τοῦ Ἀντωνίου Α. Ἀντωνάκου
Καθηγητοῦ – Φιλολόγου
Ἱστορικοῦ – Συγγραφέως
Β΄ Ἀντιπροέδρου τῆς Ἐπιτροπῆς Ἐνημερώσεως ἐπὶ τῶν Ἐθνικῶν Θεμάτων
Σήμερα ποὺ οἱ ταγοὶ τῆς Ἑλλάδος ὡδήγησαν τὴν πατρίδα μας μὲ τὶς κλεψιές, τὰ σκάνδαλα, τὸν ἀφελληνισμὸ καὶ τόσες ἄλλες ἄτιμες, ἀνέντιμες καὶ ἀνθελληνικὲς ἐνέργειες, καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς 70ης ἐπετείου ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Δόξης, τὴν 28η Ὀκτωβρίου 1940, καὶ τοῦ δημιουργοῦ της Ἰωάννου Μεταξᾶ, ὀφείλουμε νὰ κάνουμε κάποιες σκέψεις καὶ κάποιους παραλληλισμούς, οἱ ὁποῖοι θὰ μᾶς ὁδηγήσουν σὲ ὡρισμένα πολὺ σπουδαῖα συμπεράσματα... Πολλοὶ ἔμειναν μὲ ἀνοικτὸ τὸ στόμα, ὅταν εἶδαν τὴν περηφανῆ Νίκη τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν τὸ 1940. Ἀπόρησαν πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ νικήσουν μία χούφτα Ἕλληνες τὴν μεγάλη πολεμικὴ μηχανὴ τῶν Ἰταλῶν μὲ τὰ ἑκατοντάδες ἀεροπλάνα, κανόνια, τάνκς κ.λπ. Δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν πὼς ἐμεῖς ποὺ πολεμήσαμε μὲ τὰ ἀεροσκάφη τοῦ Α΄ παγκοσμίου πολέμου, ποὺ ἦσαν γεμᾶτα ποντίκια, τὰ ὁποῖα σὲ κάθε στροφὴ τοῦ ἀεροσκάφους ἔκαναν θόρυβο πέφτοντας στὴν μία ἡ τὴν ἄλλη μεριά, διαλύσαμε, μὲ ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὰ ἀεροπλάνα διώξεως τῆς ἰταλικῆς ἀεροπορίας στὸ ἀεροδρόμιο τῆς Κορυτσᾶς! (Ὁ πιλότος ποὺ ἔκανε αὐτὴν τὴν ἀνδραγαθία, εἶναι ὁ ἀδελφὸς τοῦ πατρός μου, τότε νεαρὸς Ἀνθυποσμηναγὸς καὶ μετέπειτα ἀρχηγὸς τῆς Ἑλληνικῆς Βασιλικῆς Ἀεροπορίας, πτέραρχος Γεώργιος Ν. Ἀντωνᾶκος). Ὁ σχεδιασμὸς τῆς Νίκης, ὅμως, εἶχε γίνει ἀπὸ τὸν πρωτεργάτη της Ἰωάννη Μεταξᾶ, ἐμπρὸς στὸν ὁποῖον ὑπεκλίθησαν ἅπαντες! Καὶ τοῦτο, διότι ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς διέψευσε τὶς Κασσάνδρες γιὰ τὴν ἀδυναμία τῆς Ἑλλάδος νὰ ἀντιμετωπίση τοὺς Ἰταλούς. Αὐτὸ εἶναι πλέον ἕνα ἀδιαμφισβήτητο γεγονός!
Τὸ τί νόμιζαν οἱ μυστικὲς ὑπηρεσίες γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν δυνατότητά της νὰ ἀντιμετωπίση ἕναν πόλεμο, φαίνεται ἀπὸ τὰ μυστικὰ ἀρχεῖα τοῦ Φόρεϊν Ὄφις, ὅπως αὐτὰ δημοσιεύθηκαν ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ τὸ 1971 (σελ. 64). Γράφουν λοιπὸν τὰ ἑξῆς:
«Ὑπάρχει ἐν τούτοις μία ἄλλη κατάστασις, ἡ ὁποία δυνατὸν νὰ ἀπεδεικνύετο σοβαρωτέρα, ἐὰν ὁ στρατηγὸς Μεταξᾶς ἔλεγεν, ὡς εἶπε τὸ 1910, ὅτι ὁ στρατὸς δὲν ἦταν εἰς θέσιν νὰ συμμετάσχη στὴν ἐκστρατεία, τὴν ὁποία οἱ Σύμμαχοι ἐνδέχεται νὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ ἀρχίσουν στὰ Βαλκάνια. Θὰ ἠδύνατο καὶ πάλιν, καὶ δικαιολογημένως, νὰ πῆ ὅτι οἱ Σύμμαχοι ἔχουν παραγνωρίσει τὶς ἑλληνικὲς ἐκκλήσεις γιὰ ἐξοπλισμὸ καὶ πρέπει νὰ ὑποστοῦν τὶς συνέπειες. Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, ἰδίᾳ μεταξὺ τῶν συγχρόνων καὶ τῶν πολιτικῶν ἀντιπάλων τοῦ Προέδρου τῆς Κυβερνήσεως, ποὺ εἶναι πεπεισμένοι ὅτι θὰ υἱοθετοῦσε, ἐὰν ἦταν δυνατόν, μίαν παρομοίαν στάσιν. Καὶ πάλιν, ἐὰν ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνησις διέτασσε ἐπιστράτευσιν χωρὶς νὰ ὑπάρξη ἐπίθεσις καὶ ἐὰν ἡ ἐπιστράτευσις αὕτη διαρκοῦσε ἐπὶ πολύ, ὅπως κατὰ τὸν τελευταῖο πόλεμο, ἐνδέχεται καὶ εἶναι πιθανώτατο ὅτι θὰ ὑπῆρχαν σοβαρὲς διαταραχὲς λόγῳ κακῆς διοργανώσεως. Ἡ χώρα αὐτή, καὶ σὲ ὁμαλοὺς ἀκόμη καιρούς, ζῆ ἀπρογραμμάτιστα καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ πιστεύσωμε ὅτι μία ἐπιστράτευσις δὲν θὰ ἐσήμαινε περαιτέρω ταλαιπωρίες γιὰ τοὺς στρατιῶτες. Ἡ Ἑλλὰς εἶναι μία πτωχὴ χώρα καὶ ὁ στρατὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι καλῶς ἐξωπλισμένος γιὰ πόλεμο. Οἱ ἐπικοινωνίες εἶναι ἐλλιπεῖς καὶ οἱ διοικητικὲς ὑπηρεσίες ἀκόμη καὶ ἑνὸς πρώτης τάξεως στρατοῦ θὰ ὑφίσταντο δοκιμασίαν».
Αὐτὴν τὴν ἐντύπωσι, ἀγαπητοὶ φίλοι, ἤθελε ὁ Μεταξᾶς νὰ ἔχουν οἱ ἄλλοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ὁ ἴδιος βεβαίως, μέσα ἀπὸ τὸ δίκτυο ἐπιστρατεύσεως ποὺ εἶχε ἐκπονήσει, ἤξερε ὅτι μποροῦσε νὰ στείλη σὲ λίγες ἡμέρες πολλὲς δεκάδες χιλιάδες στρατιῶτες στὰ σύνορα, ὅπως τὸ ἔκανε. Οἱ ἄλλοι δὲν τὸ ἤξεραν καὶ ἔγραφαν «ἐὰν ἡ ἐπιστράτευσις αὕτη διαρκοῦσε ἐπὶ πολύ, ὅπως κατὰ τὸν τελευταῖο πόλεμο, ἐνδέχεται καὶ εἶναι πιθανώτατο ὅτι θὰ ὑπῆρχαν σοβαρὲς διαταραχὲς λόγῳ κακῆς διοργανώσεως»... Καὶ λίγο μετὰ «...δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ πιστεύσωμε ὅτι μία ἐπιστράτευσις δὲν θὰ ἐσήμαινε περαιτέρω ταλαιπωρίες γιὰ τοὺς στρατιῶτες». Ὁ Μεταξᾶς, ὅμως, κατάφερε καὶ τοὺς κοροΐδεψε ὅλους. Κοροΐδεψε τὶς μυστικὲς ὑπηρεσίες τῶν Ἄγγλων. Εἶχε γύρω του ἀνθρώπους ἔμπιστους καὶ φιλοπάτριδες καὶ ὄχι μίσθαρνα ὄργανα ξένων συμφερόντων. Ἔπαιρνε πληροφορίες ἀπὸ παντοῦ καὶ μεθόδευε τὰ πάντα, ἔχοντας ὁ ἴδιος τὸν τελικὸ ἔλεγχο. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῶν ὅσων ἀναφέρω θὰ παραθέσω ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὸ ἐξαίρετο σύγγραμμα τοῦ Κωνσταντίνου Πλεύρη «Ἰωάννης Μεταξᾶς-Βιογραφία», ἐκδόσεις «Νέα Θέσις», μὲ τίτλο κεφαλαίου «Προγραμματισμένο δεῖπνο γιὰ τὸν Γκράτσι». Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁ Μεταξᾶς εἶχε πάντα τὸν τελικὸ ἔλεγχο! Γράφει λοιπὸν ὁ Κ. Πλεύρης: «Ἀπὸ τὶς ἐγγραφὲς στὸ «Ἡμερολόγιο» τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου 1940 φαίνεται καθαρά, ὅτι ὁ Μεταξᾶς ἐγνώριζε ὅτι ἐπίκειται ἐπίθεσις καὶ τὴν περίμενε. Πέραν ἀπὸ τὶς πληροφορίες τῶν Ἑλληνικῶν Μυστικῶν Ὑπηρεσιῶν ὑπῆρξε κάποιο συναρπαστικὸ γεγονὸς ποὺ ἑδραίωσε τὴν πεποίθησι τοῦ Μεταξᾶ ὅτι οἱ Ἰταλοὶ θὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον μας μέσα στὸν Ὀκτώβριο. Ὁ Μανιαδάκης, προκειμένου νὰ συγκεντρώση πληροφορίες ἐπενόησε τὸ ἀκόλουθο τέχνασμα. Παρεκάλεσε τὴν κοσμικὴ κυρία Ρετσίνα, τῆς μεγάλης βιομηχανίας ὑφασμάτων, νὰ παραθέση πρὸς τιμὴν τοῦ Ἰταλοῦ Πρεσβευτοῦ Γκράτσι δεῖπνο καὶ νὰ βάλη δίπλα στὸν Ἰταλὸ στρατιωτικὸ ἀκόλουθο νὰ καθήση κάποιος Ἕλλην τῆς κατασκοπείας. Πράγματι, ἡ κυρία Ρετσίνα ὠργάνωσε στὸ «Μαξὶμ» δεξίωσιν, στὴν ὁποίαν προσεκλήθησαν οἱ Ἰταλοὶ ἐπίσημοι καὶ πολὺς κόσμος. Καθώρισε τὶς θέσεις στὸ τραπέζι ἔτσι ὅπως τῆς ἐζήτησε ὁ Μανιαδάκης. Ὁ Παξινὸς (Δ/ντὴς κατασκοπείας) ἐκάλεσε τὸν νεαρὸ ὑπαστυνόμο Ε. Σπηλιόπουλο, ποὺ ἤξερε Ἰταλικά, καὶ τὸν διέταξε νὰ πάρη γιὰ συνοδό του μία ὡραία δεσποινίδα ἀπὸ νυκτερινὸ κέντρο, δῆθεν ὡς μνηστή του, καὶ νὰ παρακολουθῆ προσεκτικὰ τὶς συζητήσεις μεταξὺ τῶν Ἰταλῶν. Κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ δείπνου ἡ κυρία Ρετσίνα ἔκανε πρόποσιν ὑπὲρ τοῦ Μουσσολίνι καὶ τῆς Ἰταλίας κ.λπ. Μετὰ σηκώθηκε ὁ Ἰταλὸς Πρεσβευτὴς Γκράτσι καὶ μὲ ὑψωμένο τὸ ποτῆρι ἀνταπέδωσε εὐχόμενος εὐτυχία στὸν Ἑλληνικὸ λαό. Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμή, ὁ Ἰταλὸς στρατιωτικὸς ἀκόλουθος σκύβει δίπλα καὶ λέγει χαμογελῶντας στὸν βοηθό του: «Νὰ δοῦμε τί θὰ πῆ ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς τὸν Ὀκτώβριο».
