δρόμο γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν Ἅγια Πόλη. Ὁ Ξένος, μὲ μᾶλλον συνηθισμένη σωματικὴ διάπλαση, φαινόταν ἀνάλαφρος. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ μικρὸς Νάθαν ἔνοιωθε τὴν σπονδυλική του στήλη νὰ λυγίζη κάτω ἀπὸ τὸ φορτίο τοῦ ἀναβάτη του: «Θὰ ἔλεγες πὼς κουβαλῶ ὅλο τὸ βάρος τοῦ κόσμου», συλλογίστηκε μὲ ἀπορία τὸ μικρὸ γαϊδουράκι, καὶ μὲ σφιγμένα χείλη ἀγωνίστηκε νὰ κρατήση σταθερὸ τὸν βηματισμό του στὸν γλιστερὸ πλακόστρωτο δρόμο, ποὺ ὡδηγοῦσε στὴν πόλη.

Σὲ ἄλλη περίπτωση θὰ βαρυγκομοῦσε καὶ θὰ στύλωνε τὰ λεπτὰ μπροστινά του πόδια μὲ δύναμη στὸ ἔδαφος, χωρὶς νὰ κουνηθῆ οὔτε μία σπιθαμή. Ὅπως τότε ποὺ κάποιοι σκληρόκαρδοι ἔμποροι ἀπὸ τὴν Σαμάρεια τὸν εἶχαν φορτώσει μὲ δυὸ βαριὰ σακκιὰ χοντρὸ ἁλάτι καὶ τὸν χτυποῦσαν μὲ τὶς βέργες τῆς λυγαριᾶς. Μόνο ποὺ τώρα, χωρὶς νὰ ξέρη κἂν τὸ γιατί, αἰσθανόταν πὼς δὲν ὑπῆρχε κανένας λόγος γιὰ τέτοια πείσματα. Θὲς τὸ τρυφερὸ χέρι τοῦ Ξένου, ποὺ χάϊδευε τὸ κεφαλάκι του ἀνάμεσα στὰ μεγάλα μυτερὰ αὐτιά του, θὲς ἡ ἤρεμη βελούδινη φωνή του, καθὼς σιγοψιθύριζε Ψαλμοὺς τοῦ Δαυίδ, γέμιζαν τὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ Νάθαν μὲ μία ἀνείπωτη γαλήνη, μὲ μία ἀνεξήγητη καρτερία καὶ ὑπομονή. Ἔνοιωθε πὼς δὲν ἤθελε ποτὲ νὰ τελειώση αὐτὸ τὸ ταξείδι, νὰ μὴ κατέβη ποτὲ ἀπὸ πάνω του ἐκεῖνος ὁ Ξένος. Μὰ πάνω ἀπὸ ὅλα, ἦταν ἐκείνη ἡ λάμψη, ποὺ εἶχε μαγέψει τὸ γαϊδουράκι, ἐκεῖνο τὸ ὑπερκόσμιο λαμπερὸ φῶς, ποὺ φώτιζε τὰ πάντα γύρω του, ἕνα φῶς ἄκτιστο, ποὺ λὲς καὶ κατέβαινε ἀπ’ εὐθείας ἀπ’ τοῦ οὐρανοῦ τὰ βάθη γιὰ νὰ καλύψη τὸ πρόσωπο τοῦ Ξένου καὶ -γιὰ ὅσους ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς- ὁλάκερη τὴν Πλάση γύρω.

Κι ὄπως ἄκουγε τὶς ὁπλές του νὰ ἠχοῦν ρυθμικὰ στὸ πλακόστρωτο, ἄρχισε ἄθελά του νὰ θυμᾶται - χωρὶς νὰ ξέρη τὸ γιατί - τὴν διήγηση τῆς μητέρας του γιὰ τὸ Βρέφος τοῦ Φωτὸς καὶ τῆς Γαλήνης, ποὺ τόσες φορὲς τοῦ εἶχε ἐπαναλάβει τὶς ἀτέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες.

«Ἦταν ἐκείνη τὴν παγωμένη νυχτιὰ στὴν Βηθλεέμ», συνήθιζε νὰ ἀρχίζη τὴν διήγησή της ἡ μητέρα τοῦ Νάθαν, «ὅταν ἄνοιξε ξαφνικὰ στὰ ἄγρια μεσάνυχτα ἡ ξύλινη πόρτα τοῦ στάβλου. Ὅλα τὰ ζῶα ἔνοιωσαν τὴν παγωμένη ἀνάσα τοῦ ἀέρα καὶ στριμώχτηκαν ἀκόμα πιὸ κοντά, χαρίζοντας τὸ ἕνα στὸ ἄλλο τὴν ζεστασιά του. Ἀνάμεσά τους, μικρὸ γαϊδουράκι τότε κι αὐτή, ἡ μητέρα του. Στὴν ἀστροφεγγιά, ποὺ χάριζε χλωμὸ τὸ φῶς της, διαγράφονταν στὴν ἀνοιχτὴ πόρτα οἱ σκιὲς ἀπὸ ἕνα νεαρὸ ζευγάρι ἀνθρώπων. Φαίνονταν νά’ ναι κατάκοποι, ἀπὸ ταξείδι μακρινό. Ἡ γυναίκα ταλαιπωρημένη καὶ χλωμή, μὲ ἕνα γλυκὸ πρόσωπο συσπασμένο ἀπὸ τοὺς πόνους τῆς γέννας, ποὺ κοντοζύγωνε. Ὁ ἄνδρας ἀνήσυχος, ταραγμένος, μὲ μέτωπο αὐλακωμένο ἀπὸ τὶς ρυτίδες ποὺ χαράζει ἡ ἔγνοια κι ἡ ἀγωνία. Τόπο ζητοῦσαν νὰ ξαποστάσουν, νὰ ἀναπαυθοῦν. Μία γωνιὰ γιὰ νὰ ξαπλώση ἡ νεαρὴ γυναίκα τὸ κουρασμένο σῶμα της, νὰ ἀκουμπήση τὸ νεογέννητο, μιᾶς καὶ ἡ ὥρα τῆς γέννας κόντευε. Οἱ κοφτὲς ἀνάσες τῆς γυναίκας ἀκούγονταν ὅλο καὶ πιὸ σύντομες, ὅλο καὶ πιὸ βαθειές. Ὅλα ἔδειχναν πὼς τὰ ζῶα θά ‘πρεπε νὰ μοιραστοῦν τὸ παχνί τους μὲ ἕναν ἀκόμα ἔνοικο. Καὶ πραγματικά: Σὰν ἀπὸ ἕνα ἔνστικτο ἀρχέγονο, τὰ ζῶα τραβήχτηκαν σὲ μία γωνιά, ναὶ στὰ ἀλήθεια, τὸ γαϊδουράκι, τὸ βόδι καὶ τὰ πρόβατα ἔκαναν τόπο γιὰ τὸ νεογέννητο καὶ τὴν βασανισμένη μητέρα του. Κι αὐτή, κάνοντας στρῶμα τὰ ἄχυρα καὶ τὰ ξερόχορτα τοῦ παχνιοῦ, ἔστρωσε καταγῆς τὸν λευκό της μάλλινο μανδύα καὶ μὲ ὅτι κουρέλια τῆς εἶχαν ἀπομείνει, τύλιξε στοργικὰ τὸ γυμνὸ κορμάκι τοῦ Βρέφους. Γιὰ τὰ ζῶα τὸ γεγονὸς τῆς γέννησης ἑνὸς ἀνθρώπου ἀνάμεσά τους ἦταν κάτι τὸ ἐντυπωσιακό. Ἔτσι ἀσυναίσθητα σχημάτισαν ἕναν κύκλο γύρω ἀπὸ τὴν θέση, ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ἡ ἑτοιμόγεννη. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ τῆς γέννας τὰ ζῶα ἔδειξαν τὴν συμπόνοια τους, πλησίασαν καὶ ἔσκυψαν μὲ τὰ κεφαλάκια τους νὰ δοῦν τὸ νεογέννητο τῆς φάτνης καὶ νὰ τὸ ζεστάνουν μὲ τὰ χνῶτα τους. Τί ὄμορφο βρέφος ἦταν! Τί γαλήνιο πρόσωπο ποὺ εἶχε! Κι ἐκεῖνο τὸ διάχυτο φῶς, τὸ ὑπερκόσμιο, τί ἀνείπωτη λαμπρότητα.! Ὅλη ἡ σπηλιὰ ἔλαμψε μὲ μιᾶς, λὲς καὶ τὴν εἶχαν φωτίσει ξαφνικὰ χιλιάδες ἥλιοι», διηγιόταν ἡ μητέρα τοῦ Νάθαν. «Ἦταν μία ἀσύγκριτη, ἀνεπανάληπτη ἐμπειρία γιὰ ὅλη τὴν φύση, ὅλα τὰ ζῶα εἶχαν νοιώσει θαρρεῖς κάποιο σωτήριο γεγονὸς καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ θείου Βρέφους εἶχε σφραγίσει γιὰ πάντα τὴν καρδιὰ καὶ τὴν μνήμη τους, τὸ βίωμα τῆς θείας γέννησης εἶχε ποτίσει καὶ τὸ τελευταῖο τους κύτταρο».

Ἕνα δάκρυ, θυμᾶται, εἶχε γεμίσει τότε τὰ ὄμορφα καστανὰ μάτια τῆς μητέρας του κι εἶχε γίνει σταγόνα μαργαριτάρι, ποὺ στάθηκε στὴν ἄκρη τοῦ βλεφάρου της, σὰν αἰσθάνθηκε τὸ μικρὸ χεράκι τοῦ ἀπροστάτευτου Βρέφους νὰ τῆς χαϊδεύη τὴν μουσούδα, σὰν νὰ ἤθελε νὰ πῆ τὸ δικό του εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ζεστασιὰ ποὺ τοῦ πρόσφερε...

