9/7/09

Τὸ σήμερα, τὸ χθὲς καὶ τὸ γιὰ πάντα τῆς ταφῆς καὶ τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν

τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου*

1. Ἡ πραγματικὴ εἰκόνα σήμερα
Σὲ μιὰ πόλι μεγάλη σὰν τὴν Ἀθήνα ἔχει πλέον δημιουργηθῆ μιὰ νέα εἰκόνα τῆς κηδείας. Ὁ νεκρός δὲν διανυκτερεύει στὸ σπίτι του, ἀλλὰ σὲ ψυγεῖο. Οὔτε θάβεται τὴν ἑπομένη, ἀλλὰ συνήθως καθυστερεῖ. Οἱ γείτονες, ἀποξενωμένοι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ ἐρμητικῶς κλεισμένοι, στὸν ἑαυτό του ὁ καθένας, ἀρνοῦνται τὸ θέαμα καὶ τὴν κατάστασι ποὺ αὐτὸ δημιουργεῖ. Ἡ ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ δὲν γίνεται πλέον ἀπὸ τὸ σπίτι του, τὸν τόπο τῆς ἐκφράσεώς του, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ δημόσιο κοιμητήριο, τὸν τόπο τῆς δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεώς του. Ἔτσι, δὲν τὸν ξαγρυπνοῦμε. Ὁ χῶρος ἀποχαιρετισμοῦ του εἶναι τὸ ἀπρόσωπο περιβάλλον τοῦ κοιμητηρίου, καὶ μάλιστα μαζὶ μὲ ἄλλους. Τὸ γεγονὸς χάνει τὴν μοναδικότητά του.
Οἱ μεταφορεῖς τῆς σωροῦ, οἱ νεκροθάπτες, οἱ ψάλτες, εἶναι ἄγνωστοι, ποὺ πληρώνονται καὶ ποὺ συνεχῶς αὐτὴν τὴν δουλειὰ κάνουν. Πρόσωπα ἐθισμένα, καὶ ὡς ἄγνωστα ἐντελῶς ἀμέτοχα στὴν ἱερότητα ἤ τουλάχιστον στὸ συναισθηματικὸ δρᾶμα τῆς ἀκολουθίας καὶ στὸ πραγματικὸ τῆς οἰκογενείας. Οἱ φίλοι καὶ οἱ γνωστοὶ δὲν συμμετέχουν ἐνεργῶς στὴν πρακτικὴ διαδικασία τῆς κηδείας, ἁπλῶς παρακολουθοῦν παθητικῶς.
Ὁ ἱερεύς, τὸ ἴδιο κουρασμένος, ψυχρὸς καὶ συχνὰ ἀδιάφορος. Ὅπως ὁ γιατρὸς ἔχει συνηθίσει τοὺς ἀσθενεῖς, αὐτὸς ἔχει συνηθίσει νὰ βλέπη τοὺς νεκρούς. Ἀδυνατεῖ νὰ συμμετάσχη. Τὰ λερωμένα του ἄμφια, ἡ σκληρὴ καὶ ξερή ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν συνήθεια φωνή του, ἡ μπουχτισμένη μορφή του, δίπλα στὸν κακόγουστο διάκοσμο, ἀπογοητευτικὸ ἀποτέλεσμα τυποποιημένης ἐπαγγελματικῆς διαδικασίας καὶ ὄχι εὐλαβοῦς εὐαισθησίας προσφιλῶν προσώπων, τὰ χιλιοπατημένα χαλιά, οἱ ἀνούσιοι λόγοι καί οἱ παγερὲς ὄψεις τῶν δημοτικῶν ὑπαλλήλων τοῦ κοιμητηρίου ἤ οἱ ἐπαγγελματικές τῶν ἐργολάβων, δεμένα μὲ τοὺς δυτικόπληκτους ξελαρυγγισμοὺς μιᾶς παράταιρης χορωδίας ἤ τὴν μοιρολογικὴ φωνὴ ἑνὸς ψάλτη τῆς παλαιολιθικῆς ἐποχῆς, συνθέτουν μιὰ εἰκόνα ποὺ θυμίζει πιὸ πολὺ τὸν θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ὁ ἴδιος ὁ νεκρός.
Ἡ κηδεία κατήντησε νὰ εἶναι περισσότερο μιὰ τελετὴ συμπαραστάσεως στούς συγγενεῖς, παρὰ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἔκφρασις συντόνου καὶ ἐντόνου προσευχῆς γιὰ τὸν ἀποθανόντα. Μιὰ πρᾶξις ἀνθρωπίνης παρηγοριᾶς, παρὰ μιὰ κίνησις ἐκζητήσεως τῆς θεϊκῆς παρακλήσεως. Κάτι ποὺ γίνεται γι᾿ αὐτοὺς ποὺ μένουν πίσω, παρὰ κάτι ποὺ ἐπιτελεῖται γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀναχωρεῖ.
