28/1/09

Τὸ γαϊδουράκι Νάθαν

τοῦ Γεωργίου Βλαχοπούλου

Ἦταν ἕνα ζεστὸ ἀνοιξιάτικο πρωϊνό, στὴν πεδιάδα τῆς Ἰουδαίας. Ὁ φωτεινὸς ἥλιος χάϊδευε μὲ τὶς ζεστὲς ἀκτίνες του τὴν νωπὴ ἀπὸ τὴν πρωϊνὴ δροσιὰ γῆ, κάνοντάς την νὰ ἀχνίζη καὶ τὸ κιτρινοκόκκινο χῶμα νὰ εὐωδιάζη ὑπέροχα. Ὁ Νάθαν, τὸ γαϊδουράκι, ὀρθάνοιξε τὰ μεγάλα, καστανὰ μάτια του κι ἔβγαλε τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τοῦ παχνιοῦ, ποὺ ἔβλεπε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς αὐλῆς. Ὄρθιος κοντὰ στὸ μαγκανοπήγαδο στεκόταν τὸ ἀφεντικό του, ὁ γέρο-Ἰακὼβ ὁ ἀγωγιάτης, καὶ συζητοῦσε ἔντονα μ’ ἕναν νεαρὸ ψαρᾶ. Οἱ δυὸ ἄνδρες χειρονομοῦσαν ζωηρά, σὰν νὰ κανόνιζαν τὴν τιμὴ γιὰ τὸ ἀγώϊ. «Συνηθισμένο παζάρι», σκέφθηκε ὁ μικρὸς Νάθαν κι ἄνοιξε τὸ στόμα του σὲ ἕνα ἀτέλειωτο χασμουρητό, ποὺ τὸ συνώδευαν οἱ μουσικοὶ λαρυγγισμοί του.

Ἄθελά του τράβηξε τὴν προσοχή του ἕνας ὄμορφος, γαλήνιος, νέος ἄνδρας, ποὺ παρακολουθοῦσε τὴν συνομιλία ἀπὸ μία γωνιά. Δὲν φαινόταν νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ πολὺ γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα, λὲς κι ὁ νοῦς του ἔτρεχε κάπου ἀλλοῦ. Ἦταν ντυμένος ἁπλᾶ, μὰ ἀρχοντικά. Τὰ ροῦχα του καθαρά, στὰ πόδια του τυλιγμένα δερματόπλεχτα σανδάλια. Τὰ χέρια λεπτά, μὲ μακρυὰ δάκτυλα. Ἡ ὅλη του ἐμφάνιση ἔδειχνε ἄνθρωπο εὐγενικὸ καὶ καλλιεργημένο. Φαινόταν νὰ κατάγεται ἀπὸ τὴν τάξη τῶν τεχνιτῶν, ἴσως νὰ ἦταν ξυλουργός. Εἶχε μακριά, καστανόξανθα μαλλιά, ποὺ οἱ σγουροὶ κυματισμοί τους ἀκουμποῦσαν ἁπαλὰ στοὺς φαρδεῖς του ὤμους. Δυὸ ὄμορφα γαλάζια μάτια στόλιζαν τὸ πρόσωπο μὲ τὸ πλατὺ φωτεινὸ μέτωπο. Ἡ μορφή του αὐστηρή, μὰ καλοσυνάτη. Ὁ Νάθαν ἔνοιωσε πὼς ἀπὸ κάπου γνώριζε αὐτὸν τὸν Ξένο, μὰ ἀγουροξυπνημένος καθὼς ἦταν, δὲν ἔδωσε ἐκείνη τὴν στιγμὴ συνέχεια στὴν σκέψη του.
Οἱ δυὸ ἄνδρες δὲν ἄργησαν τελικὰ νὰ συμφωνήσουν κι ἔδωσαν τὰ χέρια. Ὁ γερο-Ἰακὼβ μέτρησε μὲ ἱκανοποίηση τὰ δηνάρια, ποὺ ἀκούμπησε στὴν παλάμη του ὁ ψαρᾶς καὶ κατευθύνθηκε μαζί του στὸν στάβλο ποὺ βρισκόταν ὁ Νάθαν. Τὸ γαϊδουράκι μας ἄφησε πρόθυμα νὰ τὸ ὁδηγήση ὁ ψαρᾶς ἀπὸ τὴν τριχιὰ ποὺ ἦταν περασμένη στὸν λαιμό του. Δὲν χρειαζόταν πολὺ γιὰ νὰ μαντέψη τὴν ἀποστολή του: Εἶχε συμφωνηθῆ νὰ μεταφέρη στὴν πλάτη του ἐκεῖνο τὸν σιωπηλὸ ἄνδρα ποὺ στεκόταν παράμερα βυθισμένος στὶς σκέψεις του. Μὲ ἕνα πήδημα στὸ πλάϊ ὁ Ξένος βρέθηκε ἀνεβασμένος στὸν Νάθαν, ποὺ χωρὶς νὰ περιμένη κάποιο πρόσταγμα ξεκίνησε. Μία ἀνηφορικὴ πορεία - γιὰ τὸ γαϊδουράκι καὶ τὸν ἀναβάτη του - ἄρχιζε...

