τοῦ Χρήστου Τσάμη
Μιὰ φορὰ καὶ ἕναν καιρό, στὶς σκοτεινὲς αἴθουσες μιᾶς παλιᾶς βιβλιοθήκης ἄνθρωποι σοφοὶ μὲ λευκὲς γενειάδες, μακρυὰ φορέματα καὶ γυαλιά, ἕπειτα ἀπὸ πολύχρονες μελέτες, συζητήσεις, τσακωμούς, δύο μαδημένους πώγωνες κι ἕνα πρησμένο μάτι, δημιούργησαν πέντε νέες ὑπάρξεις, προσφορά στὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν πρόοδο.
Ἦταν μικροσκοπικές , ἴσα ποὺ τὶς ἔπιανε τὸ μάτι. Κάθε μιὰ εἶχε κάτι ἰδιαίτερο, προσωπικὸ καὶ ξεχωριστό. Ἐπίσης, ποτὲ μά ποτὲ δὲν ἐμφανίζονταν ὅλες στὸ ἴδιο μέρος. Ἀποτελοῦσαν δύο ξεχωριστὲς οἰκογένειες, μέλη τῶν ὁποίων σπανίως ζευγάρωναν, χωρὶς ὅμως νὰ ἀφήνουν ἀπογόνους.
Στὴν πρώτη ἀνῆκαν δύο δίδυμες ἀδελφές, πολὺ πνευματώδεις, ποὺ ὅταν ἡ μιὰ κοιταζόταν στὸν καθρέφτη, ἔβλεπε τὴν ἄλλη. Αὐτὸ τὶς ἐκνεύριζε τόσο, ὥστε οὐδεὶς τὶς εἶχε δῆ μαζὶ τὰ τελευταῖα δύο χιλιάδες χρόνια. Οἱ λοιπὲς τρεῖς ἀποτελοῦσαν τὸ πλέον παράξενο σύνολο τῆς οἰκουμένης. Καθεμιὰ εἶχε τὸν δικό της τόπο. Οἱ ἀκριανὲς βρίσκονταν συνήθως μὲ γυρισμένη τὴν πλάτη ἡ μιὰ στὴν ἄλλη. Ἡ μεσαία κυμάτιζε σὰν λευκὴ σημαία ἀνάμεσά τους, προσπαθῶντας νὰ τὶς συμφιλιώση.
Γιὰ αἰῶνες ἀποτελοῦσαν στολίδια στὰ κείμενα τῶν γραμματισμένων. Κοσμοῦσαν τὰ πεζὰ γράμματα δίνοντας σὲ κάθε λέξι τὴν αἴγλη καὶ τὸν χαρακτῆρα της. Χάρις σ᾿ αὐτὲς ἦταν ἐμφανὴς στὸ «κῦμα» ὁ κυματισμός, στὸν «ὕμνο» ἡ πνευματικότης, στὸ «μὰ» τῆς ἀντιθέσεως ἢ τοῦ ὄρκου ἡ σαφὴς διάκρισις.
Κάθε λέξις μὲ τοῦτα τὰ σημάδια ἔνοιωθε ξεχωριστὴ καὶ καμάρωνε γιὰ τὴν ὀμορφιά της. Ὥσπου μιὰ νύχτα, σὲ μιὰ κατὰ τὰ ἄλλα φωτισμένη αἴθουσα, οἱ ἀποκαλούμενοι ἐθνοπατέρες ἐσκέφθησαν καὶ τὶς λέξεις. Ἀποφασίζοντας πρὶν ἀπ᾿ αὐτὲς γι᾿ αὐτές, χωρὶς φυσικὰ νὰ ρωτήσουν κανέναν, κατέληξαν, ἴσως λόγῳ τοῦ σκοτισμένου τους νοῦ, πὼς οἱ καημένες κουράζονταν νὰ κουβαλοῦν σὰν ἀχθοφόροι τὸ βάρος τόσων σημαδιῶν. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ τὶς ἀπαλλάξουν καὶ τὸ ἔπραξαν σὰν μαθητευόμενοι κουρεῖς σὲ κορασίδων κόμες.
Τὸ πρωΐ, ὅλες οἱ λέξεις ἔμοιαζαν μὲ νεοσύλλεκτους τὴν πρώτη μέρα τῆς κατατάξεώς τους. Χωρὶς τὰ σημάδια τους ἔνοιωθαν γυμνές, ἄσχημες, πληγωμένες. Ἰδίως οἱ μονοσύλλαβες, πού καλοῦνταν τώρα νὰ ἐμφανίζωνται ὁλοτσίτσιδες στὰ μάτια τοῦ κόσμου! Τὰ κορίτσια σὰν τὴν Ἀθηνᾶ ἔνοιωθαν ὀξὺ τὸν πόνο ποὺ οἱ ὀξεῖες προκαλοῦσαν στὸ κορμί τους.