Ὅλο αὐτὸ τὸ σκηνικὸ δημιουργεῖ σὲ ὡρισμένους τέτοια τραυματικὴ ἐμπειρία συναισθηματικῆς καὶ ἰδεολογικῆς ἀποστροφῆς πού, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐπαναλαμβάνεται, θέλουν ὁριστικῶς νὰ τὴν ξεχάσουν. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν γίνεται, θέλουν νὰ ὑποβαθμίσουν τὸ γεγονός. Αὐτὸ εὔκολα στὶς μέρες μας ὁδηγεῖ στὴν πρότασι γιὰ καῦσι τῶν νεκρῶν. Αὐτὸ θὰ ὁριστικοποιήση τὴν ἀσέβεια.

2. Τὸ παραδοσιακὸ παρελθόν
Δίχως νά πέσουμε στήν παγίδα μιᾶς ἐξωραϊσμένης παρελθοντολογίας, νομίζω δέν θά ἀδικούσαμε τήν ἀλήθεια, ἂν λέγαμε ὅτι τό παρελθόν εἶχε πολύ περισσότερη ἀνθρωπιά, σεβασμό καί ὑπογραμμισμένα τά πρόσωπα.
Οἱ κοινωνίες ἦσαν μικρότερες, οἱ δεσμοί καί οἱ σχέσεις πολύ πιό ἔντονες καί αὐθεντικές. Γι' αὐτό καί ἡ συμμετοχή τοῦ καθενός σέ τόσο ἰδιαίτερες στιγμές πολύ πιό προσωπική. Στά χωριά τό γεγονός τοῦ θανάτου ἦταν γεγονός πού φαινόταν. Ἐπεκέντρωνε τό ἐνδιαφέρον ὅλων. Μονοπωλοῦσε τίς συζητήσεις. Ἔδινε ταυτότητα στήν κοινωνική ζωή τοῦ συνόλου. Γι᾿ αὐτό καί τό ἐπισφράγισμα τοῦ θανάτου, ἡ κηδεία καί ἡ ταφή εἶχαν σεβασμό, χρόνο, διάρκεια καί προσωπική συμμετοχή.
Ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ἡ κηδεία, σταματοῦσε κάθε κοσμική ἤ ἐμπορική συναλλαγή. Οἱ καταστηματάρχες κατέβαζαν τά στόρια - στήν Θράκη καί τήν Μικρά Ἀσία, ἀκόμη καί οἱ Τοῦρκοι καί οἱ μωαμεθανοί, -ὅλοι σταυροκοπιόνταν, σταματοῦσε καί τό ἀντίθετο ρεῦμα τῆς κυκλοφορίας γιά νά ἀποδώση κι αὐτό τόν σεβασμό του.
Ἡ ἴδια εἰκόνα διατηρεῖται σήμερα καί στά μοναστήρια. Ὅλα ἐπιτελοῦνται μέ μοναδική προσοχή στίς λεπτομέρειες -αὐτές ὑπογραμμίζουν τήν πίστι μας στό μυστήριο καί τόν σεβασμό μας σ᾿ αὐτά πού διακηρύττουμε. Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά πῆ ναί στήν καῦσι τῶν μοναχῶν δέν μπορεῖ νά συγκατατεθῆ ποτέ καί μέ τήν καῦσι τοῦ οἱουδήποτε πιστοῦ της.
Σήμερα στήν ἐκταφή, ὁ ἁρμόδιος ὑπάλληλος τοῦ Δήμου ἔχει τά γάντια του γιά νά μή μολυνθῆ, ἁπλώνει μιά τυποποιημένη σακκούλα «σκουπιδιῶν» ἤ «ἀπορριμάτων»- ἔτσι γράφει ἡ κορδέλλα -ἀπό τόν Βασιλόπουλο ἤ τόν Μαρινόπουλο καί ἀρχίζει βιαστικά νά σκάβη καί νά ψάχνη γιά τά ὀστᾶ. Δίπλα του, ἕνα καταλερωμένο καροτσάκι γεμᾶτο χώματα, ἄχρηστα ἀντικείμενα καί ἐργαλεῖα, τό ἴδιο μέ τό ὁποῖο γίνεται ἡ μεταφορά τῶν σκουπιδιῶν τοῦ κήπου, σοῦ ὑπενθυμίζει ἀπάνθρωπα τό ἐνδεχόμενο νά δῆς τόν ἀγαπημένο σου ἄλειωτο σκουπίδι νά πετιέται σέ μιά γωνιά γιά ἕνα ἀκόμη χρόνο. Ὁ ἄνθρωπος πού τά κάνει αὐτά ἐδῶ πληρώνεται. Σοῦ εἶναι πολύ δύσκολο νά τοῦ πῆς νά προσέξη μήπως κάτι παραμείνη θαμμένο. Μπορεῖ καί νά θυμώση.