Ὁ Σπηλιόπουλος, ποὺ φυσικὰ οὐδεὶς ἐγνώριζε ὅτι ἦτο ἀξιωματικὸς τῆς κατασκοπείας, ἄκουσε ὅσα εἶπε ὁ Ἰταλὸς στρατιωτικὸς ἀκόλουθος καί, εὖγε του, τὰ ἐθεώρησε ἄξια νὰ ἀναφερθοῦν στοὺς ἀνωτέρους του. Ἀργὰ τὴν νύχτα τελείωσε ἡ δεξίωσις καὶ ἀρχίζει μία κινηματογραφικὴ περιπέτεια, ποὺ θὰ τὴν ἀναφέρω χάριν τοῦ ἐνδιαφέροντός της. Ὁ νεαρὸς ὑπαστυνόμος, ἀφοῦ πλήρωσε τὴν δεσποινίδα γιὰ τὴν συνεργασία θέλησε νὰ συνεχίσουν τὴν διασκέδασι. Ἐκείνη ἀρνήθηκε, λογόφεραν σφοδρὰ καὶ ὁ νεαρὸς τῆς ἔδωσε ἕνα χαστούκι. «Αὐτὸ ποὺ ἔκανες θὰ μοῦ τὸ πλήρωσης. Θὰ δῆς ποιά εἶμαι ἐγώ», τὸν ἀπείλησε καὶ ἔφυγε. Ἡ ὥρα ἦταν περασμένη. Ὁ Σπηλιόπουλος πηγαίνει στὸ γραφεῖο του, γράφει λεπτομερῶς τὴν ἀναφορά του, τί ἄκουσε δηλαδὴ νὰ λέγη ὁ Ἰταλὸς ἀξιωματικός, τὴν ἀφήνει στὸ ὑπασπιστήριο τοῦ προϊσταμένου του καὶ φεύγει νὰ κοιμηθῆ ὄχι στὴν οἰκία του, ἀλλὰ στὸν πατέρα του.
Τὸ πρωϊ ὁ προϊστάμενός του διαβάζει τὴν ἀναφορά, ἐκτιμᾷ τὴν σοβαρότητά της καὶ τὴν παραδίδει στὸν Παξινό, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του, δίχως καθυστέρησι, τὴν πηγαίνει στὸν Μανιαδάκη. Ὁ δαιμόνιος Ὑπουργὸς Ἀσφαλείας ἀποφασίζει ὅτι πρέπει νὰ τὴν μάθη ὁ Μεταξᾶς ἀμέσως. Ὁ Μεταξᾶς, καθὼς μοῦ εἶπε ὁ Μανιαδάκης, διάβασε προσεκτικὰ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Σπηλιόπουλου. «Πρόκειται γιὰ σημαντικὴ πληροφορία», σχολίασε. «Φέρτε μου τώρα τὸν Ἀξιωματικὸ ποὺ τὴν συνέταξε, θέλω νὰ μιλήσω μαζί του». Ὁ Μανιαδάκης τηλεφωνεῖ στὸν Παξινὸ καὶ τὸν διατάσσει νὰ ἔλθη στὸ γραφεῖο του μαζὶ μὲ τὸν Σπηλιόπουλο, τὸν ὁποῖον ἀναζητοῦν, ἀλλὰ δὲν βρίσκουν διότι εἶχε ὅπως εἴπαμε κοιμηθῆ στὸν πατέρα του. Ὁ χρόνος περνᾷ κι ὅλοι ἀνησυχοῦν. Κατὰ τὶς ἕνδεκα ἐμφανίζεται ἀνύποπτος ὁ Σπηλιόπουλος στὴν ὑπηρεσία του. Μόλις τὸν βλέπει ὁ προϊστάμενός του ἀρχίζει τὶς παρατηρήσεις. «Ποῦ εἶσαι;», «Ἔλα, σὲ θέλει ὁ Διευθυντής, πρόκειται γιὰ τὰ χθεσινά». Ὁ Σπηλιόπουλος, μοῦ διηγεῖται, ἐνόμισε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ τὸ χαστούκι ποὺ ἔδωσε στὴν δεσποινίδα καὶ νόμιζε ἀκόμη ὅτι αὐτὴ τὸν κατήγγειλε, ὅτι θά ’χε κάποιον ἰσχυρὸ γνωστὸ καὶ ὅτι θὰ τοῦ ζητοῦσαν τὸν λόγο γιὰ τὴν πρᾶξι του. Μπαίνει στὸ γραφεῖο τοῦ Παξινοῦ, ὁ ὁποῖος ἀμέσως σηκώνεται καὶ τοῦ λέγει: «Πᾶμε γρήγορα, μᾶς περιμένει ὁ Μανιαδάκης». Ὁ Σπηλιόπουλος τὰ ἔχασε. Ὁ Μανιαδάκης δὲν ἦταν μικρὸ πράγμα. Τὸ ζήτημα λοιπὸν ἔλαβε τέτοια ἔκτασι. Ἐξακολουθεῖ νὰ πιστεύη ὅτι ὁ Μανιαδάκης τὸν θέλει γιὰ τὸ χαστούκι. Μέσα στὸ αὐτοκίνητο σκέφτεται πόση δύναμι εἶχε ἐκείνη ἡ γυναίκα γιὰ νὰ φθάση μέχρι τὸν Μανιαδάκη. Προετοιμάζεται τί περίπου θὰ πῆ. Φθάνουν στὸ γραφεῖο τοῦ Μανιαδάκη. Στέκεται προσοχὴ μπροστὰ στὸν πανίσχυρο Ὑπουργὸ Ἀσφαλείας. «Κύριε Ὑπουργὲ νὰ σᾶς ἀναφέρω ὅτι...», «Ἄστα, ἄστα», τὸν διακόπτει ὁ Μανιαδάκης, «θὰ τὰ πῆς στὸν Μεταξᾶ, πᾶμε». Ὁ Σπηλιόπουλος κατέρρευσε. Στὸν Μεταξᾶ! Πότε πρόλαβε ἡ... Ἐξακολουθεῖ νὰ νομίζη ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ χαστούκι.
Ἐνθυμοῦμαι τὸν Σπηλιόπουλο νὰ μοῦ περιγράφη συγκινημένος πῶς εἰσῆλθε μὲ τὸν Μανιαδάκη στὸ γραφεῖο τοῦ Μεταξᾶ. Ὁ Ἐθνικὸς Κυβερνήτης τὸν χαιρέτησε, τοῦ ἔδειξε νὰ καθήση. Στὰ χέρια του κρατοῦσε τὴν ἀναφορὰ καὶ τότε ὁ Σπηλιόπουλος κατάλαβε γιατί τὸν ἤθελαν. «Ἐσὺ ἔγραψες αὐτό;» ρώτησε ὁ Μεταξᾶς. «Μάλιστα κ. Πρωθυπουργέ». «Θέλω νὰ θυμηθῆς ἀκριβῶς τί συζήτησαν οἱ δύο Ἰταλοί, πῶς ἀκριβῶς τὸ ἄκουσες στὰ Ἰταλικά». Ὁ Σπηλιόπουλος ἀναφέρει λεπτομερῶς τὰ λεχθέντα. Ὁ Μεταξᾶς τὸν πλησιάζει, τοῦ σφίγγει τὸ χέρι: «Νὰ ξέρης, παιδί μου, ὅτι προσέφερες μεγάλη ὑπηρεσία στὴν Πατρίδα». Πρὸ ἐτῶν, ὅταν μοῦ διηγεῖτο τὴν σκηνὴ αὐτὴ ὁ Σπηλιόπουλος ἔβλεπα δάκρυα στὰ μάτια του».