Ἀπορροφημένος στὶς σκέψεις ποὺ τοῦ δημιούργησε ἡ ἀνάμνηση ἀπὸ τὴ διήγηση τῆς μητέρας του, ὁ μικρὸς Νάθαν ἄρχισε νὰ τρικλίζη κάτω ἀπὸ τὸν δυνατὸ ἀνοιξιάτικο ἥλιο. Τί τὸν ἔκανε νὰ θυμηθῆ αὐτὴ τὴν ἱστορία, τώρα; Ποιά σχέση μποροῦσε νὰ ἔχη ἐκεῖνο τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ μὲ αὐτὸν τὸν Ξένο τῆς Ἱερουσαλήμ; Ἀνεξήγητο συναίσθημα. Κι ὅμως, τὸ ἴδιο αἴσθημα Γαλήνης, τὸ ἴδιο ἄπλετο Φῶς, ἡ ἴδια τρυφερότητα τοῦ χεριοῦ ποὺ ἀκουμποῦσε ὅλη τὴν ὥρα στὸ κεφαλάκι τοῦ Νάθαν. Ναί, δὲν ἔκανε λάθος! Στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής του ἔνοιωθε, πὼς δὲν μποροῦσε νὰ κάνη λάθος. Ὁ Ξένος της Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ εἶχαν μὲ βεβαιότητα κάτι κοινὸ μεταξύ τους. Τὸ ἔνστικτο τῶν ζώων, ἡ ἁγνὴ καὶ ταπεινὴ φύση δὲν ἔκανε λάθος !

Ὁ Νάθαν μὲ τὸν ἀναβάτη του ἔφτασαν τώρα στὴν Ἅγια Πόλη. Πέρασαν τὴν μεγάλη Πύλη καὶ τράβηξαν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀγορά. Μὰ τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἀντίκρυζαν τὰ μάτια του; Πανηγύρι χαρᾶς ! Οἱ ἄνθρωποι, πλῆθος ἀμέτρητο καὶ ἀσυγκράτητο, εἶχαν ξεχυθῆ στοὺς δρόμους νὰ προϋπαντήσουν τὴν μικρὴ συντροφιά. Μὲ χαρούμενες φωνὲς κι ἀλαλαγμοὺς περικύκλωσαν τὸ γαϊδουράκι καὶ τὸν ἀναβάτη του, ἐνῷ ἀνέμιζαν στὰ χέρια τους κλαδιὰ ἀπὸ φοινικόδενδρα καὶ βάγια. «Ὡσαννά, ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», ἀκούγονταν κραυγὲς χαρᾶς ἀπὸ κάθε στόμα. Τὸ γαϊδουράκι μας στὴν ἀρχὴ τρόμαξε. Στύλωσε τὰ μυτερὰ αὐτιά του πρὸς τὰ μπρὸς κι ἀφουγκράστηκε τὶς ἰαχὲς τοῦ πλήθους. Ὅλα τοῦ φαίνονταν ἀπειλητικά. Μὰ ἡ βελούδινη φωνὴ τοῦ ἀναβάτη του, ποὺ ἔσκυψε τρυφερὰ ἀπὸ πάνω του, τὸ ἡσύχασε. «Μὴ φοβᾶσαι, Νάθαν», τοῦ ἔλεγε. «Σήμερα μὲ ἀγαποῦν καὶ μὲ δοξολογοῦν, αὔριο θὰ μὲ μισοῦν καὶ θὰ φωνάζουν «σταυρῶστε τον». Μὴ φοβᾶσαι, ὄπως δὲν φοβήθηκε καὶ ἡ μανούλα σου τὶς ἄγριες φωνὲς τῶν στρατιωτῶν τοῦ Ἡρώδη, ποὺ μὲ καταδίωκαν, ὅταν αὐτὴ μὲ φυγάδευε στὴν Αἴγυπτο». «Τὸν Πόνο τὸν διαδέχεται ἡ Χαρὰ καὶ τὸν Σταυρὸ ἡ Ἀνάσταση. Μὴ φοβᾶσαι !»...

Τί λόγια παράξενα ἦταν αὐτὰ ποῦ ἄκουγε; Καὶ πῶς ὁ Ξένος γνώριζε τὸ ὄνομά του; Κι αὐτὸ πάλι, μὲ τὴν φυγὴ στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου; Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ τὸ ἔχη πῆ ; Τώρα ὁ Νάθαν ἦταν πιὰ σίγουρος γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ ἀναβάτη του. Τί μικρὸς ποὺ ἦταν ὁ κόσμος λοιπόν, σκέφτηκε. Ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἡ μανούλα του εἶχε πῆ, πὼς εἶχαν ἔλθει σοφοὶ καὶ βασιλιάδες νὰ τὸν προσκυνήσουν σὰν μεγάλο τοῦ Κόσμου Βασιλιᾶ, ἔμπαινε σήμερα θριαμβευτὴς καὶ μὲ βασιλικὲς τιμὲς στὴν Ἱερουσαλήμ, κι αὐτός, ὁ μικρὸς Νάθαν, τὸ γαϊδουράκι, εἶχε τὴν τιμή, νὰ Τὸν κουβαλᾶ στὴν πλάτη του!

Στὴν σκέψη αὐτὴ ὁ Νάθαν σήκωσε περήφανα τὸ κεφάλι του, τέντωσε ἀποφασιστικὰ τὰ μεγάλα του αὐτιὰ καὶ προχώρησε μὲ βῆμα θριαμβευτικὸ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ποὺ ζητωκραύγαζε.

Ἔτσι ἔφτασαν στὴν ἀγορά. Ἐδῶ ὅμως τελείωνε καὶ τὸ ἀγώϊ. Οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε ὁ μικρὸς Νάθαν γιὰ πότε τὰ ξετρελλαμένα πλήθη σήκωσαν καὶ πῆραν στὸν ὦμο τους τὸν δικό του Ξένο, ποὺ γρήγορα χάθηκε στὴν ἀγκαλιά τους. «Τί κρῖμα», συλλογίστηκε ὁ Νάθαν. Σὲ μία στιγμὴ εἶχε ξεχάσει τὸν κόπο τῆς πορείας καὶ τὸ ἀβάσταχτο βάρος τοῦ φορτίου. Ἕνας γλυκὸς πόνος γέμιζε τὴν καρδιά του. Πόσο θὰ ΄θελε νὰ ξανασυναντήση τὸν Ξένο! Πολὺ ἀργά. Τὸ τράβηγμα τῆς τριχιᾶς στὸ λαιμό του τὸν γύρισε βίαια πίσω στὴν πραγματικότητα. Κάποιο νέο ἀγώϊ περίμενε..

Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες τὸ γαϊδουράκι Νάθαν τραβοῦσε - στὸ νέο του ἀγώϊ - γιὰ τὸ πλακόστρωτο τοῦ Γολγοθᾶ, φορτωμένο μὲ ἕνα βαρὺ καλάθι γεμᾶτο καρφιὰ καὶ σφυριά, δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ πιστέψη πὼς θὰ συναντοῦσε καὶ πάλι τὸν ἀγαπημένο του Ξένο.

Μὰ τί τραγικὸ θέαμα ἀντίκρυζαν τώρα τὰ μεγάλα καστανὰ μάτια του! Ποῦ ἦταν τὸ κάλλος, ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ ἀρχοντιὰ τοῦ χθεσινοῦ ἀναβάτη; Τὰ λινά του ροῦχα ξεσκισμένα καὶ στοὺς ὤμους του ριγμένη μία κόκκινη ματωμένη χλαμύδα, τὰ μεγάλα τρυφερὰ χέρια του δεμένα σφιχτὰ μὲ ἕνα δερμάτινο λουρὶ καὶ τὸ φαρδύ του μέτωπο γδαρμένο ἀπὸ ἕνα ἀγκάθινο στεφάνι, μπηγμένο μὲ βία στὸ κεφάλι του. Μόνο ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο, τὸ Πρόσωπό Του, ἔμενε πάντα τόσο γαλήνιο, τόσο φωτεινό.

Τὸ πλῆθος ποὺ χθὲς Τὸν ὑποδεχόταν μὲ τιμὲς βασιλικές, ἀνέβαζε τώρα τὸν Ξένο σὰν κοινὸ ἐγκληματία στὸν Σταυρό! Τὸ γαϊδουράκι Νάθαν ἔνοιωσε τὸ αἷμα του νὰ παγώνη στὶς φλέβες του καὶ τὴν καρδιά του νὰ σταματᾷ ἀπὸ τοῦ πόνου τὸ ἀσήκωτο βάρος. Κι ἂς εἶχαν πάρει ἀπὸ ἐπάνω του τὸ καλάθι μὲ τὰ καρφιὰ καὶ τὰ σφυριά, ποιός ξέρει γιὰ ποιὸν προωρισμένα...

Στὴν κορφὴ τοῦ λόφου εἶχαν ἀπὸ νωρὶς στηθῆ οἱ τρεῖς σταυροί. Στὴν βάση τους, ἕνα πλῆθος ἀργόσχολων περίεργων τριγύριζε καὶ περιγελοῦσε τοὺς μελλοθανάτους. Σὲ κάποιο παλούκι δεμένος, ὁ μικρὸς Νάθαν, παρακολουθοῦσε ἄθελά του τὶς σκηνὲς τῆς βαρβαρότητας ποὺ ξετυλίγονταν μπροστὰ στὰ μάτια του καὶ ἡ ἁγνή του καρδιὰ δὲν ἔβρισκε ἐξήγηση γιὰ τὴν σκληρότητα τῶν ἀνθρώπων. Γύρισε τὸ κεφάλι του νὰ μὴ βλέπη. Καὶ ξαφνικὰ ἔνοιωσε τὴν ματιά του νὰ διασταυρώνεται μὲ αὐτὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ναί, ἦταν βέβαιο, ὁ Ξένος τὸν εἶχε ἀναγνωρίσει! Τὸ γαϊδουράκι αἰσθάνθηκε τὸ βελούδινο βλέμμα Του νὰ τὸ χαϊδεύη τρυφερά, παρ’ ὅλο τὸν πόνο ποὺ σίγουρα θὰ ὑπέφερε. Εἶδε τὰ χείλη τοῦ ἀγαπημένου του Ξένου, νὰ κινοῦνται ἀδύναμα, σὰν κάτι νὰ τοῦ ψιθύριζαν. Τοῦ φάνηκε πὼς ἔλεγε «Ἄφησέ τους, συγχώρα τους, πατέρα μου, δὲν γνωρίζουν τί κάνουν».