Τό παρελθόν καί ἐδῶ εἶναι διαφορετικό· γυναῖκες μέ καθαρές λεκάνες, ἄνδρες μέ κασμάδες καί φτυάρια -πού ἄφησαν γιά τήν μέρα τήν δουλειά τους, -ὁ παπάς καί οἱ συγγενεῖς πηγαίνουν γιά τήν ἐκταφή. Ἁπλώνουν πρῶτα ἕνα πεντακάθαρο σεντόνι ἤ μιά ἀχρησιμοποίητη πετσέτα, ὅλα ἄσπρα καί μέσα σέ ὑποβλητική ἡσυχία, μέ συγκίνησι καί ἀγωνία, στόν ἀπόμερο χῶρο τοῦ κοιμητηρίου, δίχως θορύβους ἐπιτελεῖται ἡ ἱεροτελεστία τῆς ἐκταφῆς. Ἀντί γιά ἀδικαιολόγητους φόβους, ὁ πόθος τῆς καινούργιας συναντήσεως. Ἀντί γιά ψυχρή ἐπαγγελματική βιασύνη, ἡ τρυφερότης τῶν αἰσθημάτων καί ἡ ὑπομονή τοῦ σεβασμοῦ. Ὁ χρόνος τραβάει, διαρκεῖ. Ὅλα πλένονται, ὄχι σέ φορμόλη ἤ ἄλλα χημικά, ἀλλά σέ ἁγνό κρασάκι ἀπό τό ἀμπέλι καί μέ πεντακάθαρο νερό. Ἔτσι ξανασυναντᾷ κανείς τό τελευταῖο ὑπόλειμμα τοῦ θησαυροῦ τοῦ προσώπου. Αὐτό εἶναι ἀδύνατο νά σκεφθῆ κανείς νά τό κάψη. Δέν μπορεῖ.
Σίγουρα ἡ εἰκόνα αὐτή μέ κανένα τρόπο δέν θά μποροῦσε νά ἐπανέλθη στήν σημερινή πραγματικότητα. Ἡ γνῶσις ὅμως καί ἡ διαρκής ἀνάμνησίς της εἶναι βασική προϋπόθεσις στήν διαμόρφωσι μιᾶς σύγχρονης πνευματικῆς πρακτικῆς, συμβατῆς μέ τά δεδομένα τῆς σημερινῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος καί τῆς αἰώνιας καί διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας.
Ἡ κηδεία, ἀπό ὑπόθεσις δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεως πρέπει νά ξαναγίνη ἱερὰ πρᾶξις καθαρά ἐκκλησιαστικῆς φύσεως.

3. Οἱ προφάσεις γιά τήν καῦσι τῶν νεκρῶν
Οἱ λόγοι πού συνήθως παρουσιάζονται γιά νά ὑποστηρίξουν τήν καῦσι τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ ἑξῆς:
α. Ἔλλειψις χώρου
Τό πρῶτο ἐπιχείρημα εἶναι ἡ ἔλλειψις χώρου. Αὐτό ἰσχύει κυρίως για τήν Ἀθήνα. Μιά τεράστια πόλις μέ δυσανάλογο πρός τήν ἔκτασί της πληθυσμό εἶναι πολύ φυσικό νά διαθέτη περιωρισμένης ἐκτάσεως κοιμητήρια γιά νά φιλοξενήσουν ἕνα διαρκῶς αὐξανόμενο ἀριθμό νεκρῶν. Εἶναι ὅμως αὐτο τό ἐπιχείρημα πειστικό; εἶναι ἡ δυσκολία ἀνυπέρβλητη; Κατά καιρούς ἔχουν προταθῆ λύσεις, λιγώτερο ἤ περισσότερο πρακτικές, σχετικά μέ τούς οἰκογενειακούς τάφους ἤ τήν ἀποσυμφόρησι τῶν κοιμητηρίων μέ μετάθεσι τῆς ταφῆς στήν ἐπαρχία, ὅπου αὐτό εἶναι δυνατόν κ.ο.κ.
Στήν οὐσία, τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν ἔχουμε χῶρο στά κοιμητήρια μας ἤ χώρους γιά κοιμητήρια ἀποτελεῖ πρόφασι, πού ἰσοδυναμεῖ μέ προσβολή. Ἄν δέν ἔχουμε, νά δημιουργήσουμε χῶρο. Ὅπως εἶναι ἀνάγκη στήν πολύκοσμη Ἀθήνα νὰ δημιουργηθοῦν χῶροι γιὰ στάθμευσι, ἀναψυχή, πολυκαταστήματα κ.λπ., ἔτσι μπορεῖ νά ληφθῆ καί ἡ δέουσα πρόνοια γιά τούς νεκρούς. Ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός δημιουργοῦν καί χῶρο καί προϋποθέσεις. Ἄν καταλάβουμε ὅτι ἡ ἀνάγκη νά σεβασθοῦμε τούς νεκρούς μας εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὁποιαδήποτε πρακτική ἀνάγκη, τότε θά βρεθοῦν καί οἱ κατάλληλοι χῶροι.
