Ὁ Τζὼν Σουΐντον, προσωπάρχης τῶν New York Times μὲ τὴν φήμη τοῦ «κοσμήτορος τοῦ ἐπαγγέλματος», καλούμενος νὰ κάνη μία πρόποσι, τὸ 1953, ἐνώπιον τῆς Λέσχης τοῦ Τύπου τῆς Νέας Ὑόρκης, προέβη στὴν ἑξῆς ἀποκαλυπτικὴ ἐξομολόγησι:
«Δὲν ὑπῆρξε στὴν παγκόσμια ἱστορία, στὴν Ἀμερική, αὐτὸ ποὺ λέμε ἀνεξάρτητος τύπος. Τὸ ξέρετε καὶ τὸ ξέρω. Δὲν ὑπῆρξε οὔτε ἕνας ἀπὸ σᾶς ποὺ νὰ τολμᾷ νὰ γράψη τὴν εἰλικρινῆ του γνώμη, καὶ ἂν τὸ κάνατε, γνωρίζατε προκαταβολικῶς ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἐμφανιζόταν ἐκτυπωμένη. Πληρώνομαι ἕναν ἑβδομαδιαῖο μισθὸ γιὰ νὰ κρατῶ τὴν εἰλικρινῆ μου γνώμη ἐκτὸς τῆς ἐφημερίδος, στὴν ὁποία γράφω. Ἄλλοι ἀπὸ ἐσᾶς πληρώνονται παρομοίους μισθοὺς γιὰ παρόμοια πράγματα, καὶ ὅποιος ἀπὸ σᾶς θὰ ἦταν τόσο ἀνόητος ὥστε νὰ γράψη τὴν εἰλικρινῆ του γνώμη, θὰ βρισκόταν στὸν δρόμο καὶ θὰ ἔψαχνε γιὰ ἄλλη δουλειά. Ἐὰν ἐπέτρεπα στὴν εἰλικρινῆ μου γνώμη νὰ ἐμφανισθῆ σὲ μία ἔκδοσι τῆς ἐφημερίδος μου, πρὶν περάσουν 24 ὧρες θὰ βρισκόμουν χωρὶς δουλειά.
Τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δημοσιογράφου εἶναι νὰ καταστρέφη τὴν ἀλήθεια, νὰ ψεύδεται ἐντελῶς, νὰ διαστρεβλώνη, νὰ δυσφημῆ, νὰ φέρεται δουλοπρεπῶς στὰ πόδια τοῦ μαμμωνᾶ καὶ νὰ πουλάη τὴν πατρίδα του καὶ τὸ γένος του γιὰ τὸν ἐπιούσιο.
Τὸ γνωρίζετε καὶ τὸ γνωρίζω, καὶ τί εἴδους βλακεία εἶναι αὐτὴ νὰ κάνουμε πρόποσι γιὰ ἕναν ἀνεξάρτητο τύπο; Εἴμαστε τὰ ἐργαλεῖα καὶ οἱ δουλοπάροικοι πλουσίων ἀνδρῶν πίσω ἀπὸ τὴν σκηνή. Εἴμαστε οἱ μαριονέττες, ποὺ τοὺς τραβοῦν τοὺς σπάγκους καὶ χορεύουν. Τὰ ταλέντα μας, οἱ ἱκανότητές μας καὶ οἱ ζωές μας, εἶναι ὅλα περιουσιακὰ στοιχεῖα ἄλλων.
Εἴμαστε διανοούμενες πόρνες!»