Ὁ Μεταξᾶς, ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἕλληνας, κατηγορήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὑπονόμευσαν τὴν Ἑλλάδα πρὸς χάριν ξένων συμφερόντων ὡς «στυγνὸς δικτάτωρ». Κατηγορήθηκε καὶ ἀπὸ ἄλλους, πραγματικοὺς δημοκράτες, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, ἀργότερα θὰ ἀνασκευάσουν τὴν γνώμη τους γι’ αὐτόν. Ὅμως ὁ Μεταξᾶς δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ἐνεργῆ γιὰ τὸ καλὸ τῆς πατρίδος του. Δὲν ἔκλεψε, δὲν ζοῦσε στὴν χλιδή, καὶ κυρίως δικαιώθηκε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν κατηγόρησαν. Τὸ πῶς ζοῦσε τὸ ἀναφέρει ὁ Γκράτσι στὸ βιβλίο του, ὅταν λέη «Ἐπὶ τέλους τὸ κουδούνισμα ξύπνησε τὸν ἴδιο τὸν Μεταξᾶ, ποὺ ἔκαμε τὴν ἐμφάνισί του σὲ μία μικρὴ πλαϊνὴ πόρτα καὶ ἀναγνωρίζοντάς με, μὲ ἄφησε νὰ περάσω. Ὁ Μεταξᾶς φοροῦσε μία μάλλινη ρόμπα, ἀπὸ τὸν γιακᾶ τῆς ὁποίας φαινόταν ἕνα μετριότατο βαμβακερὸ νυκτικό»...
Ἡ ἀνάλυσις τῆς ἱστορικῆς στιγμῆς ἀλλὰ καὶ τῆς προσωπικότητος τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀντίπαλό του εἶναι δηλωτικὴ τῆς προσωπικότητος τοῦ μεγάλου ἀνδρός.
Μοῦ ἕσφιξε τὸ χέρι, γράφει ὁ Γκράτσι, καὶ μὲ ἔβαλε νὰ καθήσω σὲ ἕνα μικρὸ φτωχικὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ. Μόλις καθήσαμε, καὶ ἐπειδὴ ἡ ὥρα ἦταν λίγα λεπτὰ μετὰ τὶς 3, τοῦ εἶπα ἀμέσως ὅτι ἡ Κυβέρνησίς μου, μοῦ εἶχε ἀναθέσει νὰ τοῦ ἐγχειρίσω προσωπικῶς ἕνα κείμενο, ποὺ δὲν ἦτο τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ τελεσίγραφον τῆς Ἰταλίας πρὸς τὴν Ἑλλάδα, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ Ἰταλικὴ Κυβέρνησις ἀπαιτοῦσε τὴν ἐλεύθερη διέλευσι τῶν στρατευμάτων της στὸν Ἑλληνικὸ χῶρο, ἀπὸ τὶς 6 π.μ. τῆς 28/10/1940. Ὁ Μεταξᾶς ἄρχισε νὰ τὸ διαβάζη. Μέσα ἀπὸ τὰ γυαλιά του, ἔβλεπα τὰ μάτια του νὰ βουρκώνουν. Ὅταν τελείωσε τὴν ἀνάγνωσι μὲ κοίταξε κατὰ πρόσωπο, καὶ μὲ φωνὴ λυπημένη ἀλλὰ σταθερὴ μοῦ εἶπε:
"Alors c’ est la guerre" (Λοιπόν, εἶναι πόλεμος).
Καὶ κατέληξε: "Vous etes les plus forts" (εἶσθε οἱ πιὸ ἰσχυροί).
Μὲ τὴν σειρά μου, γράφει ὁ Γκράτσι, δὲν ἤξερα τί νὰ ἀπαντήσω στὰ λόγια αὐτὰ καὶ στὴν βαθειὰ λύπη ποὺ τὰ δονοῦσε. Νομίζω δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος μία τοὐλάχιστον φορὰ στὴν ζωή του, νὰ μὴν αἰσθάνθηκε ἀπέχθεια γιὰ τὸ ἐπάγγελμά του. Ἂν στὴν μακρὰν σταδιοδρομίαν μου στὴν ὑπηρεσία τοῦ κράτους ὑπῆρξε ποτὲ μία στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ἐμίσησα τὸ δικό μου, μία στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ καθῆκον τοῦ ἀξιώματός μου, μοῦ φάνηκε σταυρὸς καὶ ὄχι μόνο θλιβερός, ἀλλὰ καὶ ταπεινωτικός, ἡ στιγμὴ αὐτὴ ἦταν, ὅταν ἄκουσα ἐκεῖνα τὰ ἀποκαρδιωμένα λόγια ποὺ πρόφερε ὁ πρεσβύτης ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε καταναλώσει ὁλόκληρη τὴν ζωή του ἀγωνιζόμενος καὶ ὑποφέροντας γιὰ τὴν χώρα του καὶ πού, καὶ κατὰ τὴν ὑπέρτατη ἐκείνη στιγμή, προτιμοῦσε νὰ διαλέξη γιὰ τὴν πατρίδα του τὸν δρόμο τῆς θυσίας καὶ ὄχι τὸν δρόμο τῆς ἀτιμώσεως. Ὑποκλίθηκα μπροστά του μὲ τὸν βαθύτερο σεβασμὸ καὶ βγῆκα ἀπὸ τὸ σπίτι του".
Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν κατηγόρησαν κάποτε, ἔγραψαν, πρὸς τιμήν τους, μετά, ὕμνους ὑπὲρ τοῦ Μεταξᾶ.
Ὁ σπουδαῖος διανοούμενος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στὸ βιβλίο του «Τὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Πολέμου» (σελ. 19) γράφει: «Χωρὶς κἂν νὰ ἐξέλθη ἡ Τουρκία εἰς τὸν πόλεμον, ἐδέσμευσεν, εἰς πολλὰ σημεῖα θίγοντα τὴν Ἑλλάδα, τὴν Μεγάλην Βρεττανίαν (ὅπως εἶναι πλέον τώρα γνωστὸν καὶ ὅπως εἰδικώτερα θὰ ἴδη ὁ ἀναγνώστης, ἐὰν διάβαση ὅσα γράφω κατωτέρω σχετικὰ μὲ τὰς ἐν Μέσῃ Ἀνατολῇ καὶ Λονδίνῳ ἐμπειρίας μου). Φαντασθῆτε, λοιπόν, τί θὰ ἐπαθαίναμε, ἐὰν ἐξήρχετο ἡ Τουρκία ἐκ τῆς οὐδετερότητος παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν Συμμάχων! Ἐὰν ἐξήρχετο, δὲν θὰ μᾶς ἐδίδετο οὔτε καὶ αὐτὴ ἡ Δωδεκάνησος. Ἂς μὴ ἀποδώσουν, λοιπόν, οἱ δῆθεν σώφρονες ἀναγνῶσται τὰς τολμηρὰς συστάσεις, ποὺ περιλαμβάνει τὸ ὑπόμνημά μου, εἰς ἁπλοῦν καὶ ἄκριτον ἐνθουσιασμὸν ἑνὸς σχετικῶς νέου, τότε, πολιτικοῦ. Πρέπει νὰ εἴμεθα, χωρὶς ἄλλο, εὐγνώμονες εἰς τὸν Ἰωάννην Μεταξᾶ, διότι εἶπε, ὁλομόναχος εἰς τὸ σκοτάδι τῆς νυκτός, τὸ μέγα «Ὄχι».
Λέγουν, ὅσοι ἀντικρύζουν μὲ ἐμπάθειαν καὶ αὐτὰ τὰ ἀνάγλυφα γεγονότα τῆς Ἱστορίας, ὅτι τὸ «Ὄχι» δὲν τὸ εἶπεν ὁ Μεταξᾶς· ὅτι τὸ εἶπεν ὁ Ἑλληνικὸς Λαός. Ναί, τὸ εἶπεν ὁ Ἑλληνικὸς Λαός, ἀλλὰ ἀφοῦ τὸ εἶχε εἴπη ὁ Μεταξᾶς. Ὁ ἀτυχὴς καὶ συμπαθὴς Emmanuele Grazzi, ἐκτελῶν ἐντολὴν ποὺ δὲν τοῦ ἄρεσε διόλου (βλ. τὸ βιβλίον του: Ιl principle della fine, Ρώμη 1945), ἐξύπνησε, τὴν 3ην πρωϊνήν, τὸν Μεταξᾶ καὶ ὄχι τὸν Ἑλληνικὸν Λαόν. Ἐὰν ἔλεγεν ὁ Μεταξᾶς «Ναί», πῶς θὰ ἔλεγεν «Ὄχι» ὁ Ἑλληνικὸς Λαός, ποὺ θὰ ἐξυπνοῦσε ἀργότερα; Θὰ τὸ ἔλεγε, βέβαια, μέσα του καὶ θὰ τὸ ἐξεδήλωνε καὶ ἔμπρακτα, ὅταν θὰ ὠργάνωνε μυστικὰ τὴν ἀντίστασίν του, ἀλλὰ ἡ Ἀλβανικὴ Ἐποποιΐα δὲν θὰ ἐγράφετο ποτέ. Ἂς εἴμεθα, λοιπόν, τίμιοι ἀπέναντι τῆς Ἱστορίας. Τὸ μέγα «Ὄχι» εἶναι πρᾶξις τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ».