Ἡ κοινωνία μας συχνά ἐκφράζει καί τήν στενότητα πού νοιώθει ὄχι γιά τούς νεκρούς, ἀλλά καί γιά τούς ἐπερχομένους ζωντανούς. Οὔτε γι᾿ αὐτούς δέν ἔχει χῶρο ὁ κόσμος μας. Γι᾿ αὐτό καί νομιμοποιεῖ τίς ἀμβλώσεις. Ἔτσι, νόμιμα πλέον καταστρέφουμε τό σπαρμένο στά σπλάγχνα τῆς μητέρας ἔμβρυο. Κατά ἀνάλογο τρόπο, καῖμε τό σῶμα στά σπλάγχνα τῆς γῆς γιά νά μὴ ζήση αἰώνια. Ὄχι γιατί δέν θέλουμε αὐτό νά ζήση, ἀλλά γιατί δέν θέλουμε ἐμεῖς νὰ ζήσουμε αἰώνια. Ἡ ὕπαρξις, ἡ ζωή του μᾶς θυμίζει τήν αἰωνιότητα. Ἐμεῖς μ᾿αὐτήν ἔχουμε πρόβλημα, ὄχι μέ τόν νεκρό, μέ τόν Θεό.
Στίς μωαμεθανικές χῶρες, πού ἀπαγορεύεται ἡ ἐκταφή ἤ ἡ κατακόρυφη σέ ἐπίπεδα ταφή, πού οἱ πληθυσμοί εἶναι πυκνοί καί αὐξανόμενοι, οἱ θάνατοι πιό σύντομοι, πῶς χωροῦν τά κοιμητήρια;
Ἐάν τελικά ἰσχύση τό κριτήριο τῆς ἐλλείψεως τοῦ χώρου, τότε σύντομα θά περάσουμε καί σ᾿ ἕνα πρόβλημα, τήν ἔλλειψι τοῦ χρόνου. Δέν θά ὑπάρχη χρόνος γιά τήν κηδεία. Αὐτό θά εἶναι τό ἑπόμενο βῆμα καί θά εἶναι πιό λογικό. Δέν θά προλαβαίνουμε. Ἀφοῦ καταργήσουμε τήν ταφή, θά ἀντικαταστήσουμε τήν ἀκολουθία τῆς κηδείας μέ μιά εὐχή «ἀναπαύσεως» γιά νά συντομεύσουμε τήν διαδικασία. Ἡ Ἐκκλησία πάντα θά προτιμᾷ τήν διανυκτέρευσι στό σπίτι, τήν κηδεία στήν ἐνορία καί τήν ταφή στό κοιμητήριο. Ἄν δέν μποροῦμε νά τηρήσουμε αὐτό τόν τύπο τῆς ταφῆς, ἄς μή θυσιάσουμε τήν οὐσία τῆς τιμῆς.
β. Λόγοι ὑγείας, ἀποφυγή μικροβίων
Ἕνας δεύτερος λόγος πού ἀκούγεται συχνά ὅτι ἐπιβάλλει τήν καῦσι τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ λόγοι ὑγιεινῆς. Ἀλλά τί εἰρωνεία! Σέ μιά ἐποχή ὅπου, ἐντελῶς ἀδικαιολόγητα καί ἀπό χιλιάδες αἰτίες, ἔχει καταμολυνθῆ τό οἰκοσύστημα καί ὅπου ἀπειλεῖται μέ ἀπονέκρωσι τό σύνολο τῆς γήϊνης βιόσφαιρας, σέ μιά ἐποχή πού πετοῦμε πιό πολλά ἀπ᾿ ὅσα χρησιμοποιοῦμε, πού εἰσπνέουμε περισσότερο διοξείδιο τοῦ ἄνθρακος ἀπ᾿ ὅσο ἐκπνέουμε, πού ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀθήνας θυμίζει ἀτμόσφαιρα ἀνθρακωρυχείου καί οἱ γειτονιές της χωματερές, εἶναι πράγματι ὑποκριτικό, ἐνῷ καταστρέψαμε περιβαλλοντικά ὅ,τι φαίνεται καί ζεῖ, τώρα νά νοιώθουμε πώς κινδυνεύουμε ἀπό τά μικρόβια τῶν νεκρῶν, πού οὔτε φαίνονται, οὔτε ἀπειλοῦν, οὔτε φυσικά ὑπάρχουν στά κοιμητήρια· ὑπάρχουν μόνο στά μυαλά τῶν συγχρόνων μηδενιστῶν.
Τήν μόλυνσι τήν δημιουργοῦν οἱ ζωντανοί, ὄχι οἱ νεκροί.
γ. Ἀνθρώπινο δικαίωμα. Νομιμοποίησις εὐθανασίας;
Ἕνας ἰσχυρός λόγος, πού κάποιοι προτάσσουν γιά τήν καῦσι, εἶναι τά λεγόμενα ἀνθρώπινα καί ἀτομικά δικαιώματα. Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν δέν εἶναι ἀτομικό δικαίωμα τοῦ νεκροῦ πλέον ἀνθρώπου· ἡ διατήρησις τοῦ σώματός τους ἀποτελεῖ κοινωνική ὑποχρέωσι σεβασμοῦ καί ἐπιβιώσεως τοῦ προσώπου του. Εἶναι ἀδύνατο τό θέλημα τοῦ ἑνός -κι ἄς ἀποκαλῆται αὐτό δικαίωμα -νά προσκρούη στήν ἀνάγκη γιά σεβασμό τοῦ συνόλου- ἂν βέβαια ὑπάρχει κάτι τέτοιο. Δέν μπορεῖ νά εἶναι δικαίωμα κάποιου νά τόν κάψουμε ἐμεῖς!