Βέβαια ὁ Νάθαν δὲν συνήθιζε νὰ σκέπτεται, ὅταν πήγαινε φορτωμένος σὲ κάποιο ἀγώϊ. Ἄλλωστε, μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμή, ἡ σύντομη ζωή του δὲν ἦταν καὶ τόσο ἄσχημη. Ὁ γερο-Ἰακὼβ ἦταν καλὸς καὶ δὲν τὸν κτυποῦσε, τὸ παχνὶ ἦταν πάντα ζεστό, τὸ ἄχυρο στεγνὸ καὶ ὁ σανὸς ἀρκετός. Τὸν Νάθαν τὸν προώριζαν συνήθως γιὰ ἐλαφρὰ φορτία, ἀφοῦ ἦταν ἀκόμα ἕνα μικρὸ πουλάρι. Μία φορά, ἦταν ἕνα σακκὶ σιτάρι γιὰ τὸν μῦλο τοῦ κυρ-Ζεβεδαίου τοῦ μυλωνᾶ, κάποια ἄλλη, δυὸ πήλινα δοχεῖα μὲ λάδι, προωρισμένα γιὰ τὸ χάνι τοῦ τελώνη Ζακχαίου, ἐκεῖ στὴν ἄκρη τῆς πόλης. Ἀλλὰ καὶ ἀσκιὰ μὲ κρασὶ ἀνῆκαν στὰ ἐμπορεύματα, ποὺ εἶχαν μεταφέρει στὸ παρελθὸν οἱ τρυφερές του πλάτες.

Ὅμως, αὐτὴ τὴν φορὰ τὸν πλημμύρισε ἕνα αἴσθημα περίεργο, πρωτόγνωρο. Σχεδὸν κατάσαρκα στὴν πλάτη του, χωρὶς σαμάρι, μ’ ἕνα μάλλινο ὑφαντὸ νὰ τὸν χωρίζη ἀπὸ τὸν ἀναβάτη του, μετέφερε τώρα ἐκεῖνον τὸν Ξένο, στὸν ἀνηφορικὸ δρόμο γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν Ἅγια Πόλη. Ὁ Ξένος, μὲ μᾶλλον συνηθισμένη σωματικὴ διάπλαση, φαινόταν ἀνάλαφρος. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ μικρὸς Νάθαν ἔνοιωθε τὴν σπονδυλική του στήλη νὰ λυγίζη κάτω ἀπὸ τὸ φορτίο τοῦ ἀναβάτη του: «Θὰ ἔλεγες πὼς κουβαλῶ ὅλο τὸ βάρος τοῦ κόσμου», συλλογίστηκε μὲ ἀπορία τὸ μικρὸ γαϊδουράκι, καὶ μὲ σφιγμένα χείλη ἀγωνίστηκε νὰ κρατήση σταθερὸ τὸν βηματισμό του στὸν γλιστερὸ πλακόστρωτο δρόμο, ποὺ ὡδηγοῦσε στὴν πόλη.