Ὁ Νάθαν δὲν ἦταν σίγουρος, ἂν ἄκουσε σωστά. Στὸ στῆθος του οἱ παλμοὶ τῆς καρδιᾶς του δυνάμωναν ἀπὸ τὴν ὀργή, σὰν τὰ κύματα τῆς θάλασσας ποὺ τά ‘πιασε ὁ ἀπότομος βοριᾶς. Ἀναστέναξε κι ἔνοιωσε πὼς στέναζε μαζί του ἡ φύση ὁλάκερη γιὰ τὰ βάσανα τοῦ Ἀθώου. Ἦταν ὅμως ἀνώφελο. Τὸ γαϊδουράκι μας ἦταν ἀνήμπορο μπροστὰ στὴν ἀνθρώπινη κακία καὶ ὅσο καὶ νὰ τὸ λαχταροῦσε, δὲν ἤξερε τί θὰ μποροῦσε νὰ κάνη γιὰ νὰ βοηθήση Ἐκεῖνον, αὐτό, ἕνα τόσο ἀσήμαντο πουλαράκι.

Καὶ ξάφνου εἶδε τὸν οὐρανὸ μεσημεριάτικα νὰ σκοτεινιάζη καὶ τὴν γῆ νὰ σείεται συθέμελα. Μία ἀστραπὴ ξέσχισε τὸ στερέωμα καὶ φάνηκε νὰ καρφώνεται μὲ βία στὴν βάση τοῦ Σταυροῦ. Τότε ἔγινε ἡ ὀδύνη του λυγμὸς κι ἕνα μεγάλο δάκρυ γέμισε τὰ ὄμορφα καστανά του μάτια καὶ στάθηκε σὰν σταγόνα μαργαριτάρι στὴν ἄκρη τῶν βλεφάρων. «Μὴ φοβᾶσαι», ἄκουσε πάλι μέσα του τὴν γλυκειὰ φωνὴ τοῦ Ξένου νὰ τὸν καθησυχάζει, «τὸν Πόνο διαδέχεται ἡ Χαρὰ καὶ τὸν Σταυρὸ ἡ Ἀνάσταση. Μὴ φοβᾶσαι καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι...»

Κι ἔγινε μὲ μιᾶς τὸ δάκρυ ἐκεῖνο, τὸ δάκρυ τῆς Χαρμολύπης, τὸ δάκρυ μιᾶς χαρᾶς ἐλπιδοφόρας, ποὺ διαδέχεται τὸν πόνο, μιᾶς Ἀναστάσιμης Χαρᾶς ποὺ ἔρχεται καὶ διώχνει τὴν θλίψη τοῦ Σταυροῦ.

Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ - λένε τὰ παλιὰ βιβλία - ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Νάθαν, τοῦ μικροῦ πουλαριοῦ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό, ἔχουν γιὰ μόνιμο στολίδι τους μία μαργαριταρένια σταγόνα ἀπὸ τὸ δάκρυ τῆς Χαρμολύπης στὰ ὄμορφα καστανὰ μάτια τους. Κι ἐκεῖνο τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ στὴν πλάτη, ἀπὸ τοὺς ὤμους μέχρι τὴν οὐρά.

Λένε πὼς σχηματίστηκε ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔρριξε ἐπάνω του τὸ φῶς τῆς ἀστραπῆς, τὴν ὥρα ποὺ τὰ πικραμένα χείλη τοῦ τόσο γνώριμου κι ἀγαπημένου Ξένου ψέλλιζαν «Τετέλεσται».

Ἂν συναντήσετε ποτὲ στὸν δρόμο σας κάποιο γαϊδουράκι, κοιτάξτε προσεκτικὰ στὰ μάτια του νὰ δῆτε, ἂν ὑπάρχη τὸ μαργαριταρένιο δάκρυ τῆς Χαρμολύπης καὶ ἂν στὴν πλάτη του ἔχη χαραγμένο τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ. Ἂν τὰ ἀνακαλύψετε ὅλα αὐτά, σίγουρα εἶστε τυχεροί, ἀφοῦ θὰ ἔχετε συναντήσει κάποιον ἀπόγονο τοῦ μικροῦ Νάθαν, ποὺ γιὰ λίγες μόνο ὧρες πῆρε στοὺς ὤμους του τὸ βάρος ὅλου τοῦ Κόσμου καὶ τὸ ἀπόθεσε στὸν Σταυρό...

Τῆς Ζῆμενς τὰ καμώματα

τοῦ Γεωργίου Μάντη

Μία φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἦταν μιὰ κομπανία,
μεγάλη πολυεθνικὴ μ’ ἕδρα τὴν Γερμανία.
Ἔφτιαχναν εἴδη ἡλεκτρικὰ γιὰ σπίτια καὶ γιὰ δρόμους,
γιὰ πλοῖα, ἐργοστάσια, μετρώ, σιδηροδρόμους.

Κυνήγαγαν μὲ ζεστασιά, ἔργα καὶ ἀγγελίες,
καὶ ἐξασφάλιζαν δουλειὲς ἀπὸ δημοπρασίες.
Παρὰ τὶς ὅποιες προσφορὲς ἂν κι ἦσαν πλειοδότες,
τσίμπαγαν ὅλες τὶς δουλειὲς ἀπὸ τοὺς μειοδότες.

Μιὰ μέρα ὅμως βροχερή, κακοῦργα καὶ μπαμπέσα,
διέρρευσε τὸ μυστικό, ἀπὸ τὴν Ζῆμενς μέσα.
Ἀφοῦ ὅλους τοὺς λάδωναν, μ’ εὐρὼ καὶ ἄλλα εἴδη,
ἀφήνανε γιὰ τοὺς λοιπούς, τὸ πιὸ γνωστὸ βαρίδι...

Συνέβαλαν στὸ γεγονὸς καὶ κάποιοι Ἀμερικάνοι,
ποὺ σὲ δουλειὲς καὶ «ἀνατροπές», δὲν εἶν’ καθόλου χάνοι…
Οἱ συμφωνίες ἔκλειναν σὲ θέρετρα καὶ Ρίτζ,
ἀφοῦ τὸ μπὶλ ἐπλήρωνε ὁ πονηρὸς ὁ Φρίτς.

Τώρα ποὺ ξεμπροστιάστηκαν καὶ θύελλες θερίζουν,
τοῦ Γκαῖτε καὶ τοῦ Λούθηρου, τὰ κόκκαλα θὰ τρίζουν.
Τοὺς «δωρητὲς» ἐδάγκωσε μεγάλο μαῦρο φίδι,
κι ἤδη τοὺς πακετάρανε γιὰ σπέσιαλ ταξείδι.

Τὸν πρόεδρο «ὡς εἴθισται», τὸν ἄφησαν ἀπ’ ἔξω,
ἀφοῦ τοὺς ὑποσχέθηκε: «Κάθε πτυχὴ θὰ φέξω».
Στὸ κόλπο κάποιοι Ἕλληνες πολιτικοὶ καὶ ἄλλοι,
ποὺ ἔπεσαν σὰν ὕαινες στὴν μάσα τὴν μεγάλη.

Οἱ πρῶτοι μεριμνήσανε μὲ τ’ ἄρθρο ὀγδονταέξη
νὰ μὴ τοὺς κλείσης φυλακὴ ποὺ ὁ κ____ σου νὰ φέξη!
Ἀπ’ τὸν ΟΤΕ μᾶς «τίμησαν», κι οἱ ἐργατοπατέρες,
τῆς μάσας καὶ τοῦ ραχατιοῦ, οἱ πιὸ λαμπροὶ ἀστέρες.

Μὲ σύνθημα τὸ «ἅρπαξε καὶ κλέψε γιὰ νὰ ἔχης,
ὑπόγραψε καὶ ἅρπαχτα, βιλλάρα ἂν θὲς νὰ ἔχης».
Βλέπεις ἡ Ἑλλαδίτσα μας μὲ τὰ περίσσεια κάλλη,
εἶναι λιγάκι ἀκριβή, σὲ Σούνιο κι Ἑκάλη.

Τὰ σκάγια πῆραν καὶ ἐμέ, τὸν φουκαρᾶ μπατίρη,
στὴν Ζῆμενς ποὺ δὲν θά ‘κανα, ποτὲ τέτοιο χατήρι.
Ἐγὼ ποὺ πάντα πρέσβευα «εἰς πειρασμὸν οὐ πίπτης»,
κατηγορήθηκα ψευδῶς πὼς εἶμαι δωρολήπτης.

Δύο ἐφέτες χτύπησαν τὴν πόρτα μου μιὰ μέρα,
νὰ μάθουν πῶς ἀπέκτησα τῆς Ζῆμενς μιὰ ψηστιέρα.
Ἐπίμονα μὲ ρώτησαν καὶ γιὰ τὴν φρυγανιέρα,
κι ἂν τὴν ἀγόρασα, ἀπὸ ποῦ, ποιόν μῆνα καὶ ποιά μέρα.

«Στὸν Πειραιᾶ τὴν ψώνισα, δραχμὲς χίλιες καὶ κάτι,
κοιτάξτε τὴν ἀπόδειξη, ἐδῶ τὴν ἔχω. Νάτη!...»

27/1/09

Φθόριο-Μέσον προστασίας ἀπὸ τὴν τερηδόνα ἢ ἐλέγχου τῆς ἀνθρωπίνης συμπεριφορᾶς;

τοῦ Ἀγγέλου Κ. Βασιλειάδου

«Πὲς ἕνα ψέμμα ἀρκετὰ δυνατὰ καὶ γιὰ ἀρκετὸ διάστημα καὶ ὁ κόσμος θὰ τὸ πιστέψη»
Ἀδόλφος Χίτλερ


Εἰσαγωγή

Ὅλοι πιστεύουμε - ἢ μᾶλλον μᾶς ἔκαναν νὰ πιστέψουμε - ὅτι τὸ φθόριο (ἀγγλιστὶ fluoride, προφερόμενο φλουοράϊντ), τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ συστατικὸ τῆς ὀδοντόκρεμας, τῶν στοματικῶν διαλυμάτων κ.ἄ., προστατεύει ἀπὸ τὴν τερηδόνα καὶ ἐξασφαλίζει ὑγιῆ δόντια. Ὁ παραπάνω ἰσχυρισμὸς εἶναι ψευδὴς καὶ ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέρα ἐπιστημονικὴ ἀπάτη τοῦ 20οῦ αἰῶνος!