Αὐτό τό σημεῖο ἰδιαίτερα ἐνόχλησε τόν ἐπιστολογράφο τῆς «Καθημερινῆς». Ἄν κάποιος θέλει νά καεῖ μετά θάνατον πῶς ἐμεῖς θά τόν ἀφήσουμε; καί δέν διερωτᾶται, γιατί αὐτός ὁ κάποιος, ὄχι ἁπλῶς νά δέχεται-αὐτό τό καταλαβαίνουμε, -ἀλλά νά ἐπιθυμῆ ἔντονα νά καῆ; τί βαθύτερο καί συνάμα ἀνώτερο κρύβει μιά τέτοια ἐπιθυμία, ὥστε νά κληροδοτῆ σέ μᾶς τό σύνολο τήν ὑποχρέωσι τῆς καύσεως;
Τό κοινωνικό ἀγαθό ὡς ἀξία εἶναι ἀνώτερο κάθε ἀτομικῆς ἐπιλογῆς. Ἄν ἡ ταφή ἀποτελεῖ ἀξία, τότε ἡ καῦσις δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀτομικό δικαίωμα. Ἄν πάλι ἡ ἐπιθυμία ἑνός νά καῆ εἶναι ὑπερτέρα τῆς ἀνάγκης τῆς κοινωνίας γιά σεβασμό τοῦ νεκροῦ σώματος, τότε τό ἴδιο ἐπιχείρημα δέν θά μποροῦσε νά φέρη στό προσκήνιο ἀπό νέα ὀπτική τό θέμα τῆς εὐθανασίας; Ἄν ἡ κοινωνία ἔχει ὑποχρέωσι νά κάψη ὅποιον τό ἐπιθυμεῖ, τότε θά εἶναι καί ὑποχρεωμένη νά διευκολύνη καί τόν θάνατο αὐτοῦ πού τῆς τό ζητεῖ. Ἡ ὑποχώρησις στήν καῦσι τῶν νεκρῶν μέ τό αἰτιολογικό τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος θά καταστήση τήν εὐθανασία ἐπιβεβλημένη κοινωνική ὑποχρέωσι.
δ. Τό ἀποτρόπαιον τοῦ θανάτου
Ἡ ταφή ἀποτελεῖ ἀναντίρρητα μιά συναισθηματική πολύ δύσκολη εἰκόνα. Βλέπεις το οἰκεῖο σου πρόσωπο δίχως πνοή, δίχως ζωή, γιά τελευταία φορά νά κατεβαίνη ἀνεπίστρεπτα στά σπλάγχνα τῆς γῆς. Δέν θά ξαναντικρύσης τήν οἰκεία ὄψι. Σέ λίγα λεπτά θά ἀκολουθήση ἡ διαδικασία τῆς ἀποσυνθέσεώς του. Ὁ πειρασμός νά ἀποφύγη κανείς τήν ἐμπειρία δέν εἶναι ἀμελητέος. Ἡ στρουθοκαμηλική νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας προκρίνει τό νά ἀγνοοῦμε ἤ νά μήν ἀντικρύζουμε τήν πραγματικότητα, παρά νά τήν προβάλλουμε πάνω στήν ἀλήθεια. Προτιμᾷ κανείς νά βλέπη ἕνα κουτάκι παρά νά ἀντικρύζη ἕνα πτῶμα. Τό πρῶτο εἶναι ἁπλό ἀντικείμενο. Τό σῶμα εἶναι νεκρό ὑποκείμενο. Βλέποντας τό πρῶτο ξεχνᾶς τό πρόσωπο. Ἀντικρύζοντας τό δεύτερο θυμᾶσαι τόν θάνατό του, αἰσθάνεσαι τόν θάνατό του καί αὐτό πονᾷ.

4. Βαθύτερα αἴτια τοῦ αἰτήματος τῆς καύσεως
Πέραν ὅμως τῶν διαφόρων προφάσεων ὑπάρχουν βαθύτερα αἴτια πού τό θέμα τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν κατά καιρούς ἐμφανίζεται στό προσκήνιο. Αὐτά εἶναι ὁ μηδενιστικός τρόπος ζωῆς, ἡ ἐπιθυμία ἀποθρησκευτικοποιήσεως τῆς κοινωνιας καί ἡ κυριαρχία τῆς χρηστικῆς ἀντιλήψεως εἰς βάρος τοῦ σεβασμοῦ καί τῶν ἀξιῶν.
Ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν σέ μιά προσπάθεια πρόκλησης τῆς Ἐκκλησίας καί σταδιακῆς νέκρωσης τοῦ αἰσθητηρίου τῆς ψυχῆς ὅλο καί ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ζωῆς μας. Κάθε τί πού τήν ὑπενθυμίζει καί διακριτικά τήν ὑπογραμμίζει βαθμιαίως γίνεται ἀνεπιθύμητο στήν ἀποδοχή καί ἐνοχλητικό στήν πρακτική του.