Σὲ ἄλλη περίπτωση θὰ βαρυγκομοῦσε καὶ θὰ στύλωνε τὰ λεπτὰ μπροστινά του πόδια μὲ δύναμη στὸ ἔδαφος, χωρὶς νὰ κουνηθῆ οὔτε μία σπιθαμή. Ὅπως τότε ποὺ κάποιοι σκληρόκαρδοι ἔμποροι ἀπὸ τὴν Σαμάρεια τὸν εἶχαν φορτώσει μὲ δυὸ βαριὰ σακκιὰ χοντρὸ ἁλάτι καὶ τὸν χτυποῦσαν μὲ τὶς βέργες τῆς λυγαριᾶς. Μόνο ποὺ τώρα, χωρὶς νὰ ξέρη κἂν τὸ γιατί, αἰσθανόταν πὼς δὲν ὑπῆρχε κανένας λόγος γιὰ τέτοια πείσματα. Θὲς τὸ τρυφερὸ χέρι τοῦ Ξένου, ποὺ χάϊδευε τὸ κεφαλάκι του ἀνάμεσα στὰ μεγάλα μυτερὰ αὐτιά του, θὲς ἡ ἤρεμη βελούδινη φωνή του, καθὼς σιγοψιθύριζε Ψαλμοὺς τοῦ Δαυίδ, γέμιζαν τὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ Νάθαν μὲ μία ἀνείπωτη γαλήνη, μὲ μία ἀνεξήγητη καρτερία καὶ ὑπομονή. Ἔνοιωθε πὼς δὲν ἤθελε ποτὲ νὰ τελειώση αὐτὸ τὸ ταξείδι, νὰ μὴ κατέβη ποτὲ ἀπὸ πάνω του ἐκεῖνος ὁ Ξένος. Μὰ πάνω ἀπὸ ὅλα, ἦταν ἐκείνη ἡ λάμψη, ποὺ εἶχε μαγέψει τὸ γαϊδουράκι, ἐκεῖνο τὸ ὑπερκόσμιο λαμπερὸ φῶς, ποὺ φώτιζε τὰ πάντα γύρω του, ἕνα φῶς ἄκτιστο, ποὺ λὲς καὶ κατέβαινε ἀπ’ εὐθείας ἀπ’ τοῦ οὐρανοῦ τὰ βάθη γιὰ νὰ καλύψη τὸ πρόσωπο τοῦ Ξένου καὶ -γιὰ ὅσους ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς- ὁλάκερη τὴν Πλάση γύρω.

Κι ὄπως ἄκουγε τὶς ὁπλές του νὰ ἠχοῦν ρυθμικὰ στὸ πλακόστρωτο, ἄρχισε ἄθελά του νὰ θυμᾶται - χωρὶς νὰ ξέρη τὸ γιατί - τὴν διήγηση τῆς μητέρας του γιὰ τὸ Βρέφος τοῦ Φωτὸς καὶ τῆς Γαλήνης, ποὺ τόσες φορὲς τοῦ εἶχε ἐπαναλάβει τὶς ἀτέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες.

«Ἦταν ἐκείνη τὴν παγωμένη νυχτιὰ στὴν Βηθλεέμ», συνήθιζε νὰ ἀρχίζη τὴν διήγησή της ἡ μητέρα τοῦ Νάθαν, «ὅταν ἄνοιξε ξαφνικὰ στὰ ἄγρια μεσάνυχτα ἡ ξύλινη πόρτα τοῦ στάβλου. Ὅλα τὰ ζῶα ἔνοιωσαν τὴν παγωμένη ἀνάσα τοῦ ἀέρα καὶ στριμώχτηκαν ἀκόμα πιὸ κοντά, χαρίζοντας τὸ ἕνα στὸ ἄλλο τὴν ζεστασιά του. Ἀνάμεσά τους, μικρὸ γαϊδουράκι τότε κι αὐτή, ἡ μητέρα του. Στὴν ἀστροφεγγιά, ποὺ χάριζε χλωμὸ τὸ φῶς της, διαγράφονταν στὴν ἀνοιχτὴ πόρτα οἱ σκιὲς ἀπὸ ἕνα νεαρὸ ζευγάρι ἀνθρώπων. Φαίνονταν νά’ ναι κατάκοποι, ἀπὸ ταξείδι μακρινό. Ἡ γυναίκα ταλαιπωρημένη καὶ χλωμή, μὲ ἕνα γλυκὸ πρόσωπο συσπασμένο ἀπὸ τοὺς πόνους τῆς γέννας, ποὺ κοντοζύγωνε. Ὁ ἄνδρας ἀνήσυχος, ταραγμένος, μὲ μέτωπο αὐλακωμένο ἀπὸ τὶς ρυτίδες ποὺ χαράζει ἡ ἔγνοια κι ἡ ἀγωνία. Τόπο ζητοῦσαν νὰ ξαποστάσουν, νὰ ἀναπαυθοῦν. Μία γωνιὰ γιὰ νὰ ξαπλώση ἡ νεαρὴ γυναίκα τὸ κουρασμένο σῶμα της, νὰ ἀκουμπήση τὸ νεογέννητο, μιᾶς καὶ ἡ ὥρα τῆς γέννας κόντευε. Οἱ κοφτὲς ἀνάσες τῆς γυναίκας ἀκούγονταν ὅλο καὶ πιὸ σύντομες, ὅλο καὶ πιὸ βαθειές. Ὅλα ἔδειχναν πὼς τὰ ζῶα θά ‘πρεπε νὰ μοιραστοῦν τὸ παχνί τους μὲ ἕναν ἀκόμα ἔνοικο. Καὶ πραγματικά: Σὰν ἀπὸ ἕνα ἔνστικτο ἀρχέγονο, τὰ ζῶα τραβήχτηκαν σὲ μία γωνιά, ναὶ στὰ ἀλήθεια, τὸ γαϊδουράκι, τὸ βόδι καὶ τὰ πρόβατα ἔκαναν τόπο γιὰ τὸ νεογέννητο καὶ τὴν βασανισμένη μητέρα του. Κι αὐτή, κάνοντας στρῶμα τὰ ἄχυρα καὶ τὰ ξερόχορτα τοῦ παχνιοῦ, ἔστρωσε καταγῆς τὸν λευκό της μάλλινο μανδύα καὶ μὲ ὅτι κουρέλια τῆς εἶχαν ἀπομείνει, τύλιξε στοργικὰ τὸ γυμνὸ κορμάκι τοῦ Βρέφους. Γιὰ τὰ ζῶα τὸ γεγονὸς τῆς γέννησης ἑνὸς ἀνθρώπου ἀνάμεσά τους ἦταν κάτι τὸ ἐντυπωσιακό. Ἔτσι ἀσυναίσθητα σχημάτισαν ἕναν κύκλο γύρω ἀπὸ τὴν θέση, ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ἡ ἑτοιμόγεννη. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ τῆς γέννας τὰ ζῶα ἔδειξαν τὴν συμπόνοια τους, πλησίασαν καὶ ἔσκυψαν μὲ τὰ κεφαλάκια τους νὰ δοῦν τὸ νεογέννητο τῆς φάτνης καὶ νὰ τὸ ζεστάνουν μὲ τὰ χνῶτα τους. Τί ὄμορφο βρέφος ἦταν! Τί γαλήνιο πρόσωπο ποὺ εἶχε! Κι ἐκεῖνο τὸ διάχυτο φῶς, τὸ ὑπερκόσμιο, τί ἀνείπωτη λαμπρότητα.! Ὅλη ἡ σπηλιὰ ἔλαμψε μὲ μιᾶς, λὲς καὶ τὴν εἶχαν φωτίσει ξαφνικὰ χιλιάδες ἥλιοι», διηγιόταν ἡ μητέρα τοῦ Νάθαν. «Ἦταν μία ἀσύγκριτη, ἀνεπανάληπτη ἐμπειρία γιὰ ὅλη τὴν φύση, ὅλα τὰ ζῶα εἶχαν νοιώσει θαρρεῖς κάποιο σωτήριο γεγονὸς καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ θείου Βρέφους εἶχε σφραγίσει γιὰ πάντα τὴν καρδιὰ καὶ τὴν μνήμη τους, τὸ βίωμα τῆς θείας γέννησης εἶχε ποτίσει καὶ τὸ τελευταῖο τους κύτταρο».