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐκδότης τῆς ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, Γεώργιος Α. Βλάχος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πολέμιός του καὶ εἶχε ἐπιτεθῆ πολλάκις κατὰ τοῦ Μεταξᾶ κατὰ τὸ παρελθόν, σὲ ἀπολογητικὸ ἄρθρο του, τὸ ὁποῖο γράφει στὴν ἐφημερίδα καὶ περιλαμβάνεται στὸ βιβλίο «Ἄρθρα στὴν ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (1919-1951)», (σελ. 414 - 417) ἀνασκευάζει καὶ γράφει:
«Ἡ στήλη αὕτη ἔχει ἀπέναντι τοῦ κ. Ἰωάννου Μεταξᾶ παλαιὰν ὀφειλήν. Ὅταν πρὸ εἴκοσι δύο ἐτῶν ἠκολούθει μίαν πολιτικήν, μίαν παράταξιν, καὶ μὲ τοὺς κακούς της ἐνθουσιασμοὺς μίαν ἄτυχη ἐκστρατείαν, συνήντησε εἰς τὸν δρόμον της ἡ στήλη αὕτη ἀντίπαλον καὶ τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς παρατάξεως καὶ τῆς ἐκστρατείας τὸν κ. Μεταξᾶν, τὸν πρώην ἀρχηγὸν τοῦ Ἐπιτελείου: «Ἡ ἐκστρατεία», ἔλεγεν ὁ κ. Μεταξᾶς, «θὰ ἀποτύχη. Ἡ πολιτική σας, ἡ στρατιωτικὴ καὶ ἡ ἐξωτερική, εἶναι στραβή...» Στραβή;... Ἐκείνην τὴν ἐποχὴν ἐπεκράτει τὸ ρητόν: «Πᾶς ὁ μὴ μεθ’ ἡμῶν, καθ’ ἡμῶν». Καὶ καταλήγει...
«Καὶ ἔφθασε τότε ἡ μεγάλη στιγμή. Εἴκοσι ὀκτὼ Ὀκτωβρίου, Δευτέρα, τρεῖς τὸ πρωΐ. Ὁ Μεταξᾶς, μόνος, κοιμᾶται. Τὸ τηλέφωνον. Μία ὁμιλία. Ὁ Γκράτσι. Γύρω του δὲν ἔχει κανένα. Δὲν ἔχει κἂν τὸ γραφεῖον του, δὲν ἔχει ἕνα κλητῆρα. Κανένα. Ἡ ὑπηρεσία, ὅπως ὅλη ἡ Ἑλλὰς τὴν ὥραν ἐκείνην, κοιμᾶται.
Πρὸς στιγμήν, ἂς κρατήσωμεν τὴν ἀναπνοήν μας, διότι ἐδῶ πλησιάζομεν τὸν μεγαλύτερον σταθμὸν τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Ἡ Ἰταλικὴ Αὐτοκρατορία, μὲ τὰ σαράντα ὀκτώ της ἑκατομμύρια, μὲ τὸν πλοῦτον της, μὲ τοὺς στρατούς της, μὲ τὰ ἀεροπλάνα της, μὲ τὰ ἅρματά της, ἐξύπνησε αἰφνιδιαστικῶς ἕνα ἄνθρωπον καὶ τοῦ ἐζήτησε ἐντὸς τριῶν ὡρῶν τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτός -τίς ἐξ ἡμῶν, μὴ γνωρίζων ἀκόμη ἂν ζῆ πραγματικότητα ἡ ἐφιάλτην, δὲν θὰ ἐδίσταζε, δὲν θὰ ἐζήτει ὀλίγων ὡρῶν προθεσμίαν, δὲν θὰ προσεπάθει ν’ ἀποφύγη τὸ γεγονός;- εἶπεν: Ὄχι! Ἀμέσως, ἄνευ συζητήσεως, ἄνευ ἐνδοιασμοῦ! Δὲν εἶπεν «ὄχι» ἁπλῶς. Ἐντὸς λεπτοῦ, ὅπως ἐξύπνησεν αὐτὸς ἐντὸς λεπτοῦ, ἐξύπνησε τὴν Ἑλλάδα. Διαταγαί, σχέδια, τηλεφωνήματα, γενικὴ ἐπιστράτευσις, κήρυξις Στρατιωτικοῦ Νόμου, ἐπιτάξεις, προκηρύξεις, ἀγγέλματα ἔγιναν πρὶν ἀνατείλη ὁ ἥλιος καί, ὅταν ἀνέτειλε, ἤδη ἐμάχετο ἡ Ἑλλάς.
Ἐζήσαμεν ἔκτοτε ὥρας ἀνησυχιῶν, ἀγωνίας, ἐνθουσιασμοῦ καὶ χαρᾶς. Εἴδομεν τὴν Δόξαν ἀσθμαίνουσαν νὰ παρακολουθῆ τὰ στρατεύματά μας. Ἠκούσαμεν τοὺς ἀνέμους νὰ μεταφέρουν τὸ ὄνομά μας εἰς ὅλους τους κόσμους καὶ νὰ διαλαλοῦν, γῆ, θάλασσα, ὡς καὶ τὰ ἄστρα, τὴν νίκην μας. Ἐφέραμεν ἕως ἐδῶ, εἰς τὰς Ἀθήνας, τὰ ὅπλα τῶν εἰσβολέων καὶ ἐσύραμεν ὡς ἐδῶ ἀόπλους τοὺς εἰσβολεῖς. Πρὸς στιγμὴν μᾶς ἐφάνη ὅτι ἡ Πλάσις ὁλόκληρος μὲ τοὺς ἡλίους της, μὲ τοὺς κόσμους της, ἐστάθη ὅλη διὰ νὰ προσέξη τὴν μικροσκοπικὴν αὐτὴν γωνίαν τῆς γῆς, ἡ ὁποία καὶ πάλιν ἐμεγαλούργει. Καὶ ἐζήσαμεν εὐτυχεῖς. Τόσον εὐτυχεῖς ὅσον ποτέ. Τόσον εὐτυχεῖς ὥστε τὸ τί θὰ γίνη αὔριον δὲν ἐνδιαφέρει. Ἔχομεν κεφάλαια διὰ τὴν Ἱστορίαν, τὰς Νίκας μας, κεφάλαιον γιὰ τὰ παιδιά μας τὸ «Ὄχι».
Τώρα ἡ Α.Ε. ὁ κ. Ἰωάννης Μεταξᾶς, Πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος, ἔφθασεν εἰς τὸ ἀκρότατον σημεῖον τῆς δόξης του. Ἔγινε Γιάννης. Δὲν εἶναι οὔτε ἡ Αὐτοῦ Ἐξοχότης οὔτε ὁ Πρωθυπουργὸς οὔτε ὁ Πρόεδρος. Εἰς τὸ στρατιωτικὸν Νοσοκομεῖον, ὅταν ὁ τραυματίας εἶχε γείρει εἰς τὸ προσκέφαλόν του βαρὺς καὶ τὸν ἠρώτησε ἡ ἀδελφὴ νοσοκόμος τί θέλει, ἐκεῖνος ἀπήντησε:
Θέλω τὸν Γιάννη...
Ὅπως αἱ μελωδίαι διὰ νὰ ζήσουν πρέπει νὰ κατέβουν εἰς τοὺς δρόμους, οὕτω καὶ τῶν δημοσίων ἀνδρῶν τὰ ὀνόματα θὰ ζητήσουν εἰς τοὺς δρόμους, μεταξὺ τοῦ λαοῦ, τὴν ἀθανασίαν. Ὁ κ. Μεταξᾶς ἔχει ἀπέναντι τῆς ἀθανασίας κερδίσει τὴν μάχην του: Εἶπε τὸ ὄχι, ἔγινε Γιάννης... Τί τοῦ μένει; Νὰ γίνη καὶ ἄγαλμα. Θὰ γίνη λοιπόν. Ἀλλ’ ὄχι, ὅπως ηὐχήθημεν ἄλλοτε, ἀπὸ μάρμαρον τοῦ Πεντελικοῦ. Θὰ γίνη ἀπὸ τὸν ὀρείχαλκον ποὺ θ’ ἀποδώσουν ταπεινωμένα, αἰχμάλωτα, τὰ ἐχθρικὰ πυροβόλα, αὐτὰ ποὺ τὸν ἐξύπνησαν εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωΐ...
Ἡ στήλη αὕτη ἠσθάνθη τώρα, τὰς ἡμέρας αὐτὰς τῆς χαρᾶς, τὴν ἀνάγκην νὰ φυλλομετρήση τὴν ἱστορίαν της -τοὺς παλαιούς της λογαριασμούς- νὰ ἀνατρέξη εἰς περασμένους καιρούς, νὰ ἐνθυμηθῆ. Ἀλλὰ ἠσθάνθη πρὸ παντὸς τὴν ἀνάγκην νὰ γράψη ὅ,τι φρονεῖ, ὅ,τι σκέπτεται διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐπὶ δεκαὲξ ἔτη ἠγωνίσθη ἐναντίον ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων εἰς μάτην διὰ νὰ χρησιμεύση εἰς τὴν Ἑλλάδα, εἰς μὲν τέσσαρα ἔτη κατώρθωσε νὰ τὴν ἀναπλάση, εἰς δὲ μίαν ὥραν τὴν ἔσωσε».
Ὕστερα ἀπὸ τὰ ὅσα ἀναφέραμε, ἀγαπητοὶ φίλοι, καὶ μὲ δεδομένη τὴν σημερινὴ ὑποταγὴ τῶν ἡγετῶν μας στὸ ΔΝΤ, τὸ συμπέρασμα εἶναι ἕνα: «ΤΑ ΟΧΙ ΘΕΛΟΥΝ ΜΕΤΑΞΑΔΕΣ»!!!
