10/3/10

Οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά, τὴν δὲ πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω!

Γράφει ἕνας Ἕλλην Ἀξιωματικὸς

Εἶμαι ὁ ἴδιος. Ὅταν πετῶ στοὺς αἰθέρες τοῦ Αἰγαίου, ὅταν βυθίζωμαι στὰ καταγάλανα νερά του, ὅταν τρέμη τὸ χῶμα τῶν συνόρων ἀπὸ τὸ ἅρμα μου, ὅταν πάνω σὲ μία μηχανὴ ἢ σὲ ἕνα περιπολικὸ τριγυρίζω ἄγρυπνος τὴν νύχτα, ὅταν μπαίνω στὴν φωτιά, ὅταν παλεύω μὲ τὸ λιοπύρι καὶ τὸ ἀγιάζι στὰ λιμάνια. Πιλότος, Ναύτης, Στρατιώτης, Ἀστυνόμος, Πυροσβέστης, Λιμενικός.
Μπῆκα στὶς Ἔνοπλες Δυνάμεις σχεδὸν 17 χρονῶν. Δὲν δυσκολεύτηκα ἰδιαίτερα γιατί διάβαζα σὰν σκυλὶ γιὰ νὰ περάσω τὶς Πανελλήνιες, ἤμουν ἀθλητικὸς καὶ πέρασα τὰ ἀθλητικὰ τέστ εὔκολα, κι ἤμουν συνειδητοποιημένος κι ἔξυπνος ἀρκετὰ γιὰ νὰ περάσω τὰ ψυχολογικὰ τέστ στὰ ὁποῖα ὑποβλήθηκα. Μὰ ἕνα πρᾶγμα μὲ δυσκόλεψε τότε. Πῶς νὰ καταφέρω νὰ πείσω τὸν πατέρα μου νὰ ὑπογράψη γιὰ νὰ μπῶ στὴν Σχολή. Πῶς νὰ καταφέρω νὰ τοῦ κρύψω ὅτι ἀπὸ τοὺς 80 ποὺ τελικὰ θὰ μπαίναμε στὴν Σχολή, στατιστικῶς οἱ 11 δὲν θὰ ζοῦσαν μετὰ ἀπὸ μία 15ετία!
Σήμερα εἶμαι σχεδὸν 40.
Δὲν ξέρω ἂν θὰ γυρίσω στὴν οἰκογένειά μου τὸ μεσημέρι. Ποτὲ δὲν ρωτάω ἂν θὰ γυρίσω πίσω ἀπ' ὅπου μὲ στέλνεις.
Μὲ παλιὰ μηχανήματα, μὲ κατεστραμμένα αὐτοκίνητα, μὲ ὅ,τι κι ἂν μοῦ δώσης. Μὲ τὴν μέση θρύψαλα ἀπὸ τὰ G, μὲ τὰ χέρια γδαρμένα ἀπὸ τοὺς ἱμάντες τοῦ ἀλεξιπτώτου, μὲ τὴν ματιὰ στὴν θάλασσα καὶ τὸ δάκρυ στὴν φωτογραφία τῆς οἰκογένειας δίπλα ἀπ' τὴν εἰκόνα τοῦ Ἀη Νικόλα κάπου στ' ἀνοιχτὰ τῆς Σομαλίας, μὲ τὶς πληγές μου ἀνοιχτὲς ἔξω ἀπὸ τὸ Τμῆμα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, μὲ τὶς παλάμες σάπιες ἀπ' τὴν ἁρμύρα νὰ βγάζω ἀπ' τὰ νερὰ τὰ παιδιὰ ἐκείνων ποὺ ξεβράζουν οἱ διακινητὲς στ' ἀκρονήσια. Ἂχ αὐτὰ τὰ μάτια ὅταν σώζωνται πὼς σὲ κοιτάζουν.