Ἡ ταφή ἔχει μιά τελετουργία ἐμφανῶς πιό ἔντονη ἀπό τήν καῦσι. Ἡ προσπάθεια εἰσαγωγῆς τῆς καύσεως δημιουργεῖ μιά ἀπότομη ἀλλοίωσι στά κοινωνικά μας ἤθη καί εἰσάγει εἰκόνες, στόν τρόπο μας. Αὐτό τό νεο σκηνικό καίρια προσβάλλει τό μονοπώλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί μεταφυσικῆς εἰκόνας τῆς κηδείας πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ταφή. Ἡ ταφή εἶναι περισσότερο μυστήριο, ἐνῶ ἡ καῦσις τελετή ἤ διαδικασία.
Ἡ πρακτική καί χρηστική ἀντίληψις ἔχουν ἐπικρατήσει καί μᾶς ἔχουν πείσει, γιατί μέσα στήν καρδιά μας ἔχει ἔντονα ἀδυνατίσει ἡ πνευματική καί βιωματική διάστασις τοῦ γεγονότος. Ὅλα γίνονται βιαστικά καί τυπικά. Ὅ,τι ὅμως δέν ἔχει ὑπομονή δέν ἔχει οὔτε βάθος, οὔτε διάρκεια· οὔτε ρίζες, οὔτε αἰωνιότητα. Ἔτσι ψάλλουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» ἀλλά ταυτόχρονα ἡ δική μας μνήμη εἶναι σφιχτά κλεισμένη· προσπαθοῦμε νά ξεχάσουμε.
Τέλος, δέν εἶναι λίγοι αὐτοί πού ἐπικαλοῦνται καί οἰκονομικούς λόγους γιά τήν καῦσι, ἄσχετα ἂν τό ἐπιχείρημα αὐτό δέν φαίνεται ἀντικειμενικά νά εὐσταθῆ. Ἡ ἀναγωγή ὅμως καί μόνον τοῦ θέματος τοῦ θανάτου καί τοῦ λειψάνου τοῦ σώματος σε οἰκονομική λογική τί ἄλλο δείχνει παρά ὅτι οἱ ἀξίες καί οἱ ἰδέες τελοῦν ἐν διωγμῷ στίς κοινωνίες μας;

5. Τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας
Ἡ Ἐκκλησία βαθειά μέσα στίς ρίζες τῆς παραδόσεώς της κρύβει τόν θησαυρό τῶν ἐμπειριῶν της, τόν ὁποῖο ἔχει μεγάλο χρέος νά παρουσιάση καί μέ τόν λόγο καί μέ τήν πρᾶξι της. Κατόπιν τούτων ὀφείλει:
α. Νά περιγράψη τήν ζωντάνεια τῆς ψυχῆς
Ἡ ψυχή δέν εἶναι οὔτε φαντασία οὔτε ἀφηρημένη ἔννοια. Εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει τέτοια δύναμι καί τόση ζωή πού δέν μπορεῖ νά ἐξαντλήση τά ἀποθέματά της σ᾿ αὐτή τή ζωή· γι αὐτό καί δέν μπορεῖ παρά νά ζῆ αἰώνια.
β. Ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπό τήν ταφή μπορεῖ νά ἐκφράση:
Τήν ἀλήθεια της,τήν πίστι της στήν αἰωνιότητα καί ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί στήν δυνατότητα γιά θέωσι τοῦ ἀνθρώπου. Τό σῶμα εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ καί εἰκόνισμα τῆς μελλούσης καταστάσεως. Τούς ναούς καί τά εἰκονίσματα ποτέ δέν τά καῖμε.
Τό φιλάνθρωπο, τήν ἀνθρωπιά της.
Τήν αἰώνια πνευματικότητα καί ἐλπίδα της.
Τήν ἐσωτερική μυστική χαρά της.
Τήν αἰσθητική της.
Λένε πολλοί ὅτι ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν δέν εἶναι δογματικό θέμα. Κάθε τί ὅμως πού ἔχει νά κάνη μέ τόν ἄνθρωπο, τήν ψυχή του καί τή ἰσόρροπη σχέσι τους, ἀναφέρεται στό δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως, τήν αἰώνια ζωή καί τή θεανθρώπινη δυνατότητά του. Μπορεῖ νά μήν ὑπάρχει δογματική διατύπωσις, σίγουρα ὅμως ὑπάρχει δογματική ἀλήθεια. Δόγμα δέν εἶναι μιά διατύπωση πού δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά παραβοῦμε, ἀλλά μιά ἀλήθεια πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ἐξαγιασθοῦμε.
Τό λείψανο ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως. Ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε γιά χρόνια ἀνυποχώρητη τόν ἀγώνα της γιά τή διαφύλαξη τῶν εἰκόνων της, ἔτσι καί τώρα καλεῖται νά ὑποστηρίξει τίς ἀνθρώπινες εἰκόνες, τά ὑπολείμματα, τίς ὑπομνήσεις τῆς ψυχῆς σ᾿ ἀυτόν τόν κόσμο. Κάθε προσπάθεια καύσης τοῦ σώματος εἶναι εἰκονοκλαστική στή φύση της καί προσβάλλει τό χριστολογικό δόγμα.