Ἕνα δάκρυ, θυμᾶται, εἶχε γεμίσει τότε τὰ ὄμορφα καστανὰ μάτια τῆς μητέρας του κι εἶχε γίνει σταγόνα μαργαριτάρι, ποὺ στάθηκε στὴν ἄκρη τοῦ βλεφάρου της, σὰν αἰσθάνθηκε τὸ μικρὸ χεράκι τοῦ ἀπροστάτευτου Βρέφους νὰ τῆς χαϊδεύη τὴν μουσούδα, σὰν νὰ ἤθελε νὰ πῆ τὸ δικό του εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ζεστασιὰ ποὺ τοῦ πρόσφερε...

Ἀπορροφημένος στὶς σκέψεις ποὺ τοῦ δημιούργησε ἡ ἀνάμνηση ἀπὸ τὴ διήγηση τῆς μητέρας του, ὁ μικρὸς Νάθαν ἄρχισε νὰ τρικλίζη κάτω ἀπὸ τὸν δυνατὸ ἀνοιξιάτικο ἥλιο. Τί τὸν ἔκανε νὰ θυμηθῆ αὐτὴ τὴν ἱστορία, τώρα; Ποιά σχέση μποροῦσε νὰ ἔχη ἐκεῖνο τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ μὲ αὐτὸν τὸν Ξένο τῆς Ἱερουσαλήμ; Ἀνεξήγητο συναίσθημα. Κι ὅμως, τὸ ἴδιο αἴσθημα Γαλήνης, τὸ ἴδιο ἄπλετο Φῶς, ἡ ἴδια τρυφερότητα τοῦ χεριοῦ ποὺ ἀκουμποῦσε ὅλη τὴν ὥρα στὸ κεφαλάκι τοῦ Νάθαν. Ναί, δὲν ἔκανε λάθος! Στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής του ἔνοιωθε, πὼς δὲν μποροῦσε νὰ κάνη λάθος. Ὁ Ξένος της Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ εἶχαν μὲ βεβαιότητα κάτι κοινὸ μεταξύ τους. Τὸ ἔνστικτο τῶν ζώων, ἡ ἁγνὴ καὶ ταπεινὴ φύση δὲν ἔκανε λάθος !