Καθηγητοῦ – Φιλολόγου
Ἱστορικοῦ – Συγγραφέως
Β΄ Ἀντιπροέδρου τῆς Ἐπιτροπῆς Ἐνημερώσεως ἐπὶ τῶν Ἐθνικῶν Θεμάτων
Σήμερα ποὺ οἱ ταγοὶ τῆς Ἑλλάδος ὡδήγησαν τὴν πατρίδα μας μὲ τὶς κλεψιές, τὰ σκάνδαλα, τὸν ἀφελληνισμὸ καὶ τόσες ἄλλες ἄτιμες, ἀνέντιμες καὶ ἀνθελληνικὲς ἐνέργειες, καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς 70ης ἐπετείου ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Δόξης, τὴν 28η Ὀκτωβρίου 1940, καὶ τοῦ δημιουργοῦ της Ἰωάννου Μεταξᾶ, ὀφείλουμε νὰ κάνουμε κάποιες σκέψεις καὶ κάποιους παραλληλισμούς, οἱ ὁποῖοι θὰ μᾶς ὁδηγήσουν σὲ ὡρισμένα πολὺ σπουδαῖα συμπεράσματα... Πολλοὶ ἔμειναν μὲ ἀνοικτὸ τὸ στόμα, ὅταν εἶδαν τὴν περηφανῆ Νίκη τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν τὸ 1940. Ἀπόρησαν πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ νικήσουν μία χούφτα Ἕλληνες τὴν μεγάλη πολεμικὴ μηχανὴ τῶν Ἰταλῶν μὲ τὰ ἑκατοντάδες ἀεροπλάνα, κανόνια, τάνκς κ.λπ. Δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν πὼς ἐμεῖς ποὺ πολεμήσαμε μὲ τὰ ἀεροσκάφη τοῦ Α΄ παγκοσμίου πολέμου, ποὺ ἦσαν γεμᾶτα ποντίκια, τὰ ὁποῖα σὲ κάθε στροφὴ τοῦ ἀεροσκάφους ἔκαναν θόρυβο πέφτοντας στὴν μία ἡ τὴν ἄλλη μεριά, διαλύσαμε, μὲ ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὰ ἀεροπλάνα διώξεως τῆς ἰταλικῆς ἀεροπορίας στὸ ἀεροδρόμιο τῆς Κορυτσᾶς! (Ὁ πιλότος ποὺ ἔκανε αὐτὴν τὴν ἀνδραγαθία, εἶναι ὁ ἀδελφὸς τοῦ πατρός μου, τότε νεαρὸς Ἀνθυποσμηναγὸς καὶ μετέπειτα ἀρχηγὸς τῆς Ἑλληνικῆς Βασιλικῆς Ἀεροπορίας, πτέραρχος Γεώργιος Ν. Ἀντωνᾶκος). Ὁ σχεδιασμὸς τῆς Νίκης, ὅμως, εἶχε γίνει ἀπὸ τὸν πρωτεργάτη της Ἰωάννη Μεταξᾶ, ἐμπρὸς στὸν ὁποῖον ὑπεκλίθησαν ἅπαντες! Καὶ τοῦτο, διότι ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς διέψευσε τὶς Κασσάνδρες γιὰ τὴν ἀδυναμία τῆς Ἑλλάδος νὰ ἀντιμετωπίση τοὺς Ἰταλούς. Αὐτὸ εἶναι πλέον ἕνα ἀδιαμφισβήτητο γεγονός!
Τὸ τί νόμιζαν οἱ μυστικὲς ὑπηρεσίες γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν δυνατότητά της νὰ ἀντιμετωπίση ἕναν πόλεμο, φαίνεται ἀπὸ τὰ μυστικὰ ἀρχεῖα τοῦ Φόρεϊν Ὄφις, ὅπως αὐτὰ δημοσιεύθηκαν ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ τὸ 1971 (σελ. 64). Γράφουν λοιπὸν τὰ ἑξῆς:
«Ὑπάρχει ἐν τούτοις μία ἄλλη κατάστασις, ἡ ὁποία δυνατὸν νὰ ἀπεδεικνύετο σοβαρωτέρα, ἐὰν ὁ στρατηγὸς Μεταξᾶς ἔλεγεν, ὡς εἶπε τὸ 1910, ὅτι ὁ στρατὸς δὲν ἦταν εἰς θέσιν νὰ συμμετάσχη στὴν ἐκστρατεία, τὴν ὁποία οἱ Σύμμαχοι ἐνδέχεται νὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ ἀρχίσουν στὰ Βαλκάνια. Θὰ ἠδύνατο καὶ πάλιν, καὶ δικαιολογημένως, νὰ πῆ ὅτι οἱ Σύμμαχοι ἔχουν παραγνωρίσει τὶς ἑλληνικὲς ἐκκλήσεις γιὰ ἐξοπλισμὸ καὶ πρέπει νὰ ὑποστοῦν τὶς συνέπειες. Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, ἰδίᾳ μεταξὺ τῶν συγχρόνων καὶ τῶν πολιτικῶν ἀντιπάλων τοῦ Προέδρου τῆς Κυβερνήσεως, ποὺ εἶναι πεπεισμένοι ὅτι θὰ υἱοθετοῦσε, ἐὰν ἦταν δυνατόν, μίαν παρομοίαν στάσιν. Καὶ πάλιν, ἐὰν ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνησις διέτασσε ἐπιστράτευσιν χωρὶς νὰ ὑπάρξη ἐπίθεσις καὶ ἐὰν ἡ ἐπιστράτευσις αὕτη διαρκοῦσε ἐπὶ πολύ, ὅπως κατὰ τὸν τελευταῖο πόλεμο, ἐνδέχεται καὶ εἶναι πιθανώτατο ὅτι θὰ ὑπῆρχαν σοβαρὲς διαταραχὲς λόγῳ κακῆς διοργανώσεως. Ἡ χώρα αὐτή, καὶ σὲ ὁμαλοὺς ἀκόμη καιρούς, ζῆ ἀπρογραμμάτιστα καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ πιστεύσωμε ὅτι μία ἐπιστράτευσις δὲν θὰ ἐσήμαινε περαιτέρω ταλαιπωρίες γιὰ τοὺς στρατιῶτες. Ἡ Ἑλλὰς εἶναι μία πτωχὴ χώρα καὶ ὁ στρατὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι καλῶς ἐξωπλισμένος γιὰ πόλεμο. Οἱ ἐπικοινωνίες εἶναι ἐλλιπεῖς καὶ οἱ διοικητικὲς ὑπηρεσίες ἀκόμη καὶ ἑνὸς πρώτης τάξεως στρατοῦ θὰ ὑφίσταντο δοκιμασίαν».
Αὐτὴν τὴν ἐντύπωσι, ἀγαπητοὶ φίλοι, ἤθελε ὁ Μεταξᾶς νὰ ἔχουν οἱ ἄλλοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ὁ ἴδιος βεβαίως, μέσα ἀπὸ τὸ δίκτυο ἐπιστρατεύσεως ποὺ εἶχε ἐκπονήσει, ἤξερε ὅτι μποροῦσε νὰ στείλη σὲ λίγες ἡμέρες πολλὲς δεκάδες χιλιάδες στρατιῶτες στὰ σύνορα, ὅπως τὸ ἔκανε. Οἱ ἄλλοι δὲν τὸ ἤξεραν καὶ ἔγραφαν «ἐὰν ἡ ἐπιστράτευσις αὕτη διαρκοῦσε ἐπὶ πολύ, ὅπως κατὰ τὸν τελευταῖο πόλεμο, ἐνδέχεται καὶ εἶναι πιθανώτατο ὅτι θὰ ὑπῆρχαν σοβαρὲς διαταραχὲς λόγῳ κακῆς διοργανώσεως»... Καὶ λίγο μετὰ «...δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ πιστεύσωμε ὅτι μία ἐπιστράτευσις δὲν θὰ ἐσήμαινε περαιτέρω ταλαιπωρίες γιὰ τοὺς στρατιῶτες». Ὁ Μεταξᾶς, ὅμως, κατάφερε καὶ τοὺς κοροΐδεψε ὅλους. Κοροΐδεψε τὶς μυστικὲς ὑπηρεσίες τῶν Ἄγγλων. Εἶχε γύρω του ἀνθρώπους ἔμπιστους καὶ φιλοπάτριδες καὶ ὄχι μίσθαρνα ὄργανα ξένων συμφερόντων. Ἔπαιρνε πληροφορίες ἀπὸ παντοῦ καὶ μεθόδευε τὰ πάντα, ἔχοντας ὁ ἴδιος τὸν τελικὸ ἔλεγχο. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῶν ὅσων ἀναφέρω θὰ παραθέσω ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὸ ἐξαίρετο σύγγραμμα τοῦ Κωνσταντίνου Πλεύρη «Ἰωάννης Μεταξᾶς-Βιογραφία», ἐκδόσεις «Νέα Θέσις», μὲ τίτλο κεφαλαίου «Προγραμματισμένο δεῖπνο γιὰ τὸν Γκράτσι». Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁ Μεταξᾶς εἶχε πάντα τὸν τελικὸ ἔλεγχο! Γράφει λοιπὸν ὁ Κ. Πλεύρης: «Ἀπὸ τὶς ἐγγραφὲς στὸ «Ἡμερολόγιο» τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου 1940 φαίνεται καθαρά, ὅτι ὁ Μεταξᾶς ἐγνώριζε ὅτι ἐπίκειται ἐπίθεσις καὶ τὴν περίμενε. Πέραν ἀπὸ τὶς πληροφορίες τῶν Ἑλληνικῶν Μυστικῶν Ὑπηρεσιῶν ὑπῆρξε κάποιο συναρπαστικὸ γεγονὸς ποὺ ἑδραίωσε τὴν πεποίθησι τοῦ Μεταξᾶ ὅτι οἱ Ἰταλοὶ θὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον μας μέσα στὸν Ὀκτώβριο. Ὁ Μανιαδάκης, προκειμένου νὰ συγκεντρώση πληροφορίες ἐπενόησε τὸ ἀκόλουθο τέχνασμα. Παρεκάλεσε τὴν κοσμικὴ κυρία Ρετσίνα, τῆς μεγάλης βιομηχανίας ὑφασμάτων, νὰ παραθέση πρὸς τιμὴν τοῦ Ἰταλοῦ Πρεσβευτοῦ Γκράτσι δεῖπνο καὶ νὰ βάλη δίπλα στὸν Ἰταλὸ στρατιωτικὸ ἀκόλουθο νὰ καθήση κάποιος Ἕλλην τῆς κατασκοπείας. Πράγματι, ἡ κυρία Ρετσίνα ὠργάνωσε στὸ «Μαξὶμ» δεξίωσιν, στὴν ὁποίαν προσεκλήθησαν οἱ Ἰταλοὶ ἐπίσημοι καὶ πολὺς κόσμος. Καθώρισε τὶς θέσεις στὸ τραπέζι ἔτσι ὅπως τῆς ἐζήτησε ὁ Μανιαδάκης. Ὁ Παξινὸς (Δ/ντὴς κατασκοπείας) ἐκάλεσε τὸν νεαρὸ ὑπαστυνόμο Ε. Σπηλιόπουλο, ποὺ ἤξερε Ἰταλικά, καὶ τὸν διέταξε νὰ πάρη γιὰ συνοδό του μία ὡραία δεσποινίδα ἀπὸ νυκτερινὸ κέντρο, δῆθεν ὡς μνηστή του, καὶ νὰ παρακολουθῆ προσεκτικὰ τὶς συζητήσεις μεταξὺ τῶν Ἰταλῶν. Κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ δείπνου ἡ κυρία Ρετσίνα ἔκανε πρόποσιν ὑπὲρ τοῦ Μουσσολίνι καὶ τῆς Ἰταλίας κ.λπ. Μετὰ σηκώθηκε ὁ Ἰταλὸς Πρεσβευτὴς Γκράτσι καὶ μὲ ὑψωμένο τὸ ποτῆρι ἀνταπέδωσε εὐχόμενος εὐτυχία στὸν Ἑλληνικὸ λαό. Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμή, ὁ Ἰταλὸς στρατιωτικὸς ἀκόλουθος σκύβει δίπλα καὶ λέγει χαμογελῶντας στὸν βοηθό του: «Νὰ δοῦμε τί θὰ πῆ ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς τὸν Ὀκτώβριο».