Ἱστορικὰ στοιχεῖα

Ἡ ἱστορία ξεκινᾷ τὸ 1924, ὅταν ἡ Ἰντερέσεν Γκεμάϊνσαφτ Φάρμπεν (I.G. Farben), μιὰ γερμανικὴ ἑταιρεία παραγωγῆς χημικῶν, ἄρχισε νὰ λαμβάνη δάνεια ἀπὸ Ἀμερικανοὺς τραπεζῖτες· ἔτσι ξεκίνησε ἡ δημιουργία τοῦ τεραστίου «καρτὲλ» τῆς I.G. Farben. Τὸ 1928, ὁ Χένρυ Φὸρντ καὶ ἡ Ἀμέρικαν Στάνταρντ Ὄϊλ τῆς δυναστείας Ροκφέλλερ συνεχώνευσαν τὰ περιουσιακά τους στοιχεῖα μὲ αὐτὰ τῆς I.G. Farben. Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1930 ὑπῆρχαν περισσότερες ἀπὸ 100 ἀμερικανικὲς ἐπιχειρήσεις, οἱ ὁποῖες εἶχαν θυγατρικὲς ἢ συνειργάζοντο μὲ ἄλλες ἑταιρεῖες στὴν Γερμανία. Τὸν ἔλεγχο τῶν περιουσιακῶν στοιχείων τῆς ἑταιρείας στὶς Η.Π.Α. εἶχε ἡ Ἀμέρικαν Ἄϊ Τζὴ Φάρμπεν (American I.G. Farben), στὸ διοικητικὸ συμβούλιο τῆς ὁποίας συμμετεῖχαν οἱ ἑξῆς: ὁ Ἔτζελ Φόρντ, πρόεδρος τῆς Φόρντ Μότορ Κόμπανυ, ὁ Τσὰρλς Μίτσελ, πρόεδρος τῆς Νάσιοναλ Σίτυ Μπὰνκ τοῦ Ροκφέλλερ στὴν Νέα Ὑόρκη, ὁ Γουῶλτερ Τήγκλ, πρόεδρος τῆς Στάνταρντ Ὄϊλ τῆς Νέας Ὑόρκης, ὁ Πὼλ Βάρμπουργκ, πρόεδρος τῆς Ὀμοσπονδιακῆς Τραπέζης Ἀποθεματικοῦ (Φέντεραλ Ρηζὲρβ Μπάνκ), ὁ ἀδελφός του Μὰξ Βάρμπουργκ, χρηματοδότης τῆς γερμανικῆς πλευρᾶς (!!!) στὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ὁ Χέρμαν Μέτς, διευθυντὴς τῆς Τραπέζης τοῦ Μανχάτταν, τὴν ὁποίαν ἤλεγχαν οἱ Βάρμπουργκ, καθὼς καὶ μιὰ σειρὰ ἄλλων μελῶν, τρία ἐκ τῶν ὁποίων εἶχαν δικασθῆ καὶ καταδικασθῆ ὡς ἐγκληματίες πολέμου, γιὰ ἐγκλήματα κατὰ τῆς ἀνθρωπότητος.
Τὸ 1939, ἡ ἀμερικανικὴ ἑταιρεία παραγωγῆς ἀλουμινίου (ALCOA), ὁ μεγαλύτερος τότε παραγωγὸς τοῦ τοξικοῦ φθοριούχου νατρίου παγκοσμίως, καὶ ἡ γνωστὴ χημικὴ βιομηχανία Ντάου (Dow Chemical Company) μετέφεραν τὴν τεχνογνωσία τους στὴν Γερμανία. Ἡ Κολγκέητ (Colgate), ἡ Κέλλογκ (Kellogg), ἡ Ντυπὸν (Dupont) καὶ πολλὲς ἄλλες ἑταιρεῖες συνῆψαν συμφωνίες συμπράξεως μὲ τὴν I.G. Farben, δημιουργῶντας ἔτσι ἕνα πανίσχυρο «λόμπυ», τὸ ὁποῖο κάλλιστα θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομασθῆ «ἡ μαφία τοῦ φθορίου».
Μετὰ τὸ τέλος τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ἡ Κυβέρνησις τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς, ἔστειλε τὸν Τσὰρλς Ἔλιοτ Πέρκινς, ἕναν ἐρευνητὴ τῆς χημείας, τῆς βιοχημείας, τῆς φυσιολογίας καὶ τῆς παθολογίας, προκειμένου νὰ ἀναλάβη τὴν διεύθυνσι τῆς I. G. Farben, στὴν Γερμανία.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς του ἐκεῖ, οἱ χημικοὶ τῆς ἑταιρείας τὸν ἐνημέρωσαν γιὰ κάποιο ἀπόρρητο πρόγραμμα, τὸ ὁποῖο εἶχαν ἀναπτύξει πρὸ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου, βάσει τοῦ ὁποίου ἡ ναζιστικὴ Γερμανία ἐπρόκειτο νὰ ἐλέγξη τὸν πληθυσμὸ μιᾶς δεδομένης περιοχῆς μέσῳ τῆς προσθήκης κάποιας χημικῆς οὐσίας στὸ πόσιμο νερό· πρωτεύοντα ρόλο σ’ αὐτὴν τὴν ὑπόθεσι ἐπρόκειτο νὰ παίξη τὸ φθοριοῦχο νάτριο.
Ἐπαναλαμβανόμενες ἀνεπαίσθητες δόσεις φθορίου (ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει ὅταν χρησιμοποιῆ κάποιος ὀδοντόκρεμα μὲ φθόριο), κάμπτουν σὺν τῷ χρόνῳ τὶς ἀντιστάσεις τοῦ ἀτόμου, δηλητηριάζοντας καὶ ναρκώνοντας σταδιακῶς μιὰ συγκεκριμένη περιοχὴ τοῦ ἐγκεφάλου, καθιστῶντας το ἔτσι παθητικὸ στὴν βούλησι αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νὰ τὸ ἐξουσιάσουν.
Οἱ Γερμανοὶ καὶ οἱ Ρῶσσοι προσέθεταν φθοριοῦχο νάτριο στὸ πόσιμο νερὸ τῶν αἰχμαλώτων πολέμου προκειμένου νὰ τοὺς καταστήσουν πειθηνίους καὶ ἀπαθεῖς.
Ὁ μῦθος ὅτι τὸ φθόριο προστατεύει ἀπὸ τὴν τερηδόνα ξεκίνησε στὶς Η.Π.Α. τὸ 1939, ὅταν ἕνας ἐπιστήμων ὀνόματι Τζέραλντ Κόξ, ὁ ὁποῖος ἐργαζόταν τότε γιὰ λογαριασμὸ τῆς ἀμερικανικῆς ἑταιρείας παραγωγῆς ἀλουμινίου (ALCOA), ἡ ὁποία παρήγαγε τὴν μεγαλυτέρα ποσότητα τοῦ τοξικοῦ ἀποβλήτου φθορίου παγκοσμίως, ἰσχυρίσθηκε ὅτι μετὰ ἀπὸ πειράματα σὲ ποντίκια κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ φθόριο προστατεύει ἀπὸ τὴν τερηδόνα καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ προστεθῆ στὸ πόσιμο νερὸ τοῦ ἔθνους.
Τὸ 1947, ὁ Ὄσκαρ Ἔγουινγκ, δικηγόρος τῆς ALCOA, ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ὑπηρεσίας Ὀμοσπονδιακῆς Ἀσφαλείας (Federal Security Agency), καὶ μέσῳ αὐτῆς τῆς θέσεως ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ὑπηρεσίας Δημοσίας Ὑγείας (Public Health Service). Τὰ ἑπὸμενα 3 χρόνια, 87 ἐπὶ πλέον ἀμερικανικὲς πόλεις ξεκίνησαν τὴν φθορίωσι τοῦ ποσίμου ὕδατος.
Ἡ ἀμερικανικὴ ἐκπαίδευσις καὶ ἔρευνα ἐχρηματοδοτοῦντο ἀπὸ τὶς βιομηχανίες παραγωγῆς ἀλουμινίου, λιπασμάτων καὶ κατασκευῆς ὅπλων, οἱ ὁποῖες ἀναζητοῦσαν μία διέξοδο ἀπὸ τὴν ὁλοένα αὐξανομένη παραγωγὴ τοῦ τοξικοῦ παραπροϊόντος φθορίου, ἀπολαμβάνοντας συγχρόνως αὔξησι τῶν κερδῶν τους. Ἡ «ἀνακάλυψις» ὅτι τὸ φθόριο συνεισέφερε θετικῶς στὴν στοματικὴ ὑγεία, ἐχρηματοδοτεῖτο ἀπὸ τὴν βιομηχανία, ἡ ὁποία εἶχε ἀνάγκη νὰ ἀμυνθῆ ἀπὸ ἀγωγὲς ἐργαζομένων καὶ κατοίκων περιοχῶν, ποὺ ἐδηλητηριάζοντο ἀπὸ τὸ παραγόμενο φθόριο, μετατρέποντας τὸ παθητικὸ σὲ κέρδος.
Τὸ φθόριο, ἕνα παραπροϊὸν στὴν ἁλυσίδα παραγωγῆς ἐκρηκτικῶν, λιπασμάτων, ἀλουμινίου, φαρμάκων, πυρηνικῆς ἐνεργείας κ. ἄ., ἔχει τεράστιο κόστος ἀσφαλοῦς διαθέσεως στὸ περιβάλλον, καὶ μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ἄρχισε νὰ προστίθεται στὸ πόσιμο νερὸ τῶν Η.Π.Α. ἐθεωρεῖτο ἕνα τοξικὸ καὶ ἐπικίνδυνο ἀπόβλητο.
Τὰ κέρδη τῶν βιομηχανικῶν κολοσσῶν καὶ τῶν φαρμακοβιομηχανιῶν, τὰ ὁποῖα ἀνέρχονται σὲ πολλὰ δισεκατομμύρια δολλάρια, εἶναι σὲ τέτοιο βαθμὸ ἐξηρτημένα ἀπὸ τὸ φθόριο, ὥστε κάθε διακοπὴ στηρίξεως ἐκ μέρους αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι προωθοῦν τὸ φθόριο, νὰ θεωρῆται οἰκονομικῶς ἀδύνατη, νομικῶς ἀδιανόητη καὶ ἐκ προοιμίου καταστροφικὴ γιὰ τὴν φήμη καὶ τὴν ἐπαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Σὲ μιὰ ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἐδημοσιεύθη στὸ περιοδικὸ «Φθορίωσις καὶ Ἀνομία» (τῆς Ἐπιτροπῆς Διανοητικῆς Ὑγείας καὶ Ἐθνικῆς Ἀσφαλείας), πρὸς τὸ Ἵδρυμα Διατροφικῶν Ἐρευνῶν Λῆ τοῦ Μιλγουώκη, τῆς πολιτείας Οὐϊσκόνσιν, μὲ ἡμερομηνία 2 Ὀκτωβρίου 1954, ὁ Τσὰρλς Ἔλιοτ Πέρκινς ἔγραφε:
«Οἱ φανατικοὶ ἰδεολόγοι, οἱ ὁποῖοι στηρίζουν τὴν φθορίωσι τοῦ ποσίμου νεροῦ σ’ αὐτὴν τὴν χώρα, ἰσχυρίζονται ὅτι σκοπός τους εἶναι νὰ μειώσουν τὴν ἐμφάνισι κρουσμάτων τερηδόνας σὲ παιδιά. Τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ὑφισταμένη ἐξάπλωσι τῆς τεχνητῆς φθοριώσεως τοῦ ποσίμου νεροῦ σ’ αὐτὴν τὴν χώρα φέρουν ἡ εὐλογοφάνεια αὐτῆς τῆς δικαιολογίας, ἡ εὐπιστία τοῦ κοινοῦ καὶ ἡ φιλαργυρία τῶν ἀνωτέρων δημοσίων ὑπαλλήλων.
Ἐν τούτοις – καὶ θέλω αὐτὸ νὰ καταστῆ πολὺ σαφὲς καὶ ξεκάθαρο - ἡ πραγματικὴ αἰτία, ἡ ὁποία κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν φθορίωσι τοῦ ὕδατος δὲν εἶναι ἡ προστασία τῶν παιδικῶν δοντιῶν. Ἐὰν αὐτὴ ἦταν ἡ πραγματικὴ αἰτία, ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτευχθῆ τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα, πολὺ εὐκολώτεροι, φθηνότεροι καὶ ἀρκετὰ ἀποτελεσματικώτεροι. Ὁ πραγματικὸς στόχος πίσω ἀπὸ τὴν φθορίωσι τοῦ νεροῦ, εἶναι νὰ κάμψη τὶς ἀντιστάσεις τῶν μαζῶν στὴν κυριαρχία, στὸν ἔλεγχο καὶ στὸν περιορισμὸ τῶν ἐλευθεριῶν.
Ὅταν οἱ Ναζί, ὑπὸ τὸν Χίτλερ, ἀπεφάσισαν νὰ εἰσβάλουν στὴν Πολωνία, τὸ γερμανικὸ γενικὸ ἐπιτελεῖο καθὼς καὶ τὸ ρωσσικὸ ἀντήλλαξαν ἐπιστημονικὲς καὶ στρατιωτικὲς ἰδέες, σχέδια καὶ προσωπικό, τὸ δὲ σχέδιο μαζικοῦ ἐλέγχου μέσῳ τῆς μολύνσεως τοῦ νεροῦ ἐχρησιμοποιήθη ἀπὸ τοὺς Ρώσσους κομμουνιστὲς διότι ἐξυπηρετοῦσε ἀπολύτως τὸ σχέδιό τους γιὰ τὴν ἐξάπλωσι τοῦ κομμουνισμοῦ.
Τὰ λέγω αὐτὰ μὲ ὅλη τὴν εὐσυνειδησία καὶ εἰλικρίνεια ἑνὸς ἐπιστήμονος, ὁ ὁποῖος ἀφιέρωσε 20 χρόνια ἐρεύνης στὴν χημεία, βιοχημεία, φυσιολογία καὶ παθολογία τοῦ φθορίου· κάθε ἄτομο, τὸ ὁποῖο πίνει τεχνητῶς φθοριωμένο νερὸ γιὰ μιὰ περίοδο ἑνὸς ἔτους καὶ πλέον, δὲν θὰ εἶναι ποτὲ ξανὰ τὸ ἴδιο ἄτομο, διανοητικῶς ἢ φυσικῶς.»