Ὁ Νάθαν μὲ τὸν ἀναβάτη του ἔφτασαν τώρα στὴν Ἅγια Πόλη. Πέρασαν τὴν μεγάλη Πύλη καὶ τράβηξαν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀγορά. Μὰ τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἀντίκρυζαν τὰ μάτια του; Πανηγύρι χαρᾶς ! Οἱ ἄνθρωποι, πλῆθος ἀμέτρητο καὶ ἀσυγκράτητο, εἶχαν ξεχυθῆ στοὺς δρόμους νὰ προϋπαντήσουν τὴν μικρὴ συντροφιά. Μὲ χαρούμενες φωνὲς κι ἀλαλαγμοὺς περικύκλωσαν τὸ γαϊδουράκι καὶ τὸν ἀναβάτη του, ἐνῷ ἀνέμιζαν στὰ χέρια τους κλαδιὰ ἀπὸ φοινικόδενδρα καὶ βάγια. «Ὡσαννά, ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», ἀκούγονταν κραυγὲς χαρᾶς ἀπὸ κάθε στόμα. Τὸ γαϊδουράκι μας στὴν ἀρχὴ τρόμαξε. Στύλωσε τὰ μυτερὰ αὐτιά του πρὸς τὰ μπρὸς κι ἀφουγκράστηκε τὶς ἰαχὲς τοῦ πλήθους. Ὅλα τοῦ φαίνονταν ἀπειλητικά. Μὰ ἡ βελούδινη φωνὴ τοῦ ἀναβάτη του, ποὺ ἔσκυψε τρυφερὰ ἀπὸ πάνω του, τὸ ἡσύχασε. «Μὴ φοβᾶσαι, Νάθαν», τοῦ ἔλεγε. «Σήμερα μὲ ἀγαποῦν καὶ μὲ δοξολογοῦν, αὔριο θὰ μὲ μισοῦν καὶ θὰ φωνάζουν «σταυρῶστε τον». Μὴ φοβᾶσαι, ὄπως δὲν φοβήθηκε καὶ ἡ μανούλα σου τὶς ἄγριες φωνὲς τῶν στρατιωτῶν τοῦ Ἡρώδη, ποὺ μὲ καταδίωκαν, ὅταν αὐτὴ μὲ φυγάδευε στὴν Αἴγυπτο». «Τὸν Πόνο τὸν διαδέχεται ἡ Χαρὰ καὶ τὸν Σταυρὸ ἡ Ἀνάσταση. Μὴ φοβᾶσαι !»...

Τί λόγια παράξενα ἦταν αὐτὰ ποῦ ἄκουγε; Καὶ πῶς ὁ Ξένος γνώριζε τὸ ὄνομά του; Κι αὐτὸ πάλι, μὲ τὴν φυγὴ στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου; Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ τὸ ἔχη πῆ ; Τώρα ὁ Νάθαν ἦταν πιὰ σίγουρος γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ ἀναβάτη του. Τί μικρὸς ποὺ ἦταν ὁ κόσμος λοιπόν, σκέφτηκε. Ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἡ μανούλα του εἶχε πῆ, πὼς εἶχαν ἔλθει σοφοὶ καὶ βασιλιάδες νὰ τὸν προσκυνήσουν σὰν μεγάλο τοῦ Κόσμου Βασιλιᾶ, ἔμπαινε σήμερα θριαμβευτὴς καὶ μὲ βασιλικὲς τιμὲς στὴν Ἱερουσαλήμ, κι αὐτός, ὁ μικρὸς Νάθαν, τὸ γαϊδουράκι, εἶχε τὴν τιμή, νὰ Τὸν κουβαλᾶ στὴν πλάτη του!

Στὴν σκέψη αὐτὴ ὁ Νάθαν σήκωσε περήφανα τὸ κεφάλι του, τέντωσε ἀποφασιστικὰ τὰ μεγάλα του αὐτιὰ καὶ προχώρησε μὲ βῆμα θριαμβευτικὸ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ποὺ ζητωκραύγαζε.