Ὡρισμένες λέξεις εἶχαν, μετὰ τὴν ἀπρόσμενη ἀλλαγή, πάθει κρίσι ταυτότητας. Τὸ «είργω» γιὰ παράδειγμα ἀναρωτιόταν:
— Τώρα τί κάνω; Ἐμποδίζω τὴν εἴσοδο, ἅρα ἡ θέσις μου εἶναι πορτιέρης σὲ νυκτερινὸ κέντρο, ἢ τὴν ἔξοδο, ὁπότε εἶναι πιὸ καλὸ νὰ ἀναζητήσω δουλειὰ ὡς νυκτοφύλακας;
— Σὲ νοιώθω, φίλε μου, ἀπαντοῦσε τὸ «άρμα». Κι ἐγὼ δὲν ξέρω πιὰ ἂν ἐκπυρσοκροτῶ ἢ κυλῶ μὲ τὴν βοήθεια ἑρπυστριῶν.
Ἀκόμα καὶ οἱ θεοὶ ἀντιμετώπισαν προβλήματα. Ἡ θεὰ Ἥρα ἔγινε ἔξαλλη βλέποντας τὴν παρακάτω διαφήμισι:
Ἦρα: Ἐμπιστευθῆτε τὸ ΗΡΟΤΕΛ. Τὸ μόνο φάρμακο ποὺ τὴν ἐξαφανίζει.
— Δίαααααα! Καὶ πληρωμένους φονιάδες ἔβαλες γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ μένα; Ἡ ἐπιστήμη στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἐγκλήματος;
— Ἡρέμησε, καλή μου, ἀποκρίθηκε ὁ Νεφεληγερέτης. Τὸ Ἠροτὲλ ἐξαφανίζει τὴν ἦρα, τὸ ζιζάνιο τοῦ σιταριοῦ, ὄχι ἐσένα. Δὲν ἔχει βρεθῆ ἀκόμη φάρμακο γιὰ ζηλιάρες θεές… δυστυχῶς!
Ἡ προστάτις τῆς οἰκογενείας δὲν ἄκουσε τὶς τελευταῖες λέξεις τοῦ πατέρα τῶν θεῶν. Ἦταν, βλέπετε, πολύ συγχυσμένη. Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ τὴν μπερδεύουν, ὁλόκληρη θεά, μὲ ζιζάνιο!
Μὲ τὴν πάροδο τῶν χρόνων ἡ κατάστασις ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο. Οἱ ἄνθρωποι, προοδευτικά, ἔπαψαν νὰ σημειώνουν καὶ τὸ μοναδικὸ σημάδι ποὺ εἶχε ἐπιζήσει τῆς καταστροφῆς. Ἐθεωρεῖτο «προοδευτισμὸς» ἡ πνευματικὴ καὶ τονικὴ ἀταξία, ποὺ καλύφθηκε κάτω ἀπὸ τὸν μανδύα τῆς ἀπολύτου ἐλευθερίας στὴν ἔκφρασι. Ἔτσι συνέβησαν τὰ ἑξῆς εὐτράπελα:
«Ὁ κύριος πρωθυπουργὸς ἐδήλωσε πώς, μετὰ τὴν τελευταία περιπέτεια τῆς ὑγείας του, αἰσθάνεται ἀπολύτως γέρος», εἶπε ἡ ἐκφωνήτρια τῶν βραδινῶν εἰδήσεων, πού, λόγῳ προχωρημένου τῆς ὥρας καὶ τῆς ἀπουσίας τόνου, δὲν ἀντελήφθη πὼς ἐγέρασε πρὶν τῆς ὥρας του τὸν πρόεδρο τοῦ κυβερνῶντος κόμματος. Τὸ ἀντελήφθη ὅμως ἐκεῖνος καὶ τὸ ἄλλο πρωῒ ἡ ἐκφωνήτρια ἐστάλη ὡς ἀνταποκρίτρια τοῦ σταθμοῦ στὴν Ἀκτὴ τοῦ Ἐλεφαντοστοῦ.
Σὲ ἔξαλλη κατάστασι, νεαρὴ ἀνερχόμενη ἡθοποιὸς σουρομάδησε ἔγκριτη δημοσιογράφο, μηνύοντάς την ταυτοχρόνως γιὰ ψευδῆ ἀπόδοσι δηλώσεων. Βλέπετε, ὁ πλούσιος καὶ κάποιας ἡλικίας συνοδός της τὴν χώρισε, ἀφοῦ διάβασε τὸν τίτλο τῆς τελευταίας της συνεντεύξεως: «Κοντά του γερνῶ κάθε μέρα...»
Νοικοκυρὰ ἐπετέθη σὲ φίλη της φωνάζοντας: — Γι᾿ αὐτὸ ἐσένα σοῦ πετυχαίνουν τὰ ψωμιά. Διάβασα τὴν συνταγή. Βάζεις μάγια μπύρας. Ποῦ θὰ βρῶ ἐγὼ μπύρα μὲ μάγια, μοῦ λές; Μάγισσα!