Τοξικὴ δρᾶσις

Τὰ καταστρεπτικά, τοξικὰ ἀποτελέσματα τοῦ φθορίου ἔχουν ἐπιβεβαιωθῆ ἀπὸ πολλοὺς σημαντικοὺς ὀργανισμούς.
Τὸ 1990, τὸ περιοδικὸ Ἰατρικῆς τῆς Νέας Ἀγγλίας (New England Journal of Medicine), ἀνέφερε ὅτι ἡ ἀντιμετώπισις, μὲ φθόριο, ἀσθενῶν, οἱ ὁποῖοι ἔπασχον ἀπὸ ὀστεοπόρωσι, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα συχνότερα περιστατικὰ καταγμάτων λεκάνης. Τὸ περιοδικὸ τῆς Ἀμερικανικῆς Ἰατρικῆς Ἑνώσεως (American Medical Association), κατὰ τὴν περίοδο 1990-1992, ἀνέφερε συχνοτέρα ἐμφάνισι καταγμάτων τῆς λεκάνης σὲ «φθοριωμένες» περιοχὲς τῶν Η.Π.Α. καὶ τῆς Βρεττανίας.
Τὸ 1990, τὸ κυβερνητικὸ Ἐθνικὸ Ἰνστιτοῦτο Ἐπιστημῶν Περιβάλλοντος καὶ Ὑγείας (National Institute of Environmental and Health Sciences) ἀπεφάνθη ὅτι τὸ φθόριο προκαλεῖ καρκῖνο.
Τὴν περίοδο 1987-1988, κάποιοι πρώην ὑπέρμαχοι τῆς φθοριώσεως κατέληξαν στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ φθορίωσις δὲν προστατεύει ἀπὸ τὴν τερηδόνα.
Ἐπιστήμονες τῆς Ὑπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος (Environmental Protection Agency) τῶν Η.Π.Α., μεταξὺ 1989 καὶ 1993, ἐναντιώθησαν στὴν φθορίωσι διότι ἀπέδειξαν ὅτι δὲν προστατεύει ἀπὸ τὴν τερηδόνα καὶ ὅτι ὑπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεῖα προκλήσεως καρκίνου.
Ἡ Ἀμερικανικὴ Χημικὴ Ἑταιρεία (American Chemical Society), ἐξέδωσε τὸ 1988 ἕνα δεκαεπτασέλιδο ἔντυπο, στὸ ὁποῖο ἀμφισβητοῦσε τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς φθοριώσεως.
Σὲ κάποια μικρὰ χωριὰ τῆς Σικελίας, τῆς Τουρκίας καὶ τῆς Ἰνδίας, τὸ πόσιμο νερὸ περιέχει ἐκ φύσεως φθόριο σὲ περιεκτικότητες 0.7 ἕως 5.4 ppm (parts per million ἢ μέρη ἀνὰ ἑκατομμύριο). Ἐκεῖ, οἱ κάτοικοι καὶ τὰ ζῶα τους πάσχουν ἀπὸ χρόνιες ἀσθένειες ἐν ἀντιθέσει μὲ γειτονικὰ χωριὰ τῶν ὁποίων τὸ νερὸ δὲν περιέχει φθόριο. Ἡ πρόωρη γήρανσις εἶναι γενικὸ σύμπτωμα. Τὰ παιδιὰ ἔχουν καστανόχρωμα, σηπόμενα δόντια· ἀρκετοὶ ἔφηβοι δὲν ἔχουν καθόλου δόντια. Πολλοὶ νέοι ἄνδρες εἶναι καμπουριασμένοι καὶ ἀνάπηροι καὶ ὑποφέρουν ἀπὸ πόνους στὶς ἀρθρώσεις. Τὸ δέρμα τους εἶναι ζαρωμένο καὶ ὁμοιάζουν μὲ ἑξηντάρηδες στὴν ἡλικία τῶν 30 καὶ 40 ἐτῶν. Ἐμφανίζουν πρόωρη ἀρτηριοσκλήρυνσι καὶ ἀνορεξία. Ὁ δείκτης θνησιγενῶν ἀποβολῶν στὸν τέταρτο μῆνα εἶναι ἐξαιρετικῶς ὑψηλός.
Ὑπάρχουν περιστατικὰ παιδιῶν, τὰ ὁποῖα πέθαναν στὴν ὀδοντιατρικὴ καρέκλα κατὰ τὴν διάρκεια φθοριώσεως! Στὶς Η.Π.Α., περιστατικὰ καστανοχρώμων, σηπομένων ὀδόντων εἶναι γνωστὰ ἀπὸ τὸ 1916. Πρόκειται γιὰ ἀσθένεια, ἡ ὁποία τὸ 1931 ὠνομάσθηκε «ὀδοντικὴ φθορίωσις» καὶ ὀφείλεται σὲ ὑπερβολικὴ δόσι φθορίου. Ἔχουν ἐπίσης ἀναφερθῆ ἀνωμαλίες τῶν ὀστῶν, ὅπως σκελετικὴ φθορίωσις, ὀστεοπόρωσις καὶ πόνοι τῶν ἀρθρώσεων. Στὴν πόλι Μπάρλετ τοῦ Τέξας, τὴν περίοδο 1943-1953, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ νερὸ περιεῖχε φθόριο 8 ppm, ὁ δείκτης θνησιμότητος ἦταν 3 φορὲς ὑψηλότερος ἀπὸ τὸ γειτονικὸ Κάμερον, ὅπου τὸ νερὸ περιεῖχε φθόριο σὲ περιεκτικότητα 0.4 ppm. Τὸ Ἀμερικανικὸ Κέντρο Ἐλέγχου Νοσημάτων καὶ τὸ Ἵδρυμα Ἀσφαλοῦς Ὕδατος (The Safe Water Foundation) ἐκτιμοῦν σὲ 30,000-50,000 τοὺς ἐπὶ πλέον θανάτους, σὲ ἐτησία βάσι, σὲ περιοχὲς μὲ περιεκτικότητα τοῦ νεροῦ σὲ φθόριο 1 ppm, ποὺ εἶναι καὶ ἡ συνήθης.
ΤΟ ΦΘΟΡΙΟ ΕΙΝΑΙ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ! Χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἐξολόθρευσι ποντικῶν, ἀρουραίων καὶ ὡς ἐντομοκτόνο. Ἡ ἔκδοσις τοῦ 1984, τῆς «Κλινικῆς Τοξικολογίας γιὰ Προϊόντα Ἐμπορίου», στὶς Η.Π.Α., κατατάσσει τὸ φθόριο ὡς τοξικώτερο τοῦ μολύβδου καὶ ἐλαφρῶς ἠπιώτερο τοῦ ἀρσενικοῦ. Μισὸ σωληνάριο ὀδοντόκρεμας μὲ φθόριο, εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ σκοτώση ἕνα παιδί! Ὑπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικὰ βρεφῶν καὶ παιδιῶν, τὰ ὁποῖα πέθαναν στὴν καρέκλα τοῦ ὀδοντιάτρου κατὰ τὴν διάρκεια φθοριώσεως ἢ κατόπιν λήψεως σκευασμάτων, τὰ ὁποῖα περιεῖχαν φθόριο!