Ἔτσι ἔφτασαν στὴν ἀγορά. Ἐδῶ ὅμως τελείωνε καὶ τὸ ἀγώϊ. Οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε ὁ μικρὸς Νάθαν γιὰ πότε τὰ ξετρελλαμένα πλήθη σήκωσαν καὶ πῆραν στὸν ὦμο τους τὸν δικό του Ξένο, ποὺ γρήγορα χάθηκε στὴν ἀγκαλιά τους. «Τί κρῖμα», συλλογίστηκε ὁ Νάθαν. Σὲ μία στιγμὴ εἶχε ξεχάσει τὸν κόπο τῆς πορείας καὶ τὸ ἀβάσταχτο βάρος τοῦ φορτίου. Ἕνας γλυκὸς πόνος γέμιζε τὴν καρδιά του. Πόσο θὰ ΄θελε νὰ ξανασυναντήση τὸν Ξένο! Πολὺ ἀργά. Τὸ τράβηγμα τῆς τριχιᾶς στὸ λαιμό του τὸν γύρισε βίαια πίσω στὴν πραγματικότητα. Κάποιο νέο ἀγώϊ περίμενε..

Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες τὸ γαϊδουράκι Νάθαν τραβοῦσε - στὸ νέο του ἀγώϊ - γιὰ τὸ πλακόστρωτο τοῦ Γολγοθᾶ, φορτωμένο μὲ ἕνα βαρὺ καλάθι γεμᾶτο καρφιὰ καὶ σφυριά, δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ πιστέψη πὼς θὰ συναντοῦσε καὶ πάλι τὸν ἀγαπημένο του Ξένο.

Μὰ τί τραγικὸ θέαμα ἀντίκρυζαν τώρα τὰ μεγάλα καστανὰ μάτια του! Ποῦ ἦταν τὸ κάλλος, ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ ἀρχοντιὰ τοῦ χθεσινοῦ ἀναβάτη; Τὰ λινά του ροῦχα ξεσκισμένα καὶ στοὺς ὤμους του ριγμένη μία κόκκινη ματωμένη χλαμύδα, τὰ μεγάλα τρυφερὰ χέρια του δεμένα σφιχτὰ μὲ ἕνα δερμάτινο λουρὶ καὶ τὸ φαρδύ του μέτωπο γδαρμένο ἀπὸ ἕνα ἀγκάθινο στεφάνι, μπηγμένο μὲ βία στὸ κεφάλι του. Μόνο ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο, τὸ Πρόσωπό Του, ἔμενε πάντα τόσο γαλήνιο, τόσο φωτεινό.

Τὸ πλῆθος ποὺ χθὲς Τὸν ὑποδεχόταν μὲ τιμὲς βασιλικές, ἀνέβαζε τώρα τὸν Ξένο σὰν κοινὸ ἐγκληματία στὸν Σταυρό! Τὸ γαϊδουράκι Νάθαν ἔνοιωσε τὸ αἷμα του νὰ παγώνη στὶς φλέβες του καὶ τὴν καρδιά του νὰ σταματᾷ ἀπὸ τοῦ πόνου τὸ ἀσήκωτο βάρος. Κι ἂς εἶχαν πάρει ἀπὸ ἐπάνω του τὸ καλάθι μὲ τὰ καρφιὰ καὶ τὰ σφυριά, ποιός ξέρει γιὰ ποιὸν προωρισμένα...

Στὴν κορφὴ τοῦ λόφου εἶχαν ἀπὸ νωρὶς στηθῆ οἱ τρεῖς σταυροί. Στὴν βάση τους, ἕνα πλῆθος ἀργόσχολων περίεργων τριγύριζε καὶ περιγελοῦσε τοὺς μελλοθανάτους. Σὲ κάποιο παλούκι δεμένος, ὁ μικρὸς Νάθαν, παρακολουθοῦσε ἄθελά του τὶς σκηνὲς τῆς βαρβαρότητας ποὺ ξετυλίγονταν μπροστὰ στὰ μάτια του καὶ ἡ ἁγνή του καρδιὰ δὲν ἔβρισκε ἐξήγηση γιὰ τὴν σκληρότητα τῶν ἀνθρώπων. Γύρισε τὸ κεφάλι του νὰ μὴ βλέπη. Καὶ ξαφνικὰ ἔνοιωσε τὴν ματιά του νὰ διασταυρώνεται μὲ αὐτὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ναί, ἦταν βέβαιο, ὁ Ξένος τὸν εἶχε ἀναγνωρίσει! Τὸ γαϊδουράκι αἰσθάνθηκε τὸ βελούδινο βλέμμα Του νὰ τὸ χαϊδεύη τρυφερά, παρ’ ὅλο τὸν πόνο ποὺ σίγουρα θὰ ὑπέφερε. Εἶδε τὰ χείλη τοῦ ἀγαπημένου του Ξένου, νὰ κινοῦνται ἀδύναμα, σὰν κάτι νὰ τοῦ ψιθύριζαν. Τοῦ φάνηκε πὼς ἔλεγε «Ἄφησέ τους, συγχώρα τους, πατέρα μου, δὲν γνωρίζουν τί κάνουν».