Οἱ δάσκαλοι στὰ σχολεῖα τραβοῦσαν ὅσα μαλλιὰ τοὺς εἶχαν ἀπομείνει διαβάζοντας στὰ γραπτὰ τῶν μαθητῶν τους:
«Ὁ νόμος τῆς Ἀττικῆς ἦταν πολὺ μεγάλος», ἤ:
«Ὁ Νεύτων εἶναι ὁ ἐφευρέτης τοῦ νομοῦ τῆς βαρύτητος».
Μαθητὴς ἀπεβλήθη, γιατὶ σὲ ἔκθεσι ἰδεῶν ἔγραψε τὴν φράσι:
«Σοῦ εἶπα μαλακα τὰ θέλω τὰ παπούτσια»· τέτοιο μπάχαλο!
Γιὰ νὰ λυθῆ τὸ πρόβλημα, ἔπρεπε νὰ ξαναρχίση ἡ διδασκαλία τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος. Πῶς ὅμως ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἐκπαιδευτικούς, ποὺ τὸ γνώριζαν καὶ ἀκόμη βρίσκονται στὴν ὑπηρεσία, θὰ ἔπρεπε νὰ πείσουν τοὺς μαθητὲς νὰ τὸ υἱοθετήσουν γιὰ νὰ τὸ ἐφαρμόσουν; Ὅλοι ἦσαν μιᾶς κάποιας ἡλικίας καὶ οἱ νέοι δὲν τοὺς ἐμπιστεύονταν.
Ἡ λύσις ἦρθε τόσο ἀπροσδόκητα, ὅσο καὶ ἡ ἐμφάνισις τοῦ προβλήματος. Ἕνας νεαρὸς μανιώδης μὲ τὴν τεχνολογία ἀνεκάλυψε σὲ ἕνα βιβλίο ποὺ εἶχε ἀκδοθῆ πρὶν ἀπὸ τὴν κατάργησι τόνων καὶ πνευμάτων αὐτὰ τὰ ἀλλόκοτα, γιὰ τὴν γενιά του, σημάδια. Τὰ θεώρησε μηνύματα ἀπὸ τὸ παρελθὸν καὶ θέλησε νὰ τὰ στείλη μέσῳ τοῦ ὑπολογιστοῦ σὲ ὅλους του τοὺς φίλους. Ἔφτιαξε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸν πρόγραμμα μὲ τὸ ὁποῖο, ὁποιοδήποτε κείμενο, γραμμένο ἀκόμη καὶ χωρὶς τὸν παραμικρὸ τόνο, ἀποκτοῦσε τὰ μαγικὰ σήματα τοῦ παρελθόντος μὲ τὸ πάτημα ἑνὸς κουμπιοῦ. Στὴν συνέχεια, ἔσπασε τοὺς κωδικοὺς καί, μέσω Διαδικτύου, διωχέτευσε τὸ πρόγραμμά του μὲ τὴν μορφὴ ἰοῦ σὲ ὅλες τὶς σελίδες ποὺ ἐνδιέφεραν τοὺς νέους.
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἐκπληκτικό! Τὰ παιδιά, ἐπιρρεπῆ σὲ κάθε καινοτομία, ἀγκάλιασαν τὸ νέο φαινόμενο. Τοὺς φαινόταν διασκεδαστικὸ νὰ ἐπιλέγουν τὸ σωστὸ σημάδι πάνω ἀπὸ κάθε λέξι. Αὐτὸ ἔγινε σιγὰ-σιγὰ παιγνίδι ἠλεκτρονικό. Πῶς παλιὰ κέρδιζες ἂν ἔβρισκες τὸν θησαυρὸ ξεπερνῶντας διάφορα ἐμπόδια; Κάτι τέτοιο. Εἶχες δικαίωμα νὰ κάνης τρία μόνο λάθη, προκειμένου νὰ τονίσης σωστὰ ἕνα κείμενο. Ἂν πετύχαινες, προχωροῦσες σὲ νέα πίστα μὲ μεγαλύτερη δυσκολία. Σκοπὸς ἡ συγκέντρωσις ὅσο τὸ δυνατόν μεγαλύτερης βαθμολογίας, γιὰ νὰ βγῆ ὁ ΜΕΓΑΣ ΟΡΘΟΓΡΑΦΟΣ.
Σήμερα ὁ τονισμὸς κειμένων εἶναι τὸ δημοφιλέστερο παιγνίδι στὴν Ἑλλάδα. Συναντᾶται σὲ πολλὲς ἐκδόσεις γιὰ παιδιά, ἐνήλικες, ἀρχαρίους, προχωρημένους. Ὅλοι ἔχουν ξετρελλαθῆ μὲ αὐτὸ καὶ ὁ ἐφευρέτης του ἔγινε ὁ πλουσιότερος κάτοικος τούτης τῆς χώρας.