Σ' ἀπογοητεύω πολλὲς φορές. Τὸ ξέρω. Ἀλλὰ κι ἐσὺ δὲν ἦρθες στὴν κηδεία μου. Δὲν μοῦ ἄναψες ἕνα κερί. Δὲν ἔκανες μία γιορτὴ γιὰ μένα στὰ σχολεῖα. Δὲν κράτησες ἕνα δάκρυ γιὰ μένα ὅταν ἔπεφτα ἀπ' τὰ οὐράνια, οὔτε ὅταν μ' ἕνα ἑλικόπτερο πάλευα ἐκείνη τὴν νύχτα μὲσ’ στὸ σκοτάδι καὶ στὴν ἀντάρα τῶν Ἰμίων, οὔτε μὲ ἔκρυψες γιὰ νὰ μὴ μὲ δῆ ὁ Τοῦρκος ἀπὸ τὶς τηλεοράσεις σου. Δὲν ἦρθες στὸ νοσοκομεῖο δίπλα στὸ κρεβάτι μου νὰ μοῦ κρατήσης λίγη συντροφιὰ ὅταν μὲ καίγανε οἱ σφαῖρες καὶ οἱ μολότωφ ποὺ σφηνώθηκαν πάνω μου. Τώρα οὔτε σὲ παρέλαση δὲν θὲς νὰ μὲ βλέπης. Καὶ ἡ σημαία μου ἔχει σταυρὸ πάνω καὶ μπορεῖ νὰ σὲ ἐνοχλῆ.
Καὶ γιὰ τὰ παιδιά μου; Τὴν οἰκογένειά μου; Δὲν νοιάστηκες ὅταν γκρεμιζόμουν, ὅταν πνιγόμουν, ὅταν μὲ ἔλοιωναν οἱ ἑρπύστριες, ὅταν καιγόμουν στὴν φωτιά. Ποτὲ δὲν μὲ ρώτησες τὸν καιρὸ τῆς ἀφθονίας ἂν χρειάζωμαι κάτι. Ἔδινες στοὺς ἄλλους κι ἐγὼ σὲ περίμενα.
Μὴ μιλᾶς μοῦ λές. Μὴ ζητᾶς. Εἶσαι Στρατιώτης. Ἀλλὰ κι ἐγὼ ἤμουν πολὺ μακρυὰ γιὰ νὰ μ' ἀφουγκραστῆς. Στὰ σύνορα, στὸν οὐρανό, στὴν θάλασσα. Μέσα στὴν φωτιὰ νὰ παλεύω μὲ τὶς μάνικες καὶ τὰ Καναντέρ. Καμμιὰ φορὰ ἀπὸ κεῖ μακρυὰ ἄκουγα νὰ μὲ φωνάζης «καραβανᾶ» καὶ «μπάτσο» καὶ «ταβλαδόρο».
Γελοῦσα καὶ χαιρόμουν, γιατί κι ἐγὼ αὐτὴν τὴν ἐλευθερία ὑπερασπίζομαι. Νὰ μοῦ λὲς ὅ,τι θὲς κι ἐγὼ νὰ εἶμαι ἐκεῖ. Ἀκοίμητος καὶ Ἄγνωστος.
Τώρα μὲ βγάζεις στὰ κανάλια καὶ στὰ ραδιόφωνα. Μοῦ λὲς βάλε πλάτη, βοήθα κι ἐσὺ νὰ περάσουμε τὴν φουρτούνα. Δῶσε κι ἐσὺ νὰ καβατζάρουμε τὴν χρονιά. Μοῦ λὲς ὅτι μ' ἔχεις γεμίσει ἐπιδόματα καὶ σπίτια καὶ νοσοκομεῖα καὶ λέσχες, ὅλα δικά μου. Δὲν λὲς τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν μὲ πειράζει.
Ὅταν σου ἔχω δώσει τὴν ζωή μου λὲς νὰ μὲ πειράξουν τὰ λίγα χρήματα; Ὅταν ἔχω σκοπὸ νὰ μείνω μὲ τὴν Ἑλλάδα στὴν αἰωνιότητα λὲς νὰ μὲ ἀπασχολῆ ἡ 25ετία;
Ἀλλὰ ξέρεις κάτι;
Μοῦ 'δωσες τὸ μεγαλύτερο προνόμιο ἀπ' ὅλα, ὅταν μου εἶπες ὅτι μὲ χρειάζεσαι διαθέσιμο 24 ὧρες τὸ 24ωρο, κάθε μέρα τῆς ζωῆς μου. Ὅταν σκοτώνωμαι εἶναι γιὰ τὴν Πατρίδα. Ὅταν τραυματίζωμαι εἶναι γιὰ τὴν Πατρίδα.
Δὲν βγαίνω στὴν σύνταξι. Μπαίνω στὴν Ἐφεδρεία. Δὲν πεθαίνω. Πάω νὰ γίνω ἕνα μὲ τὸν Ἡλιάκη καὶ τὸν Σιαλμᾶ, τὸν Γιαλοψό, τὸν Καραθανάση καὶ τὸν Βλαχᾶκο.
Διότι ἐγὼ τὸ ξέρω καλά. Οὔτε γεννιέσαι οὔτε γίνεσαι Ἕλληνας. Μόνο πεθαίνεις ὡς Ἕλληνας.