Ὁ Νάθαν δὲν ἦταν σίγουρος, ἂν ἄκουσε σωστά. Στὸ στῆθος του οἱ παλμοὶ τῆς καρδιᾶς του δυνάμωναν ἀπὸ τὴν ὀργή, σὰν τὰ κύματα τῆς θάλασσας ποὺ τά ‘πιασε ὁ ἀπότομος βοριᾶς. Ἀναστέναξε κι ἔνοιωσε πὼς στέναζε μαζί του ἡ φύση ὁλάκερη γιὰ τὰ βάσανα τοῦ Ἀθώου. Ἦταν ὅμως ἀνώφελο. Τὸ γαϊδουράκι μας ἦταν ἀνήμπορο μπροστὰ στὴν ἀνθρώπινη κακία καὶ ὅσο καὶ νὰ τὸ λαχταροῦσε, δὲν ἤξερε τί θὰ μποροῦσε νὰ κάνη γιὰ νὰ βοηθήση Ἐκεῖνον, αὐτό, ἕνα τόσο ἀσήμαντο πουλαράκι.

Καὶ ξάφνου εἶδε τὸν οὐρανὸ μεσημεριάτικα νὰ σκοτεινιάζη καὶ τὴν γῆ νὰ σείεται συθέμελα. Μία ἀστραπὴ ξέσχισε τὸ στερέωμα καὶ φάνηκε νὰ καρφώνεται μὲ βία στὴν βάση τοῦ Σταυροῦ. Τότε ἔγινε ἡ ὀδύνη του λυγμὸς κι ἕνα μεγάλο δάκρυ γέμισε τὰ ὄμορφα καστανά του μάτια καὶ στάθηκε σὰν σταγόνα μαργαριτάρι στὴν ἄκρη τῶν βλεφάρων. «Μὴ φοβᾶσαι», ἄκουσε πάλι μέσα του τὴν γλυκειὰ φωνὴ τοῦ Ξένου νὰ τὸν καθησυχάζει, «τὸν Πόνο διαδέχεται ἡ Χαρὰ καὶ τὸν Σταυρὸ ἡ Ἀνάσταση. Μὴ φοβᾶσαι καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι...»

Κι ἔγινε μὲ μιᾶς τὸ δάκρυ ἐκεῖνο, τὸ δάκρυ τῆς Χαρμολύπης, τὸ δάκρυ μιᾶς χαρᾶς ἐλπιδοφόρας, ποὺ διαδέχεται τὸν πόνο, μιᾶς Ἀναστάσιμης Χαρᾶς ποὺ ἔρχεται καὶ διώχνει τὴν θλίψη τοῦ Σταυροῦ.

Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ - λένε τὰ παλιὰ βιβλία - ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Νάθαν, τοῦ μικροῦ πουλαριοῦ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό, ἔχουν γιὰ μόνιμο στολίδι τους μία μαργαριταρένια σταγόνα ἀπὸ τὸ δάκρυ τῆς Χαρμολύπης στὰ ὄμορφα καστανὰ μάτια τους. Κι ἐκεῖνο τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ στὴν πλάτη, ἀπὸ τοὺς ὤμους μέχρι τὴν οὐρά.

Λένε πὼς σχηματίστηκε ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔρριξε ἐπάνω του τὸ φῶς τῆς ἀστραπῆς, τὴν ὥρα ποὺ τὰ πικραμένα χείλη τοῦ τόσο γνώριμου κι ἀγαπημένου Ξένου ψέλλιζαν «Τετέλεσται».

Ἂν συναντήσετε ποτὲ στὸν δρόμο σας κάποιο γαϊδουράκι, κοιτάξτε προσεκτικὰ στὰ μάτια του νὰ δῆτε, ἂν ὑπάρχη τὸ μαργαριταρένιο δάκρυ τῆς Χαρμολύπης καὶ ἂν στὴν πλάτη του ἔχη χαραγμένο τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ. Ἂν τὰ ἀνακαλύψετε ὅλα αὐτά, σίγουρα εἶστε τυχεροί, ἀφοῦ θὰ ἔχετε συναντήσει κάποιον ἀπόγονο τοῦ μικροῦ Νάθαν, ποὺ γιὰ λίγες μόνο ὧρες πῆρε στοὺς ὤμους του τὸ βάρος ὅλου τοῦ Κόσμου καὶ τὸ ἀπόθεσε στὸν Σταυρό...

Τῆς Ζῆμενς τὰ καμώματα

τοῦ Γεωργίου Μάντη

Μία φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἦταν μιὰ κομπανία,
μεγάλη πολυεθνικὴ μ’ ἕδρα τὴν Γερμανία.
Ἔφτιαχναν εἴδη ἡλεκτρικὰ γιὰ σπίτια καὶ γιὰ δρόμους,
γιὰ πλοῖα, ἐργοστάσια, μετρώ, σιδηροδρόμους.