Ὁ Σπηλιόπουλος, ποὺ φυσικὰ οὐδεὶς ἐγνώριζε ὅτι ἦτο ἀξιωματικὸς τῆς κατασκοπείας, ἄκουσε ὅσα εἶπε ὁ Ἰταλὸς στρατιωτικὸς ἀκόλουθος καί, εὖγε του, τὰ ἐθεώρησε ἄξια νὰ ἀναφερθοῦν στοὺς ἀνωτέρους του. Ἀργὰ τὴν νύχτα τελείωσε ἡ δεξίωσις καὶ ἀρχίζει μία κινηματογραφικὴ περιπέτεια, ποὺ θὰ τὴν ἀναφέρω χάριν τοῦ ἐνδιαφέροντός της. Ὁ νεαρὸς ὑπαστυνόμος, ἀφοῦ πλήρωσε τὴν δεσποινίδα γιὰ τὴν συνεργασία θέλησε νὰ συνεχίσουν τὴν διασκέδασι. Ἐκείνη ἀρνήθηκε, λογόφεραν σφοδρὰ καὶ ὁ νεαρὸς τῆς ἔδωσε ἕνα χαστούκι. «Αὐτὸ ποὺ ἔκανες θὰ μοῦ τὸ πλήρωσης. Θὰ δῆς ποιά εἶμαι ἐγώ», τὸν ἀπείλησε καὶ ἔφυγε. Ἡ ὥρα ἦταν περασμένη. Ὁ Σπηλιόπουλος πηγαίνει στὸ γραφεῖο του, γράφει λεπτομερῶς τὴν ἀναφορά του, τί ἄκουσε δηλαδὴ νὰ λέγη ὁ Ἰταλὸς ἀξιωματικός, τὴν ἀφήνει στὸ ὑπασπιστήριο τοῦ προϊσταμένου του καὶ φεύγει νὰ κοιμηθῆ ὄχι στὴν οἰκία του, ἀλλὰ στὸν πατέρα του.
Τὸ πρωϊ ὁ προϊστάμενός του διαβάζει τὴν ἀναφορά, ἐκτιμᾷ τὴν σοβαρότητά της καὶ τὴν παραδίδει στὸν Παξινό, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του, δίχως καθυστέρησι, τὴν πηγαίνει στὸν Μανιαδάκη. Ὁ δαιμόνιος Ὑπουργὸς Ἀσφαλείας ἀποφασίζει ὅτι πρέπει νὰ τὴν μάθη ὁ Μεταξᾶς ἀμέσως. Ὁ Μεταξᾶς, καθὼς μοῦ εἶπε ὁ Μανιαδάκης, διάβασε προσεκτικὰ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Σπηλιόπουλου. «Πρόκειται γιὰ σημαντικὴ πληροφορία», σχολίασε. «Φέρτε μου τώρα τὸν Ἀξιωματικὸ ποὺ τὴν συνέταξε, θέλω νὰ μιλήσω μαζί του». Ὁ Μανιαδάκης τηλεφωνεῖ στὸν Παξινὸ καὶ τὸν διατάσσει νὰ ἔλθη στὸ γραφεῖο του μαζὶ μὲ τὸν Σπηλιόπουλο, τὸν ὁποῖον ἀναζητοῦν, ἀλλὰ δὲν βρίσκουν διότι εἶχε ὅπως εἴπαμε κοιμηθῆ στὸν πατέρα του. Ὁ χρόνος περνᾷ κι ὅλοι ἀνησυχοῦν. Κατὰ τὶς ἕνδεκα ἐμφανίζεται ἀνύποπτος ὁ Σπηλιόπουλος στὴν ὑπηρεσία του. Μόλις τὸν βλέπει ὁ προϊστάμενός του ἀρχίζει τὶς παρατηρήσεις. «Ποῦ εἶσαι;», «Ἔλα, σὲ θέλει ὁ Διευθυντής, πρόκειται γιὰ τὰ χθεσινά». Ὁ Σπηλιόπουλος, μοῦ διηγεῖται, ἐνόμισε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ τὸ χαστούκι ποὺ ἔδωσε στὴν δεσποινίδα καὶ νόμιζε ἀκόμη ὅτι αὐτὴ τὸν κατήγγειλε, ὅτι θά ’χε κάποιον ἰσχυρὸ γνωστὸ καὶ ὅτι θὰ τοῦ ζητοῦσαν τὸν λόγο γιὰ τὴν πρᾶξι του. Μπαίνει στὸ γραφεῖο τοῦ Παξινοῦ, ὁ ὁποῖος ἀμέσως σηκώνεται καὶ τοῦ λέγει: «Πᾶμε γρήγορα, μᾶς περιμένει ὁ Μανιαδάκης». Ὁ Σπηλιόπουλος τὰ ἔχασε. Ὁ Μανιαδάκης δὲν ἦταν μικρὸ πράγμα. Τὸ ζήτημα λοιπὸν ἔλαβε τέτοια ἔκτασι. Ἐξακολουθεῖ νὰ πιστεύη ὅτι ὁ Μανιαδάκης τὸν θέλει γιὰ τὸ χαστούκι. Μέσα στὸ αὐτοκίνητο σκέφτεται πόση δύναμι εἶχε ἐκείνη ἡ γυναίκα γιὰ νὰ φθάση μέχρι τὸν Μανιαδάκη. Προετοιμάζεται τί περίπου θὰ πῆ. Φθάνουν στὸ γραφεῖο τοῦ Μανιαδάκη. Στέκεται προσοχὴ μπροστὰ στὸν πανίσχυρο Ὑπουργὸ Ἀσφαλείας. «Κύριε Ὑπουργὲ νὰ σᾶς ἀναφέρω ὅτι...», «Ἄστα, ἄστα», τὸν διακόπτει ὁ Μανιαδάκης, «θὰ τὰ πῆς στὸν Μεταξᾶ, πᾶμε». Ὁ Σπηλιόπουλος κατέρρευσε. Στὸν Μεταξᾶ! Πότε πρόλαβε ἡ... Ἐξακολουθεῖ νὰ νομίζη ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ χαστούκι.
Ἐνθυμοῦμαι τὸν Σπηλιόπουλο νὰ μοῦ περιγράφη συγκινημένος πῶς εἰσῆλθε μὲ τὸν Μανιαδάκη στὸ γραφεῖο τοῦ Μεταξᾶ. Ὁ Ἐθνικὸς Κυβερνήτης τὸν χαιρέτησε, τοῦ ἔδειξε νὰ καθήση. Στὰ χέρια του κρατοῦσε τὴν ἀναφορὰ καὶ τότε ὁ Σπηλιόπουλος κατάλαβε γιατί τὸν ἤθελαν. «Ἐσὺ ἔγραψες αὐτό;» ρώτησε ὁ Μεταξᾶς. «Μάλιστα κ. Πρωθυπουργέ». «Θέλω νὰ θυμηθῆς ἀκριβῶς τί συζήτησαν οἱ δύο Ἰταλοί, πῶς ἀκριβῶς τὸ ἄκουσες στὰ Ἰταλικά». Ὁ Σπηλιόπουλος ἀναφέρει λεπτομερῶς τὰ λεχθέντα. Ὁ Μεταξᾶς τὸν πλησιάζει, τοῦ σφίγγει τὸ χέρι: «Νὰ ξέρης, παιδί μου, ὅτι προσέφερες μεγάλη ὑπηρεσία στὴν Πατρίδα». Πρὸ ἐτῶν, ὅταν μοῦ διηγεῖτο τὴν σκηνὴ αὐτὴ ὁ Σπηλιόπουλος ἔβλεπα δάκρυα στὰ μάτια του».