Ἡ καθημερινή συνήθεια, ἡ ἱστορική παράδοση καί ἡ διαχρονική πρακτική τῆς Ἐκκλησίας συντήρησαν ἕνα φρόνημα τό ὁποῖο καλλιέργησαν καί ἐνίσχυσαν καί ἐγέννησαν, μιά ἐμπειρία δογματικῆς ἀλήθεια πού ἴσως μέ τή σημερινή της κοινωνική πίεση περιμένει πλέον καί τή θεολογική της διατύπωση. Δογματικό δέν εἶναι μόνον ὅ,τι ἔχει πεῖ κάποια Οἰκουμενμική Σύνοδος μέ τό φωτισμένο λόγο της, ἀλλά καί ὅ,τι ἔχει ἀδιάψευστα ἐπαναλάβει ἡ οἰκουμενική Ἐκκλησία μέ τό ἐξαγιασμένο καί καθολικό μήνυμά της καί τήν καθημερινή πράξη της.
γ. Νά ὑπογραμμίσει τήν ἱερότητα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου
Ὁ ἄνθρωπος ξεκινάνει μέ ἄκρα ταπείνωση -τήν κυτταρική μορφή του- καί καταλήγει πάλι ταπεινά -μέ τή λειψανική μορφή του. Ἡ τέλεια ἐξουθένωσή του συγχρονίζεται μέ τήν τέλεια ταπείνωσή του. Ἡ ἀνθρώπινη φύση βρίσκεται στή μεγαλύτερη της ἔνταση καί δυναμική, ὅταν ἐγκαθίσται ἡ ψυχή στό σῶμα -ἔμβρυο - ἤ ὅταν ἀποχωρίζεται ἀπό αὐτό -λείψανο. Οἱ δύο αὐτές καταστάσεις εἶναι οἱ μοναδικές πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει. Τότε πού αὐτός δέν ἔχει φωνή τοῦ ἀναγνωρίζουμε ἐμεῖς τήν ταυτότητα. Καταστρέφοντας καί τά ἔμβρυα καί τά ὀστᾶ εἶναι σάν νά καταστρέφουμε τήν ἀνθρώπινη ταπείνωση.
Τό γεγονός τοῦ θανάτου στήν Ἐκκλησία δέν ἀντιμεωπίζεται ὡς μεμονωμένο γεγονός -κάποιος πέθανε - ἀλλά ὡς ἐκκλησιαστικό καί κοινωνικό γεγονός -κάποιος μᾶς ἔφυγε καί ἡ ἀναχώρησή του ἔχει ἄμεση σχεση μέ τή ζωή μας.
δ. Νά ἀποτυπώση τό θεολογικό βίωμά της στήν πρᾶξι της.
Ἡ λογική της πρέπει νά εἶναι ἡ λογική τοῦ σεβασμοῦ, ἡ δέ πρακτική της ἀπόλυτα ξεκομμένη ἀπό κάθε χρηματική ἤ οἰκονομική ἀντίληψι καί ἐντελῶς ξένη ἀπό πάσης φύσεως συναλλαγές, συμφωνίες καί διαπραγματεύσεις.
«Κηδεία» σημαίνει τήν τελευταία καί ἱερότερη φροντίδα μας στόν νεκρό. Ἐτυμολογικά προέρχεται ἡ λέξις ἀπό τό ρῆμα «κήδομαι» φροντίζω. Ὅταν κάποιον θέλεις νά τόν φροντίσεις, τότε οὔτε τήν ἱερότητά του περιορίζεις οὔτε καί τή φυσική ὑπόστασή του λιγοστεύεις. Ἀρνεῖσαι τή βία ἐπάνω του, ὄχι γιά νά μή πονέση τό σῶμα του, ἀλλά γιά νά μή πονέση ἡ ψυχή σου.
Μέ τήν ταφή ὅμως, ὅταν αὐτή γίνεται ὅπως πρέπει, μποροῦν οἱ συγγενεῖς νά πάρουν τεράστια ἐλπίδα· αἰσθάνονται ὅτι ὁ ἄνθρωπός τους ὑπάρχει, κάπου εἶναι καί κάτι περιμένει· σίγουρα δέν τέλειωσε. Ὅσο τό σῶμα διατηρεῖται καί δέν τελειώνει, τόσο καί ἡ αἴσθηση τῆς ψυχῆς συνεχίζει νά ὑπάρχει μέσα μας καί νά μᾶς ὑποβοηθῆ στήν ἀνάμνησί της. Ἡ ταφή μπορεῖ νά εἶναι ἀρχή ζωῆς, σπορά.
Κάθε μνημόσυνο, κάθε ἀνάμνηση, κάθε προσευχή, κάθε τρισάγιο, κάθε ψυχοσάββατο εἶναι ἕνα πότισμα σ᾿ αὐτούς τούς σπόρους πού ὑπάρχουν μέσα στήν γῆ, στούς κήπους, στά περιβόλια τῶν κοιμητηρίων. Ἡ Ἐκκλησία μας φυτεύει κάθε σῶμα μέ ἱερά αἰσθήματα, ὄχι μόνο ἀνθρώπινα, ἀλλά κατ᾿ ἐξοχήν πνευματικά καί ἐκεῖ ἐναποθέτει ὅλη της τήν πίστι καί ὅλη μας τήν ἐλπίδα στήν αἰωνιότητα καί στήν ἀνάστασι κατεβάζοντας τόν κάθε σπόρο, τό κάθε σῶμα, μέσα στά σπλάγχνα τῆς γῆς. Ἄν τά καίγαμε τά σποράκια, ὅσο νερό καί νά ρίχναμε ἀπό πάνω ποτέ δέν θά βλάσταιναν.