Πηγὲς προσλήψεως φθορίου

Ὀδοντόκρεμες καὶ στοματικὰ διαλύματα μὲ φθόριο
Φθοριωμένο πόσιμο νερό (δὲν ἰσχύει γιὰ τὴν Ἑλλάδα)
Γάλα ἀπὸ σκόνη γιὰ βρέφη (ὅταν διαλύεται σὲ φθοριωμένο νερό)
Ἐπεξεργασμένα δημητριακά* (προσοχὴ στὴν χώρα προελεύσεως!)
Χυμοί* (προσοχὴ στὴν χώρα προελεύσεως!)
Ἀναψυκτικά* (προσοχὴ στὴν χώρα προελεύσεως!)
Τσάϊ (ὅταν παρασκευάζεται μὲ φθοριωμένο νερό)
Κρασί* (προσοχὴ στὴν χώρα προελεύσεως!)
Μπύρα* (προσοχὴ στὴν χώρα προελεύσεως!)
Κοτόπουλο τοῦ ὁποίου τὰ κόκκαλα ἔχουν ὑποστῆ μηχανικὴ ἀφαίρεσι
Ψάρια* (ἀναλόγως προελεύσεως, ἐπεξεργασίας καὶ συσκευασίας)
Ἀντικολλητικὰ μαγειρικὰ σκεύη, ὅπως Tefal κ.λπ. (νὰ ἀποφεύγωνται!)
Φθοριωμένο ἁλάτι*
Ἀναισθητικά (Enflurane, Isoflurane, Sevoflurane)
Τσιγάρα

* τὰ ἑλληνικὰ προϊόντα δὲν περιέχουν φθόριο. Ἐπιλέγοντάς τα βοηθᾶτε τὴν ὑγεία σας καὶ τὴν ἐθνικὴ οἰκονομία!

Ἐπίλογος

Τὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα παρουσιάστηκαν στὴν παροῦσα μελέτη, συνιστοῦν προϊὸν δεκαετοῦς ἐνδελεχοῦς ἐρεύνης πάνω στὸ συγκεκριμένο θέμα καὶ καθιστοῦν ὁλοφάνερη τὴν ἀπίστευτη συνωμοσία, ἡ ὁποία κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν προώθησι τοῦ φθορίου. Ὁ μῦθος, ὁ ὁποῖος θέλει τὸ φθόριο νὰ προστατεύη ἀπὸ τὴν τερηδόνα καταρρίπτεται.
Οἱ ὀδοντίατροι, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι τὸ φθόριο συντελεῖ στὴν καλὴ στοματικὴ ὑγεία, εἴτε ἀγνοοῦν τὰ πραγματικὰ γεγονότα εἴτε ἀποκρύπτουν τὴν ἀλήθεια, φυσικὰ μὲ τὸ ἀζημίωτο. Γεγονὸς εἶναι ὅτι καὶ στὶς δύο περιπτώσεις δὲν ὑπηρετοῦν τὸ κοινὸ συμφέρον. Ἡ καθ’ οἱανδήποτε μορφὴν κατανάλωσις φθορίου, μόνον ἀρνητικὲς συνέπειες ἔχει γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὑγεία, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ πρέπη νὰ ἀποφεύγεται. Ἀποφεύγετε τὴν χρήση ὀδοντόκρεμας μὲ φθόριο καὶ χρησιμοποιῆτε κάποια, ἡ ὁποία δὲν περιέχει φθόριο. Κάνετε τὸ ἴδιο στὴν περίπτωσι ποὺ χρησιμοποιεῖτε στοματικὸ διάλυμα, τὸ ὁποῖο εἴτε περιέχει προστεθειμένο φθόριο εἴτε παρασκευάζεται σὲ χώρα μὲ φθοριωμένο πόσιμο νερό. Ὀδοντόκρεμες καὶ στοματικὰ διαλύματα χωρὶς φθόριο (fluoride-free) πωλοῦνται στὰ φαρμακεῖα καὶ στὰ καταστήματα βιολογικῶν προϊόντων.
Φίλες καὶ φίλοι, ὁ Ἑλληνισμὸς διανύει μία ἀπὸ τὶς κρισιμώτερες καμπὲς τῆς ἱστορίας του. Οἱ ἐπιθέσεις, τὶς ὁποῖες δέχεται σὲ ὅλα τὰ μέτωπα (ὀρθοδοξία, ἱστορία, γλῶσσα, οἰκογένεια, παραδόσεις, ἀξίες, φρόνημα, ἤθη καὶ ἔθιμα) εἶναι ἀναίμακτες, γι’ αὐτὸ καὶ δυσκόλως γίνονται ἀντιληπτές. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία, οἱ ἐχθροί μας πολιορκοῦν τὸ πνεῦμα μας· καὶ ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἂν ἁλωθῆ τὸ πνεῦμα, τὸ τέλος δὲν ἀργεῖ νὰ ἔλθη. Ἂς ἀντισταθοῦμε λοιπὸν ὅσο ὑπάρχει ἀκόμη καιρός!

Βιβλιογραφία

1. Arnala I, et al. (1985). Effects of fluoride on bone in Finland. Histomorphometry of cadaver bone from low and high fluoride areas. Acta Orthopaedica Scandinavica 56(2):161-6.
2. Athanassouli I, et al. (1994). Dental caries changes between 1982 and 1991 in children aged 6-12 in Athens, Greece. Caries Research 28(5):378-82.
3. Azar HA, et al. (1961). Skeletal fluorosis due to chronic fluoride intoxication.
4. Bhatnagar M, et al. (2006). Biochemical changes in brain and other tissues of young adult female mice from fluoride in their drinking water.
5. Burgstahler AW. (1975). Editorial Review: Fluoride and Down's Syndrome (Mongolism). Fluoride 8: 1-11, 120.
6. Colquhoun J. (1997). Why I changed my mind about Fluoridation. Perspectives in Biology and Medicine. 41:29-44.
7. Czerwinski E, et al. (1988). Bone and joint pathology in fluoride-exposed workers. Archives of Environmental Health 43(5):340-3.
8. Fein NJ, Cerklewski FL. (2001). Fluoride content of foods made with mechanically separated chicken. Journal of Agricultural Food Chemistry 49(9):4284-6.
9. Freni SC. (1994). Exposure to high fluoride concentrations in drinking water is associated with decreased birth rates. Journal of Toxicology and Environmental Health 42:109-121.
10. Gibson S. (1992). Effects of fluoride on immune system function. Complementary Medical Research 6: 111-113.
11. Gilbaugh JH, Thompson GJ. (1966). Fluoride osteosclerosis simulating carcinoma of the prostate with widespread bony metastasis: a case report. Journal of Urology 96: 944-946.
12. Gottlieb LS, Trey C. (1974). The effects of fluorinated anesthetics on the liver and kidneys. Annual Review of Medicine 25: 411-429.
13. Grandjean P, et al. (1992). Cancer incidence and mortality in workers exposed to fluoride. Journal of the National Cancer Institute 84(24):1903-9.
14. Heilman JR, et al. (1999). Assessing fluoride levels of carbonated soft drinks. Journal of the American Dental Association 130(11):1593-9.
15. Jacobsen SJ, et al. (1992). The association between water fluoridation and hip fracture among white women and men aged 65 years and older; a national ecologic study. Annals of Epidemiology 2: 617-626.
16. Jankauskas J. (1974). Effects of fluoride on the kidney: A review. Fluoride 7: 93-105.
17. Lindsay R. (1990). Fluoride and Bone - Quantity Versus Quality. Editorial. New England Journal of Medicine 322: 845-846.
18. Moolenburgh Hans, Fluoride: The Freedom Fight, Mainstream Publishing Company, Edinburgh, 1987
19. National Research Council. (1971). Effects of Fluoride on Human Health: Nervous System. In: Fluorides. Committee on Biological Effects of Atmospheric Pollutants. National Academy of Sciences. Washington, D.C.
20. National Research Council. (1993). Effects of ingested fluoride on renal, gastrointestinal, and immune systems. In: Health Effects of Ingested Fluoride. Report of the Subcommittee on Health Effects of Ingested Fluoride. National Academy Press, Washington, DC.
21. National Research Council (1993). Health Effects of Ingested Fluoride. National Academy Press, Washington DC. See page 30.
22. Roholm K. (1937). Fluoride intoxication: a clinical-hygienic study with a review of the literature and some experimental investigations. H.K. Lewis Ltd, London.
23. Shashi A. (1992). Studies on alterations in brain lipid metabolism following experimental fluorosis.
24. Singh PP, Barjatiya MK, Dhing S, Bhatnagar R, et al. (2001). Evidence suggesting that high intake of fluoride provokes nephrolithiasis in tribal populations. Urological Research 29(4): 238-44.
25. Sutton P. (1996). The Greatest Fraud: Fluoridation. A Factual Book. Kurunda Pty, Ltd, PO Box 22, Lorne, Australia 3232.
26. Waldbott GL. (1958). Allergic reactions from fluorides. International Archives of Allergy 12: 347-355.
27. Xiong X, et al. (2006). Dose-effect relationship between drinking water fluoride levels and damage to liver and kidney functions in children. Environmental Research Jul 8.
28. Yang CY, et al. (2000). Fluoride in drinking water and cancer mortality in Taiwan. Environmental Research 82:189-93.
29. Yiamouyiannis John. Fluoride, The Aging Factor. Health Action Press, 1993.
30. Zeiger E, et al. (1993). Genetic toxicity of fluoride.Environmental Molecular Mutagenesis 21(4):309-18.
31. Zhang Y, et al. (2006). DNA damage induced by fluoride in rat osteoblasts. Fluoride 39:191-194.

