24/2/10

Τὸ ἄλλο της μάτι...

Ἡ μητέρα του εἶχε μόνο ἕνα μάτι...
Ντρεπόταν γι' αὐτὴν κι ὧρες-ὧρες τὴν μισοῦσε.
Ἡ δουλειά της ἦταν μαγείρισσα στὴν φοιτητικὴ λέσχη. Μαγείρευε γιὰ τοὺς φοιτητὲς καὶ τοὺς καθηγητὲς γιὰ νὰ βγάζη τὰ ἔξοδά τους.
Δὲν ἤθελε νὰ τοῦ μιλάη γιὰ νὰ μὴ μαθαίνουν ὅτι εἶναι παιδὶ μίας μητέρας μὲ ...ἕνα μάτι! Οἱ φοιτήτριες ἔφευγαν γρήγορα, ὅποτε τὴν ἔβλεπαν νὰ βγαίνη γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν κουζίνα κι ἔλεγαν πὼς δὲν ἄντεχαν τὸ θέαμα καὶ πὼς τοὺς προκαλοῦσε ἀνυπόφορη ἀνατριχίλα...
Μὰ ἀπὸ μικρὸς εἶχε πρόβλημα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς μητέρας του.
Μιὰ μέρα, ὅταν ἀκόμη πήγαινε στὸ δημοτικό, πέρασε ἡ μητέρα του στὸ διάλειμμα γιὰ νὰ τοῦ πῆ ἕνα γειά.
Ἔνοιωσε πολὺ στενοχωρημένος. «Πῶς μπόρεσε νὰ μοῦ τὸ κάνη αὐτό;», ἀναρωτιόταν...
Τὴν ἀγνόησε, τῆς ἔρριξε μόνο ἕνα μισητὸ βλέμμα κι ἔτρεξε.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα, ἕνας ἀπὸ τοὺς συμμαθητές του τοῦ φώναξε: «Ἔεεε, ἡ μητέρα σου ἔχει μόνο ἕνα μάτι...»
Ἤθελε νὰ πεθάνη, νὰ ἐξαφανισθῆ.
Ὅταν γύρισε στὸ σπίτι, τῆς εἶπε: «Ἂν εἶναι ὅλοι νὰ γελᾶνε μαζί μου ἐξ' αἰτίας σου, τότε καλύτερα νὰ πεθάνης!»
Αὐτὴ δὲν τοῦ ἀπήντησε...
«Δὲν μὲ νοιάζει τί εἶπα ἢ τί αἰσθάνθηκε, διότι ἤμουν πολὺ νευριασμένος», ἔλεγε ἀργότερα σ' ἕνα φίλο του.
«Ἤθελα νὰ φύγω ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σπίτι καὶ νὰ μὴν ἔχω καμμία σχέσι μαζί της. Ἔτσι, διάβασα πάρα πολὺ σκληρά, μὲ σκοπὸ νὰ φύγω μιὰ μέρα μακρυὰ γιὰ σπουδὲς καὶ τὰ κατάφερα, μὰ ἦλθε κι ἔπιασε αὐτὴν τὴν δουλειὰ στὴν λέσχη γιὰ νὰ μὲ βοηθάη...
Δὲν μποροῦσε νὰ πάη πουθενὰ ἀλλοῦ;»
Ἀργότερα νυμφεύθηκε. Ἀγόρασε ἕνα δικό του σπίτι. Ἔκανε δικά του παιδιὰ κι ἦταν εὐχαριστημένος μὲ τὴν ζωή του, τὰ παιδιά του, τὴν γυναῖκα του καὶ τὴν δουλειά του.
Μιὰ μέρα -μετὰ ἀπὸ χρόνια ἀπουσίας, ὅπως ὁ ἴδιος τῆς ζήτησε- ἡ μητέρα του πῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφθῆ. Δὲν εἶχε δῆ ποτὲ ἀπὸ κοντὰ τὰ ἐγγόνια της. Μόλις ἐμφανίσθηκε στὴν πόρτα, τὰ παιδιά του ἄρχισαν νὰ γελοῦν. Θύμωσε, ἐπειδὴ εἶχε πάει χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήση καὶ χωρὶς νὰ τὸν προειδοποιήση.
Τότε τῆς φώναξε: «Πῶς τολμᾶς νὰ ἔρχεσαι ξαφνικὰ στὸ σπίτι μου καὶ νὰ τρομάζης τὰ παιδιά μου; Βγὲς ἔξω! Φύγε!»
Ἡ μητέρα του ἀπήντησε γαλήνια: «Ἄ, πόσο λυπᾶμαι, κύριε! Μᾶλλον μοῦ ἔδωσαν λάθος διεύθυνσι!» κι ἐξαφανίσθηκε, χωρὶς νὰ καταλάβουν τὰ μικρὰ πὼς εἶναι γιαγιά τους...
Πέρασαν χρόνια καὶ μιὰ μέρα βρῆκε στὸ γραμματοκιβώτιο τοῦ σπιτιοῦ του μία ἐπιστολὴ γιὰ τὴν σχολικὴ συγκέντρωσι τῆς τάξεώς του ἀπὸ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο, ποὺ θὰ γινόταν στὴν πόλι ποὺ γεννήθηκε...
Εἶπε ψέμματα στὴν γυναῖκα του, ὅτι θὰ ἔκανε ἕνα ἐπαγγελματικὸ ταξείδι καὶ πῆγε.
Ὅταν τελείωσε ἡ συγκέντρωσις τῶν συμμαθητῶν, πῆγε στὸ σπίτι ὅπου μεγάλωσε, ἀπὸ περιέργεια...
Οἱ γείτονες τοῦ εἶπαν ὅτι ἡ μητέρα του εἶχε πεθάνει προσφάτως.
Δὲν ἔβγαλε οὒτε ἕνα δάκρυ.
Τοῦ ἔδωσαν ἕνα γράμμα, ποὺ εἶχε ἀφήσει γι' αὐτόν:

«Ἀγαπημένε μου γυιέ, σὲ σκέφτομαι συνεχῶς.
Λυπᾶμαι ποὺ ἦρθα στὸ σπίτι σου καὶ φόβισα τὰ παιδιά σου.
Ἔμαθα ὅτι ἔρχεσαι γιὰ τὴν σχολικὴ συγκέντρωσι κι ἔνοιωσα χαρούμενη.
Ἀλλὰ φοβᾶμαι ὅτι μπορεῖ νὰ μὴν εἶμαι σὲ θέσι νὰ σηκωθῶ ἀπὸ τὸ κρεββάτι γιὰ νὰ ἔρθω νὰ σὲ δῶ.
Ἔγραψα αὐτὸ τὸ γράμμα γιὰ νὰ σοῦ τὸ δώσουν, ἂν δὲν μὲ προφθάσης.
Στενοχωριέμαι ποὺ σ' ἔφερνα σὲ δύσκολη θέσι καὶ ντρεπόσουν γιὰ μένα ὅσο ἤσουν μικρός.
Βλέπεις ...ὅταν ἤσουν πολὺ μικρός, εἶχες ἕνα σοβαρὸ ἀτύχημα κι ἔχασες τὸ μάτι σου.
Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ σὲ βλέπω νὰ μεγαλώνης μὲ ἕνα μάτι.
Ἔτσι, σοῦ ἔδωσα τὸ δικό μου.
Ἤμουν τόσο ὑπερήφανη, ποὺ ὁ γυιός μου θὰ ἔβλεπε τὸν κόσμο μὲ τὴν δική μου βοήθεια, μὲ τὸ δικό μου μάτι...
Ἔχεις πάντα ὅλη τὴν ἀγάπη μου.
Ἡ μητέρα σου.»