Γιά τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι πτώματα τά νεκρά σώματα. Οὔτε εἶναι κόκκαλα τά ἀπομεινάρια τῶν λειωμένων πτωμάτων. Γιά τήν κοινωνία μπορεῖ νά εἶναι κάτι τετοιο ἤ νά εἶναι ὀστᾶ. Γιά μᾶς ὑπάρχει ἡ ἱερή λέξις λείψανα· αὐτή περιγράφει τήν οὐσία τους, διότι αὐτή ὑπογραμμίζει τήν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς της.
Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀρνεῖται τήν καύση, γιατί ἀρνεῖται τό ἀνθρώπινο τέλος καί τή βία πάνω στόν ἄνθρωπο. Ἐπιλέγει τήν ταφή, γιατί ἔχει πίστι καί ἐλπίδα στό αἰώνιο μέλλον τοῦ ἀνθρώπου καί ἀναθέτει στήν φύσι τήν εὐθύνη τῆς φυσιολογικῆς φθορᾶς τοῦ φυσικοῦ παρόντος τοῦ ἀνθρώπου.

6. Συμπεράσματα
Ὁ σύγχρονος κόσμος θέλει νά κάψει τούς νεκρούς. Τούς λειπει τό αἰώνιο, τό θεϊκό, ἡ τιμή τοῦ ὑλικοῦ, τό ἐπέκεινα, τό μετά ταῦτα. Ἀρνεῖται τουλάχιστον νὰ σκεφθῆ τήν ζωή πού ὑπάρχει χωρίς ὅμως νά φαίνεται. Οὔτε στά σπλάγχνα ὡς ἔμβρυο τήν δέχεται, οὔτε στόν τάφο ὡς λείψανο, οὔτε στήν σκέψι ὡς αἰώνιο προόσωπο, οὔτε στόν πόθο ὡς ὑπέρτατη ἀξία, οὔτε στήν ψυχή ὡς χάρι θεώσεως. Τά δεσμά του ἐδῶ καί τώρα σπάζουν μόνο κάτω ἀπό τήν πίεσι τῆς αἰώνιας ἀλήθειας.
Καῖμε ὅ,τι ἔχει ἀξία, ὀμορφιά καί ζωή. Ὅ,τι ἔχει χρόνο μέσα του καί διάρκεια. Καῖμε τά δάση, καῖμε τίς περιουσίες μας, καῖμε τίς αἰώνιες ἀξίες μέ τούς νόμους, καῖμε τίς παραδόσεις μας (ἀποποινικοποίησις τῆς μοιχείας, νομιμοποίησις τῶν ἀμβλώσεων κ.λπ.). Τώρα θέλουμε νά καῖμε καί τά σώματά μας. Ὅταν κάψουμε τήν ὑπόμνησι τῆς αἰώνιας προοπτικῆς καί τοῦ θανάτου μας, θά ἔχουμε προσδώσει στό τοπίο τῆς ζωῆς μας τήν εἰκόνα πού ἀντικρύζουμε μπροστά σέ ἕνα καμμένο δάσος. Ἡ Ἐκκλησία δυσκολεύεται νά ἐνταχθῆ σέ μιά τέτοια λογική.
Πνεύμονες τῆς ζωῆς εἶναι τά δάση. Πνεύμονες τῆς ψυχῆς εἶναι τά λείψανα. Στά μοναστήρια μποροῦμε νά συναντήσουμε τήν πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Τά κεντρικά τους σημεῖα, ἐκεῖ πού διαφυλάσσεται ὁ πνευματικός θησαυρός τους εἶναι τό ἱερό θυσιαστήριο, οἱ λειψανοθῆκες καί τό ὀστεοφυλάκιο. Στό πρῶτο ἐπιτελεῖται τό μυστήριο -προσφέρεται ὁ Θεός- ἀπό τό δεύτερο προχέεται ἡ χάρις τῶν ἁγίων- προβάλλει ἡ Ἐκκλησία- καί τό τρίτο ἀποτελεῖ τό Πανεπιστήμιο τῆς ἐν Χριστῷ φιλοσοφίας, τό ἐργαστήριο τῆς μνήμης τοῦ θανάτου -ἀναδύει τό πρόσωπο. Καί τά τρία ἔχουν λείψανα. Καί τά τρία δέν θά ὑπῆρχαν, ἂν ἡ Ἐκκλησία υἱοθετοῦσε τήν καῦσι τῶν νεκρῶν της. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀπορρίψη τήν παράδοσί της, δέν μπορεῖ νὰ προδώση τήν ἐμπειρία καί τήν πίστι της· ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά κάψη τά σπλάγχνα καὶ νὰ ἀρνηθῆ τὸν ἑαυτό της.

Πηγή: http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/nikolaos/index.htm