Τὰ τραγούδια τοῦ δασκάλου

τῆς Φανῆς Μήτσου - Θεοδωρίδου*

Ἦρθε στὴν νέα του θέσι ὁ κύριος ἐπιθεωρητὴς κι εἶπε ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνη σωστὰ τὴν δουλειά του. Ἤξερε, πὼς ὅλα τὰ σχολεῖα τοῦ Πωγωνίου τὸν περίμεναν. Ἄρχισε ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ν’ ἀνεβαίνη κορφές, νὰ κατεβαίνη ράχες, νὰ περνᾷ ρεματιές, νὰ προσπερνᾷ κακοτοπιὲς καὶ νὰ πηγαίνη παντοῦ. Στὸν δάσκαλο μὲ τὸ ἕνα παιδί, στὸν ἄλλον μὲ τὰ τρία, μὲ τὰ πέντε, μὲ τὰ ἕξι, μὲ τὰ δώδεκα. Πῆγε στὸ Βασιλικό, στὴν Ρουψιά, στὸ Μολυβδοσκέπαστο, στὸ Δολό, σὲ ὅλα. Κι ὅταν κάθισε καὶ μέτρησε τὰ χαρτιά του, ἔβλεπε, πὼς κάτι τοῦ ξέφυγε, κάτι τοῦ ἔλειπε. Κοίταξε-ξανακοίταξε καὶ τὸ βρῆκε. Νὰ καλέ, στὴν Ράχη δὲν πῆγε. Φώναξε τὸν βοηθό του.
- Δημήτρη! Αὔριο φεύγω γιὰ τὴν Ράχη. Θὰ λείψω ὅλη τὴν ἡμέρα. Ὅπως βλέπω στὸν χάρτη πέφτει λίγο μακριά.
Ἔσκασε στὰ γέλια ὁ Δημήτρης. Ἄκου καλέ, θὰ πάη καὶ θὰ γυρίση τὴν ἴδια μέρα ἀπὸ τὴν Ράχη.
- Ἄχ, κύριε ἐπιθεωρητά μου, ξέρεις ποῦ βρίσκεται ἡ Ράχη; Ξέρεις πόσες κορφές, πόσες βουνοπλαγιές, πόσες χαράδρες θὲ νὰ περάσης, γιὰ νὰ βρεθῆς στὴν Ράχη; Ἂν δὲν μυρίση Ἄνοιξη, μὴ τὸ τολμήσης.
- Μὰ τί λὲς Δημήτρη; Θὰ ἀφήσω τὸ σχολεῖο, τὰ παιδιά, τὸν δάσκαλο ἕναν χειμῶνα χωρὶς ἐπίσκεψι; Κι ἂν κάτι χρειάζωνται; Μονάχα πές μου, πῶς θὰ πάω, μὲ τί μέσο.
- Σᾶς προειδοποιῶ εἶναι δίπλα, σύρριζα στὰ Ἀλβανικὰ τὰ σύνορα. Ἂς ἔρθη ἡ Ἄνοιξη καὶ μαζὶ θὰ πᾶμε. Τώρα μονάχα μὲ τὸ μουλάρι τοῦ παπᾶ μπορεῖς νὰ πᾶς. Ἂν σᾶς τὸ δώση γιὰ τόσες μέρες. Μονάχα ὁ παπᾶς ἔχει τόσο γερὸ μουλάρι. Βλέπεις, νύχτα καὶ μέρα, χειμῶνα καλοκαίρι, πρέπει νὰ προλάβη τόσα χωριά. Ἄσε τὰ ἀπρόοπτα, ἂν κάποιοι τὸν ζητήσουν. Θὰ σοῦ τὸ δώση ὅμως;
Ἔδωσε ὁ παπᾶς τὸ μουλάρι στὸν κύριο ἐπιθεωρητή, πῆρε στὰ χέρια του τὸν χάρτη καὶ ξεκίνησε. Ρώτησε, ξαναρώτησε καὶ κάποιο πρωῒ ἔφθασε στὸ χωριό, στὴν Ράχη. Τὸν πρῶτο χωρικό, ποὺ βρῆκε, τὸν ρώτησε κατὰ ποῦ πέφτει τὸ σχολεῖο.
- Ξενομερίτης θὰ εἶσαι, τοῦ εἶπε αὐτός. Γιατί, ὅλοι σὲ τοῦτα τὰ μέρη, σὲ τοῦτα τὰ χωριά, ξέρουμε, πὼς τὰ σχολειὰ εἶναι χτισμένα δίπλα στὶς Ἐκκλησιές. Ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Πατρο-Κοσμᾶ μέχρι τὰ σήμερα, οἱ Ἐκκλησίες δίνουν οἰκόπεδα γιὰ νὰ χτιστοῦν σχολειά. Τἄχα δὲν τό ‘χεις ἀκουστά; Ὅπου καμπαναριό, ἐκεῖ καὶ τὸ σχολειό. Κατάλαβες ποῦ θὰ τὸ βρῆς;
Ὁ ἐπιθεωρητὴς κατάλαβε κι ἔσκυψε τὸ κεφάλι. Πῆρε, λοιπόν, τὸ καλντερίμι κι ἔφθασε στὸ σχολεῖο. Μὰ τὸ βρῆκε κλειστό. Οὔτε δάσκαλος οὔτε παιδιά. Λὲς νὰ μπέρδεψε τὶς μέρες; Ὄχι! Οὔτε γιορτὴ οὔτε Κυριακὴ ἔχουμε σήμερα. Νὰ κάνη τόσον δρόμο καὶ νὰ μὴ βρῆ κανέναν. Ρώτησε μερικούς. Κανεὶς δὲν ἤξερε νὰ τὸν πληροφορήση γιὰ δάσκαλο καὶ γιὰ παιδιά. Δὲν τὸν χωροῦσε ὁ τόπος. Εἶπε νὰ ξαποστάση λίγο καὶ νὰ σκεφθῆ τὸν γυρισμό. Δὲν πρόλαβε. Ἀπὸ μακρυὰ ἀκούστηκαν τραγούδια, φωνές, γέλια καὶ ἡ σφυρίχτρα τοῦ δασκάλου. Κάτι τοῦ εἴπανε οἱ χωρικοὶ κι ὁ δάσκαλος τρεχᾶτος φθάνει στὸ σχολεῖο.
Ἄλαλος ἀντικρύζει τὸν προϊστάμενό του. Κατάλαβε ποιός ἤτανε καὶ πόσο ζύγιζε αὐτὸ γιὰ κεῖνον. Μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα, μὲ πικραμένη γλῶσσα ἀρχίζει τὴν ἀπολογία.
- Μὰ πάλι τὴν ἔπαθα, πάλι τὴν ἴδια μέρα, πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο, ἦρθε κι ὁ ἄλλος καὶ δὲν μὲ βρῆκε καὶ τό ‘γραψε στὰ χαρτιά του. Τί νὰ σοῦ πῶ κύριε προϊστάμενε! Τί νὰ ὁμολογήσω. Ἄτυχος εἶμαι, δύσμοιρος. Αὐτὸ νὰ τὸ πιστέψης. Ἂχ ἡ ψυχή μου, αὐτὴ ἡ ψυχή μου, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνη πίσω.
- Στάσου, δάσκαλέ μου. Πές μου, ποῦ ἤσουνα; Ποῦ τὰ πῆγες τὰ παιδιά; Τὶ εἶναι σήμερα κι ἔκλεισες τὸ σχολεῖο; Πᾶμε μέσα νὰ τὰ ποῦμε ἥσυχα. Σχόλασε τὰ παιδιά. Κοντεύει νὰ βραδυάση.
Πήγανε μέσα, καθίσανε δίπλα στὴν σόμπα. Καὶ τοῦ δασκάλου καὶ τοῦ ἐπιθεωρητῆ τὰ πόδια ἔπρεπε νὰ στεγνώσουν. Ὁ δάσκαλος πῆρε βαθειὰ ἀνάσα κι ἄρχισε:
- Ξέρεις, καμμιὰ φορὰ μὲ πιάνει τὸ μεράκι. Μὲ πιάνει ἡ λαχτάρα νὰ τραγουδήσω. Νὰ τραγουδήσω Ἑλληνικά, γιὰ κείνους κεῖ, τοὺς σκλάβους πατριῶτες, ποὺ βρίσκονται μέσα στὴν ζούγκλα τῶν Ἀλβανῶν, μέσα στὴν Βόρειο Ἤπειρο. Ἔτσι καὶ σήμερα, πῆρα τὰ ἐννιὰ παιδιά μου καὶ ξεκινήσαμε γιὰ τὴν ραχούλα τοῦ Ἅη-Λιᾶ. Ἀκριβῶς ἐκεῖ, μέσα ἀπὸ τὰ σύρματα εἶναι ἕνα σχολεῖο. Πῆρα πληροφορίες, πὼς πᾶνε σ’ αὐτὸ πολλὰ Ἑλληνόπουλα. Πιάνουμε, ποὺ λέτε, τὴν πλαγιὰ κι ἀρχίζουμε τὸ τραγούδι. Τὸ Ἑλληνικό, τὸ κλέφτικο, τὸ Ἠπειρώτικο. Ἔχουμε καὶ τὸν Δῆμο, ποὺ παίζει στὴν φλογέρα του κάθε σκοπὸ Ἑλληνικό, κρατᾷ ἀπὸ τὸν παπποῦ του. Βάζω, λοιπόν, τὰ παιδιὰ καὶ τραγουδοῦν δυνατά, πολὺ δυνατά, μ’ ὅλη τους τὴν καρδιά, ὅσα τραγούδια τῆς Πατρίδας ξέρουν. Καὶ θά ‘μαθες, ἀλήθεια, πῶς τραγουδοῦν οἱ Ἠπειρῶτες.