Ὁ Μεταξᾶς, ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἕλληνας, κατηγορήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὑπονόμευσαν τὴν Ἑλλάδα πρὸς χάριν ξένων συμφερόντων ὡς «στυγνὸς δικτάτωρ». Κατηγορήθηκε καὶ ἀπὸ ἄλλους, πραγματικοὺς δημοκράτες, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, ἀργότερα θὰ ἀνασκευάσουν τὴν γνώμη τους γι’ αὐτόν. Ὅμως ὁ Μεταξᾶς δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ἐνεργῆ γιὰ τὸ καλὸ τῆς πατρίδος του. Δὲν ἔκλεψε, δὲν ζοῦσε στὴν χλιδή, καὶ κυρίως δικαιώθηκε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν κατηγόρησαν. Τὸ πῶς ζοῦσε τὸ ἀναφέρει ὁ Γκράτσι στὸ βιβλίο του, ὅταν λέη «Ἐπὶ τέλους τὸ κουδούνισμα ξύπνησε τὸν ἴδιο τὸν Μεταξᾶ, ποὺ ἔκαμε τὴν ἐμφάνισί του σὲ μία μικρὴ πλαϊνὴ πόρτα καὶ ἀναγνωρίζοντάς με, μὲ ἄφησε νὰ περάσω. Ὁ Μεταξᾶς φοροῦσε μία μάλλινη ρόμπα, ἀπὸ τὸν γιακᾶ τῆς ὁποίας φαινόταν ἕνα μετριότατο βαμβακερὸ νυκτικό»...
Ἡ ἀνάλυσις τῆς ἱστορικῆς στιγμῆς ἀλλὰ καὶ τῆς προσωπικότητος τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀντίπαλό του εἶναι δηλωτικὴ τῆς προσωπικότητος τοῦ μεγάλου ἀνδρός.
Μοῦ ἕσφιξε τὸ χέρι, γράφει ὁ Γκράτσι, καὶ μὲ ἔβαλε νὰ καθήσω σὲ ἕνα μικρὸ φτωχικὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ. Μόλις καθήσαμε, καὶ ἐπειδὴ ἡ ὥρα ἦταν λίγα λεπτὰ μετὰ τὶς 3, τοῦ εἶπα ἀμέσως ὅτι ἡ Κυβέρνησίς μου, μοῦ εἶχε ἀναθέσει νὰ τοῦ ἐγχειρίσω προσωπικῶς ἕνα κείμενο, ποὺ δὲν ἦτο τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ τελεσίγραφον τῆς Ἰταλίας πρὸς τὴν Ἑλλάδα, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ Ἰταλικὴ Κυβέρνησις ἀπαιτοῦσε τὴν ἐλεύθερη διέλευσι τῶν στρατευμάτων της στὸν Ἑλληνικὸ χῶρο, ἀπὸ τὶς 6 π.μ. τῆς 28/10/1940. Ὁ Μεταξᾶς ἄρχισε νὰ τὸ διαβάζη. Μέσα ἀπὸ τὰ γυαλιά του, ἔβλεπα τὰ μάτια του νὰ βουρκώνουν. Ὅταν τελείωσε τὴν ἀνάγνωσι μὲ κοίταξε κατὰ πρόσωπο, καὶ μὲ φωνὴ λυπημένη ἀλλὰ σταθερὴ μοῦ εἶπε:
"Alors c’ est la guerre" (Λοιπόν, εἶναι πόλεμος).
Καὶ κατέληξε: "Vous etes les plus forts" (εἶσθε οἱ πιὸ ἰσχυροί).
Μὲ τὴν σειρά μου, γράφει ὁ Γκράτσι, δὲν ἤξερα τί νὰ ἀπαντήσω στὰ λόγια αὐτὰ καὶ στὴν βαθειὰ λύπη ποὺ τὰ δονοῦσε. Νομίζω δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος μία τοὐλάχιστον φορὰ στὴν ζωή του, νὰ μὴν αἰσθάνθηκε ἀπέχθεια γιὰ τὸ ἐπάγγελμά του. Ἂν στὴν μακρὰν σταδιοδρομίαν μου στὴν ὑπηρεσία τοῦ κράτους ὑπῆρξε ποτὲ μία στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ἐμίσησα τὸ δικό μου, μία στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ καθῆκον τοῦ ἀξιώματός μου, μοῦ φάνηκε σταυρὸς καὶ ὄχι μόνο θλιβερός, ἀλλὰ καὶ ταπεινωτικός, ἡ στιγμὴ αὐτὴ ἦταν, ὅταν ἄκουσα ἐκεῖνα τὰ ἀποκαρδιωμένα λόγια ποὺ πρόφερε ὁ πρεσβύτης ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε καταναλώσει ὁλόκληρη τὴν ζωή του ἀγωνιζόμενος καὶ ὑποφέροντας γιὰ τὴν χώρα του καὶ πού, καὶ κατὰ τὴν ὑπέρτατη ἐκείνη στιγμή, προτιμοῦσε νὰ διαλέξη γιὰ τὴν πατρίδα του τὸν δρόμο τῆς θυσίας καὶ ὄχι τὸν δρόμο τῆς ἀτιμώσεως. Ὑποκλίθηκα μπροστά του μὲ τὸν βαθύτερο σεβασμὸ καὶ βγῆκα ἀπὸ τὸ σπίτι του".
Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν κατηγόρησαν κάποτε, ἔγραψαν, πρὸς τιμήν τους, μετά, ὕμνους ὑπὲρ τοῦ Μεταξᾶ.
Ὁ σπουδαῖος διανοούμενος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στὸ βιβλίο του «Τὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Πολέμου» (σελ. 19) γράφει: «Χωρὶς κἂν νὰ ἐξέλθη ἡ Τουρκία εἰς τὸν πόλεμον, ἐδέσμευσεν, εἰς πολλὰ σημεῖα θίγοντα τὴν Ἑλλάδα, τὴν Μεγάλην Βρεττανίαν (ὅπως εἶναι πλέον τώρα γνωστὸν καὶ ὅπως εἰδικώτερα θὰ ἴδη ὁ ἀναγνώστης, ἐὰν διάβαση ὅσα γράφω κατωτέρω σχετικὰ μὲ τὰς ἐν Μέσῃ Ἀνατολῇ καὶ Λονδίνῳ ἐμπειρίας μου). Φαντασθῆτε, λοιπόν, τί θὰ ἐπαθαίναμε, ἐὰν ἐξήρχετο ἡ Τουρκία ἐκ τῆς οὐδετερότητος παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν Συμμάχων! Ἐὰν ἐξήρχετο, δὲν θὰ μᾶς ἐδίδετο οὔτε καὶ αὐτὴ ἡ Δωδεκάνησος. Ἂς μὴ ἀποδώσουν, λοιπόν, οἱ δῆθεν σώφρονες ἀναγνῶσται τὰς τολμηρὰς συστάσεις, ποὺ περιλαμβάνει τὸ ὑπόμνημά μου, εἰς ἁπλοῦν καὶ ἄκριτον ἐνθουσιασμὸν ἑνὸς σχετικῶς νέου, τότε, πολιτικοῦ. Πρέπει νὰ εἴμεθα, χωρὶς ἄλλο, εὐγνώμονες εἰς τὸν Ἰωάννην Μεταξᾶ, διότι εἶπε, ὁλομόναχος εἰς τὸ σκοτάδι τῆς νυκτός, τὸ μέγα «Ὄχι».
Λέγουν, ὅσοι ἀντικρύζουν μὲ ἐμπάθειαν καὶ αὐτὰ τὰ ἀνάγλυφα γεγονότα τῆς Ἱστορίας, ὅτι τὸ «Ὄχι» δὲν τὸ εἶπεν ὁ Μεταξᾶς· ὅτι τὸ εἶπεν ὁ Ἑλληνικὸς Λαός. Ναί, τὸ εἶπεν ὁ Ἑλληνικὸς Λαός, ἀλλὰ ἀφοῦ τὸ εἶχε εἴπη ὁ Μεταξᾶς. Ὁ ἀτυχὴς καὶ συμπαθὴς Emmanuele Grazzi, ἐκτελῶν ἐντολὴν ποὺ δὲν τοῦ ἄρεσε διόλου (βλ. τὸ βιβλίον του: Ιl principle della fine, Ρώμη 1945), ἐξύπνησε, τὴν 3ην πρωϊνήν, τὸν Μεταξᾶ καὶ ὄχι τὸν Ἑλληνικὸν Λαόν. Ἐὰν ἔλεγεν ὁ Μεταξᾶς «Ναί», πῶς θὰ ἔλεγεν «Ὄχι» ὁ Ἑλληνικὸς Λαός, ποὺ θὰ ἐξυπνοῦσε ἀργότερα; Θὰ τὸ ἔλεγε, βέβαια, μέσα του καὶ θὰ τὸ ἐξεδήλωνε καὶ ἔμπρακτα, ὅταν θὰ ὠργάνωνε μυστικὰ τὴν ἀντίστασίν του, ἀλλὰ ἡ Ἀλβανικὴ Ἐποποιΐα δὲν θὰ ἐγράφετο ποτέ. Ἂς εἴμεθα, λοιπόν, τίμιοι ἀπέναντι τῆς Ἱστορίας. Τὸ μέγα «Ὄχι» εἶναι πρᾶξις τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ».