Κυνήγαγαν μὲ ζεστασιά, ἔργα καὶ ἀγγελίες,
καὶ ἐξασφάλιζαν δουλειὲς ἀπὸ δημοπρασίες.
Παρὰ τὶς ὅποιες προσφορὲς ἂν κι ἦσαν πλειοδότες,
τσίμπαγαν ὅλες τὶς δουλειὲς ἀπὸ τοὺς μειοδότες.

Μιὰ μέρα ὅμως βροχερή, κακοῦργα καὶ μπαμπέσα,
διέρρευσε τὸ μυστικό, ἀπὸ τὴν Ζῆμενς μέσα.
Ἀφοῦ ὅλους τοὺς λάδωναν, μ’ εὐρὼ καὶ ἄλλα εἴδη,
ἀφήνανε γιὰ τοὺς λοιπούς, τὸ πιὸ γνωστὸ βαρίδι...

Συνέβαλαν στὸ γεγονὸς καὶ κάποιοι Ἀμερικάνοι,
ποὺ σὲ δουλειὲς καὶ «ἀνατροπές», δὲν εἶν’ καθόλου χάνοι…
Οἱ συμφωνίες ἔκλειναν σὲ θέρετρα καὶ Ρίτζ,
ἀφοῦ τὸ μπὶλ ἐπλήρωνε ὁ πονηρὸς ὁ Φρίτς.

Τώρα ποὺ ξεμπροστιάστηκαν καὶ θύελλες θερίζουν,
τοῦ Γκαῖτε καὶ τοῦ Λούθηρου, τὰ κόκκαλα θὰ τρίζουν.
Τοὺς «δωρητὲς» ἐδάγκωσε μεγάλο μαῦρο φίδι,
κι ἤδη τοὺς πακετάρανε γιὰ σπέσιαλ ταξείδι.

Τὸν πρόεδρο «ὡς εἴθισται», τὸν ἄφησαν ἀπ’ ἔξω,
ἀφοῦ τοὺς ὑποσχέθηκε: «Κάθε πτυχὴ θὰ φέξω».
Στὸ κόλπο κάποιοι Ἕλληνες πολιτικοὶ καὶ ἄλλοι,
ποὺ ἔπεσαν σὰν ὕαινες στὴν μάσα τὴν μεγάλη.

Οἱ πρῶτοι μεριμνήσανε μὲ τ’ ἄρθρο ὀγδονταέξη
νὰ μὴ τοὺς κλείσης φυλακὴ ποὺ ὁ κ____ σου νὰ φέξη!
Ἀπ’ τὸν ΟΤΕ μᾶς «τίμησαν», κι οἱ ἐργατοπατέρες,
τῆς μάσας καὶ τοῦ ραχατιοῦ, οἱ πιὸ λαμπροὶ ἀστέρες.

Μὲ σύνθημα τὸ «ἅρπαξε καὶ κλέψε γιὰ νὰ ἔχης,
ὑπόγραψε καὶ ἅρπαχτα, βιλλάρα ἂν θὲς νὰ ἔχης».
Βλέπεις ἡ Ἑλλαδίτσα μας μὲ τὰ περίσσεια κάλλη,
εἶναι λιγάκι ἀκριβή, σὲ Σούνιο κι Ἑκάλη.

Τὰ σκάγια πῆραν καὶ ἐμέ, τὸν φουκαρᾶ μπατίρη,
στὴν Ζῆμενς ποὺ δὲν θά ‘κανα, ποτὲ τέτοιο χατήρι.
Ἐγὼ ποὺ πάντα πρέσβευα «εἰς πειρασμὸν οὐ πίπτης»,
κατηγορήθηκα ψευδῶς πὼς εἶμαι δωρολήπτης.

Δύο ἐφέτες χτύπησαν τὴν πόρτα μου μιὰ μέρα,
νὰ μάθουν πῶς ἀπέκτησα τῆς Ζῆμενς μιὰ ψηστιέρα.
Ἐπίμονα μὲ ρώτησαν καὶ γιὰ τὴν φρυγανιέρα,
κι ἂν τὴν ἀγόρασα, ἀπὸ ποῦ, ποιόν μῆνα καὶ ποιά μέρα.

«Στὸν Πειραιᾶ τὴν ψώνισα, δραχμὲς χίλιες καὶ κάτι,
κοιτάξτε τὴν ἀπόδειξη, ἐδῶ τὴν ἔχω. Νάτη!...»