Μόλις μᾶς βλέπουν τὰ σκλαβόπουλα μὲ χιόνι, μὲ βροχή, στέκονται ἀκίνητα ν’ ἀκολουθήσουν τὸ τραγούδι μας. Καὶ γὼ κάνω τοῦτες τὶς σκέψεις:
Ἂν τὰ σύρματα, ποὺ εἶναι μπροστά μου, ἤτανε βολετὸ νὰ μπαίνανε πενῆντα μέτρα παρὰ πέρα, τοῦτα τὰ κακόμοιρα δὲν θά ‘ταν μαθητές μου; Δὲν θά ‘μουν δάσκαλός τους; Δὲν θά ’χαν κάποιο μερδικὸ στὶς ὧρες τῆς διδαχῆς μου; Μιὰ μέρα στὶς δεκαπέντε, στὶς εἴκοσι νὰ μὴν τοὺς τὴν χαρίζω; Καὶ πιὸ πολὺ ἡ σημερινή, 17 Φλεβάρη, ποὺ ψήφισαν τότε τὸ 1914 τὴν Αὐτονόμησή τους! Ἂχ νὰ τὰ βλέπατε σήμερα, πῶς χτυπούσανε παλαμάκια, πῶς τρέχανε δάκρυα τὰ γλυκά τους ματάκια. Ἀκοῦνε τὴν γλῶσσα τους, ἀκοῦνε τοὺς σκοποὺς τῆς φυλῆς τους. Ἂχ τὰ δόλια, τί ξῦλο τρῶνε ἀπὸ τὸν δάσκαλό τους! Μὰ ἐκεῖνα ἐκεῖ, σὰν τὰ ριζωμένα δέντρα, ἀσάλευτα περιμένουν, νὰ ἀκούσουν ὡς τὸ τέλος ὅλα τὰ τραγούδια καὶ τὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο. Νὰ τὸν λένε μαζί μας, καθαρά, δυνατὰ καὶ τὰ χαστούκια τῶν δασκάλων νὰ πέφτουν βροχή. Τί λές, καλέ μου, μπορῶ νὰ σταματήσω νὰ στέλνω τοῦτο τὸ μήνυμα; Τοῦτο τὸ μεγάλο μήνυμα, πὼς κάποιοι νοιάζονται γι’ αὐτοὺς τοὺς σκλάβους; Καὶ ξέρεις, δυὸ φορὲς κάνουμε τὴν Ἐθνικὴ γιορτή. Μιὰ στὸ Ἡρῶο τοῦ χωριοῦ καὶ μιὰ στὴν ραχούλα τοῦ Ἅη-Λιᾶ.
Ὁ κύριος Ἐπιθεωρητὴς δὲν ἄντεξε ἄλλο. Σηκώθηκε κι ἔσφιξε στὴν ἀγκαλιά του τὸν δάσκαλο.
- Δάσκαλέ μου! Λεβέντη, δάσκαλέ μου. Ξεχασμένε ἥρωα, στὴν μακρυνὴ αὐτὴ γωνιά. Γιὰ σένα ἔγραψε, πὼς δὲν σὲ βρῆκε στὸ καθῆκον ὁ ἄλλος;
Ἄφησαν κι οἱ δυὸ τὰ δάκρυά τους ποτάμια νὰ κυλήσουν. Χαλάλι ὁ κόπος του νὰ φθάση ὡς ἐδῶ. Τόση συγκίνησι, τόση περηφάνεια, ὄχι δὲν ἔνοιωσε ὡς τώρα, γιὰ κανέναν δάσκαλο.
Ἔκλαψαν ὥρα πολλή. Καὶ σὰν ἀπόσωσαν τὸ κλάμα γιὰ τὴν χαμένη Ἤπειρο, εἶπαν νὰ βάλουν μιὰ βουκιὰ ψωμὶ στὸ στόμα.
-Θἄλεγα νά ‘ρθης στὸ σπιτικό μου, κύριε προϊστάμενε, μὰ ντρέπομαι, γιατὶ εἶναι φτωχικό.
- Θὰ εἶναι τιμὴ γιὰ μένα νά ‘ρθω στὸ σπίτι σου. Μὰ ἄκου, συνάδελφοι εἴμαστε, τ’ ἀκοῦς;
Καθαρό, πεντακάθαρο τὸ σπίτι τοῦ δασκάλου. Κι’ ἦρθαν ἀμέσως στὴν σκέψι του, ὄλες ἐκεῖνες οἱ αἰτήσεις, ποὺ ἀντιμετώπιζε στὸ Γραφεῖο του, γιὰ μεταθέσεις, γιὰ καλοπέρασι, γιὰ ἀτέλειωτες ἄδειες, γιὰ χίλια παράπονα. Καὶ βρῆκε ἐδῶ, στὰ Ἀλβανικὰ τὰ σύνορα, αὐτὸ τὸ παλληκάρι νὰ μὴ νοιάζεται γιὰ τίποτα, παρὰ τὸ πῶς θὰ φέρη στὰ σκλαβόπουλα τὸ Ἑλληνικὸ τραγούδι. Μήτε μετάθεσι, μήτε προνόμια ζήτησε ποτέ, ἀπὸ κανέναν. Μείνανε ἀργά, μέχρι τὰ ξημερώματα νὰ λένε καὶ νὰ λένε, πάνω στὰ καθαρά, μάλλινα στρωσίδια. Ὁ δάσκαλος, ὁ ξεχασμένος βρῆκε κάποιον, ποὺ τὸν ἄκουγε μ’ ἀδελφικὴ συμπόνοια. Βρῆκε κάποιον ν’ ἀνοίξη τὴν ψυχή του.
-Ξέρεις, συνάδελφε, ὅπως ζητᾶς νὰ σ’ ὀνομάζω, εἶχα μεγάλα ὄνειρα καὶ τὸ μυαλό μου ἔκοβε, ὅπως μοῦ λέγανε στὰ Γιάννενα. Μὰ ἐδῶ στὴν Ράχη, ἔνοιωσα ταγὸς τοῦ γένους καὶ τῆς φυλῆς. Μ’ ὅλη τὴν δόξα καὶ τὴν ἱεραρχία τοῦ κλάδου δὲν ἀλλάζω τὰ τραγούδια στὸν Ἅη-Λιᾶ. Εἶμαι ἡ φωνὴ τῆς Ἑλλάδας στοὺς σκλαβωμένους. Δὲν θὰ μπορέσω νὰ ζήσω ἀλλοῦ, χωρὶς νὰ τραγουδῶ γιὰ τὰ σκλαβόπουλα.
- Δάσκαλε, ἀϊτὲ τῆς Ἠπείρου, φλογέρα τοῦ Κρυστάλλη, λεβέντη τῆς φυλῆς, τραγούδα, τραγούδα δυνατὰ καὶ σὺ καὶ τὰ παιδιά σου. Τραγούδα, γιὰ τοὺς σκλάβους, γιὰ τοὺς δύστυχους. Σκόρπα σ’ αὐτοὺς παλμὸ ἀπὸ τὸν παλμό σου, κουράγιο ἀπ’ τὸ κουράγιο σου, ψυχὴ ἀπ’ τὴν ψυχή σου. Τραγούδα, δάσκαλε.
Αὔριο δὲν θά ‘ρθω στὸ μάθημα. Δὲν μπορῶ νὰ κατεβῶ ἀπ’ τὰ ὕψη ποὺ μ’ ἀνέβασες. Μὰ σ’ ἕνα μῆνα θὰ ξανάρθω. Τότε θὰ μείνω ὅλες τις ὧρες μαζί σου στὸ σχολεῖο. Καὶ ξέρω ἐγὼ τὶ θὰ γράψω στὰ χαρτιά μου. Κι’ ὅταν τελειώσουμε, θὰ πάρουμε, θὰ πάρουμε τὰ παιδιὰ καὶ τὸν Δῆμο μὲ τὴν φλογέρα καὶ θὰ πᾶμε μαζὶ στὴν ραχούλα τοῦ Ἅη-Λιᾶ. Ξέρεις, ἔχω κι ἐγὼ δυνατὴ φωνή, δάσκαλε. Θὰ πᾶμε νὰ τραγουδήσουμε τραγούδια, νὰ τ’ ἀκούσουν οἱ σκλάβοι.
- Θὰ περιμένω. Ὅλοι θὰ περιμένουμε. Ὅλοι μαζὶ θὰ πᾶμε. Θὰ πάρουμε καὶ ὄργανα, βιολιά, νταούλια.
Πῆρε τὸν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ ὁ ἐπιθεωρητής. Ἀπὸ τότε, κάθε φορά, ποὺ διηγεῖται τὴν ἱστορία μὲ τὰ τραγούδια τοῦ δασκάλου τῆς Ράχης, μέχρι τὰ σήμερα ὁ ἐπιθεωρητής, ὁ Παναγιώτης ὁ Σαργιάννος, τὰ μάτια του βουρκώνουν καὶ τρέχουν ποτάμι τὰ δάκρυα.
Καὶ ’γώ, ἡ δόλια, τ’ ἄκουσα μὲ τ’ αὐτιά μου.

*Ἀπὸ τὸ βιβλίο της «Ἀναμνήσεις καὶ βιώματα»