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐκδότης τῆς ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, Γεώργιος Α. Βλάχος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πολέμιός του καὶ εἶχε ἐπιτεθῆ πολλάκις κατὰ τοῦ Μεταξᾶ κατὰ τὸ παρελθόν, σὲ ἀπολογητικὸ ἄρθρο του, τὸ ὁποῖο γράφει στὴν ἐφημερίδα καὶ περιλαμβάνεται στὸ βιβλίο «Ἄρθρα στὴν ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (1919-1951)», (σελ. 414 - 417) ἀνασκευάζει καὶ γράφει:
«Ἡ στήλη αὕτη ἔχει ἀπέναντι τοῦ κ. Ἰωάννου Μεταξᾶ παλαιὰν ὀφειλήν. Ὅταν πρὸ εἴκοσι δύο ἐτῶν ἠκολούθει μίαν πολιτικήν, μίαν παράταξιν, καὶ μὲ τοὺς κακούς της ἐνθουσιασμοὺς μίαν ἄτυχη ἐκστρατείαν, συνήντησε εἰς τὸν δρόμον της ἡ στήλη αὕτη ἀντίπαλον καὶ τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς παρατάξεως καὶ τῆς ἐκστρατείας τὸν κ. Μεταξᾶν, τὸν πρώην ἀρχηγὸν τοῦ Ἐπιτελείου: «Ἡ ἐκστρατεία», ἔλεγεν ὁ κ. Μεταξᾶς, «θὰ ἀποτύχη. Ἡ πολιτική σας, ἡ στρατιωτικὴ καὶ ἡ ἐξωτερική, εἶναι στραβή...» Στραβή;... Ἐκείνην τὴν ἐποχὴν ἐπεκράτει τὸ ρητόν: «Πᾶς ὁ μὴ μεθ’ ἡμῶν, καθ’ ἡμῶν». Καὶ καταλήγει...
«Καὶ ἔφθασε τότε ἡ μεγάλη στιγμή. Εἴκοσι ὀκτὼ Ὀκτωβρίου, Δευτέρα, τρεῖς τὸ πρωΐ. Ὁ Μεταξᾶς, μόνος, κοιμᾶται. Τὸ τηλέφωνον. Μία ὁμιλία. Ὁ Γκράτσι. Γύρω του δὲν ἔχει κανένα. Δὲν ἔχει κἂν τὸ γραφεῖον του, δὲν ἔχει ἕνα κλητῆρα. Κανένα. Ἡ ὑπηρεσία, ὅπως ὅλη ἡ Ἑλλὰς τὴν ὥραν ἐκείνην, κοιμᾶται.
Πρὸς στιγμήν, ἂς κρατήσωμεν τὴν ἀναπνοήν μας, διότι ἐδῶ πλησιάζομεν τὸν μεγαλύτερον σταθμὸν τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Ἡ Ἰταλικὴ Αὐτοκρατορία, μὲ τὰ σαράντα ὀκτώ της ἑκατομμύρια, μὲ τὸν πλοῦτον της, μὲ τοὺς στρατούς της, μὲ τὰ ἀεροπλάνα της, μὲ τὰ ἅρματά της, ἐξύπνησε αἰφνιδιαστικῶς ἕνα ἄνθρωπον καὶ τοῦ ἐζήτησε ἐντὸς τριῶν ὡρῶν τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτός -τίς ἐξ ἡμῶν, μὴ γνωρίζων ἀκόμη ἂν ζῆ πραγματικότητα ἡ ἐφιάλτην, δὲν θὰ ἐδίσταζε, δὲν θὰ ἐζήτει ὀλίγων ὡρῶν προθεσμίαν, δὲν θὰ προσεπάθει ν’ ἀποφύγη τὸ γεγονός;- εἶπεν: Ὄχι! Ἀμέσως, ἄνευ συζητήσεως, ἄνευ ἐνδοιασμοῦ! Δὲν εἶπεν «ὄχι» ἁπλῶς. Ἐντὸς λεπτοῦ, ὅπως ἐξύπνησεν αὐτὸς ἐντὸς λεπτοῦ, ἐξύπνησε τὴν Ἑλλάδα. Διαταγαί, σχέδια, τηλεφωνήματα, γενικὴ ἐπιστράτευσις, κήρυξις Στρατιωτικοῦ Νόμου, ἐπιτάξεις, προκηρύξεις, ἀγγέλματα ἔγιναν πρὶν ἀνατείλη ὁ ἥλιος καί, ὅταν ἀνέτειλε, ἤδη ἐμάχετο ἡ Ἑλλάς.
Ἐζήσαμεν ἔκτοτε ὥρας ἀνησυχιῶν, ἀγωνίας, ἐνθουσιασμοῦ καὶ χαρᾶς. Εἴδομεν τὴν Δόξαν ἀσθμαίνουσαν νὰ παρακολουθῆ τὰ στρατεύματά μας. Ἠκούσαμεν τοὺς ἀνέμους νὰ μεταφέρουν τὸ ὄνομά μας εἰς ὅλους τους κόσμους καὶ νὰ διαλαλοῦν, γῆ, θάλασσα, ὡς καὶ τὰ ἄστρα, τὴν νίκην μας. Ἐφέραμεν ἕως ἐδῶ, εἰς τὰς Ἀθήνας, τὰ ὅπλα τῶν εἰσβολέων καὶ ἐσύραμεν ὡς ἐδῶ ἀόπλους τοὺς εἰσβολεῖς. Πρὸς στιγμὴν μᾶς ἐφάνη ὅτι ἡ Πλάσις ὁλόκληρος μὲ τοὺς ἡλίους της, μὲ τοὺς κόσμους της, ἐστάθη ὅλη διὰ νὰ προσέξη τὴν μικροσκοπικὴν αὐτὴν γωνίαν τῆς γῆς, ἡ ὁποία καὶ πάλιν ἐμεγαλούργει. Καὶ ἐζήσαμεν εὐτυχεῖς. Τόσον εὐτυχεῖς ὅσον ποτέ. Τόσον εὐτυχεῖς ὥστε τὸ τί θὰ γίνη αὔριον δὲν ἐνδιαφέρει. Ἔχομεν κεφάλαια διὰ τὴν Ἱστορίαν, τὰς Νίκας μας, κεφάλαιον γιὰ τὰ παιδιά μας τὸ «Ὄχι».
Τώρα ἡ Α.Ε. ὁ κ. Ἰωάννης Μεταξᾶς, Πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος, ἔφθασεν εἰς τὸ ἀκρότατον σημεῖον τῆς δόξης του. Ἔγινε Γιάννης. Δὲν εἶναι οὔτε ἡ Αὐτοῦ Ἐξοχότης οὔτε ὁ Πρωθυπουργὸς οὔτε ὁ Πρόεδρος. Εἰς τὸ στρατιωτικὸν Νοσοκομεῖον, ὅταν ὁ τραυματίας εἶχε γείρει εἰς τὸ προσκέφαλόν του βαρὺς καὶ τὸν ἠρώτησε ἡ ἀδελφὴ νοσοκόμος τί θέλει, ἐκεῖνος ἀπήντησε:
Θέλω τὸν Γιάννη...
Ὅπως αἱ μελωδίαι διὰ νὰ ζήσουν πρέπει νὰ κατέβουν εἰς τοὺς δρόμους, οὕτω καὶ τῶν δημοσίων ἀνδρῶν τὰ ὀνόματα θὰ ζητήσουν εἰς τοὺς δρόμους, μεταξὺ τοῦ λαοῦ, τὴν ἀθανασίαν. Ὁ κ. Μεταξᾶς ἔχει ἀπέναντι τῆς ἀθανασίας κερδίσει τὴν μάχην του: Εἶπε τὸ ὄχι, ἔγινε Γιάννης... Τί τοῦ μένει; Νὰ γίνη καὶ ἄγαλμα. Θὰ γίνη λοιπόν. Ἀλλ’ ὄχι, ὅπως ηὐχήθημεν ἄλλοτε, ἀπὸ μάρμαρον τοῦ Πεντελικοῦ. Θὰ γίνη ἀπὸ τὸν ὀρείχαλκον ποὺ θ’ ἀποδώσουν ταπεινωμένα, αἰχμάλωτα, τὰ ἐχθρικὰ πυροβόλα, αὐτὰ ποὺ τὸν ἐξύπνησαν εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωΐ...
Ἡ στήλη αὕτη ἠσθάνθη τώρα, τὰς ἡμέρας αὐτὰς τῆς χαρᾶς, τὴν ἀνάγκην νὰ φυλλομετρήση τὴν ἱστορίαν της -τοὺς παλαιούς της λογαριασμούς- νὰ ἀνατρέξη εἰς περασμένους καιρούς, νὰ ἐνθυμηθῆ. Ἀλλὰ ἠσθάνθη πρὸ παντὸς τὴν ἀνάγκην νὰ γράψη ὅ,τι φρονεῖ, ὅ,τι σκέπτεται διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐπὶ δεκαὲξ ἔτη ἠγωνίσθη ἐναντίον ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων εἰς μάτην διὰ νὰ χρησιμεύση εἰς τὴν Ἑλλάδα, εἰς μὲν τέσσαρα ἔτη κατώρθωσε νὰ τὴν ἀναπλάση, εἰς δὲ μίαν ὥραν τὴν ἔσωσε».
Ὕστερα ἀπὸ τὰ ὅσα ἀναφέραμε, ἀγαπητοὶ φίλοι, καὶ μὲ δεδομένη τὴν σημερινὴ ὑποταγὴ τῶν ἡγετῶν μας στὸ ΔΝΤ, τὸ συμπέρασμα εἶναι ἕνα: «ΤΑ ΟΧΙ ΘΕΛΟΥΝ ΜΕΤΑΞΑΔΕΣ»!!!