30/9/10

Κηφηνεῖον «Ἡ Ὡραία Ἑλλάς»

τοῦ Σαράντου Καργάκου, Συγγραφέως - Φιλολόγου - Ἱστορικοῦ

Ἀκούω ὅτι τὸ μεγαλύτερο σήμερα πρόβλημα τῶν νέων μας εἶναι ἡ ἀνεργία. Διαφωνῶ. Ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια εἶναι ἡ ...ἐργασία. Ὁ νέος δὲν φοβᾶται τὴν ἀναδουλειά, φοβᾶται τὴν δουλειά. Μία οἰκογενειακὴ ἀντίληψις, ὅτι δουλειὰ εἶναι ὅ,τι δὲν λερώνει, ἐπεκτάθηκε καὶ στὸ νεοσουσουδιστικὸ σχολεῖο μὲ εὐθύνη τῶν κομμάτων, ποὺ γιὰ λόγους ψηφοθηρίας ἀπεδόθησαν σὲ μία χυδαία πολιτικὴ παιδοκολακείας, ἡ ὁποία μετὰ τὴν δικτατορία, ἐξέθρεψε καὶ διεμόρφωσε δύο γενιὲς «κουλοχέρηδων», παιδιῶν δηλαδὴ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ χρησιμοποιήσουν τὰ χέρια τους -πέρα ἀπὸ τὴν μούντζα- γιὰ καμμιὰ ἐργασία ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ὀνομάζονται χειρωνακτικές, ἐπειδὴ -τάχα- εἶναι ταπεινωτικές...
Κι ἂς βρίσκεται μέσα στὴν λέξη «χειρώναξ», σὰν δεύτερο συνθετικὸ τὸ «ἄναξ» ποὺ κάνει τὸν δουλευτή, τὸν ἄνακτα χειρῶν, βασιλιᾶ στὸν χῶρο του, βασιλιᾶ στὸ σπιτικό του, νοικοκύρη δηλαδή, λέξι ἄλλοτε ἱερὴ ποὺ ποδοπατήθηκε κι αὐτὴ μὲς στὴν ἀσυναρτησία μίας πολιτικῆς ποὺ ἔδειχνε ἀριστερὰ καὶ πήγαινε δεξιὰ καὶ τούμπαλιν. Γι' αὐτὸ τουμπάραμε... Κάποτε, ἀκόμη κι ἀπὸ τὶς στῆλες τοῦ περιοδικοῦ αὐτοῦ, ποὺ δὲν εἶναι πολιτικὸ μὲ τὴν εὐτελισμένη ἔννοια τοῦ ὅρου, ἔγραφα πὼς ἡ ἀνεργία στὸν τόπον μας εἶναι ἐπιλεκτική, ὅτι δουλειὲς ὑπάρχουν ἀλλὰ ὅτι δὲν ὑπάρχουν χέρια νὰ τὶς δουλέψουν.
Κι ἔπρεπε νὰ κατακλυσθῆ ὁ τόπος ἀπὸ 1,5 ἑκατομμύριο λαθρομετανάστες, γιὰ νὰ ἀποδειχθῆ ὅτι στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχε δουλειὰ πολλὴ ἀλλ' ὄχι διάθεσις γιὰ δουλειά. Τὰ παιδιά -τὰ μεγάλα θύματα αὐτῆς τῆς ἱστορίας- εἶχαν γαλουχηθῆ μὲ τὴν νοοτροπία τοῦ «White color workers». Ἔτσι σήμερα τὸ πιὸ φθηνὸ ἐργατικὸ καὶ ὑπαλληλικὸ δυναμικὸ εἶναι οἱ πτυχιοῦχοι, ποὺ ζητοῦν ἐργασία ἀκόμη καὶ στὸν ΟΤΕ ὡς ἔκτακτοι τηλεφωνητές, προσκομίζοντας στὰ πιστοποιητικὰ προσόντων ἀκόμη καὶ διδακτορικά! Γέμισε ὁ τόπος πανεπιστήμια, σχολὲς ἐπὶ σχολῶν, ἐπιστημονικοὺς κλάδους ἀορίστους, ὀμιχλώδεις καὶ ἀσαφεῖς, ἀπροσδιορίστου ἀποστολῆς καὶ χρησιμότητος. Πτυχία-φτερὰ στὸν ἄνεμο σὰν τὶς ἐλπίδες τῶν γονέων, ποὺ πιστεύουν ὅτι τὰ παιδιὰ καὶ μόνον μὲ τὰ «ντοκτορὰ» θὰ βροῦν δουλειά. Ἔτσι παράγονται ἐπιστήμονες ποὺ εἶναι δεκαθλητὲς τοῦ τίποτα, ἱκανοὶ μόνον γιὰ τὸ δημόσιο ἢ γιὰ ὑπάλληλοι κάποιας πολυεθνικῆς.
Παρ' ὅλο ποὺ γέμισε ἡ χώρα μας τεχνικὲς σχολές (τί ΤΕΛ, τί ΤΕΙ, τί ΙΕΚ!), οἱ πιὸ ἄτεχνοι νέοι εἶναι οἱ νέοι της Ἑλλάδος. Παίρνουν πτυχίο τεχνικῆς σχολῆς καὶ δὲν ἔχουν πιάσει κατσαβίδι οἱ πιὸ πολλοί. Δὲν ξέρουν νὰ διορθώσουν μία βλάβη στὸ αὐτοκίνητό τους, στὸ ραδιόφωνο ἢ στὸ τηλέφωνό τους. Εἶναι ἄχεροι, οὐσιαστικὰ χωρὶς χέρια. Τώρα μὲ τὰ ἠλεκτρονικὰ ξέχασαν νὰ γράφουν, ξέχασαν νὰ διαβάζουν, ἐκτὸς φυσικὰ ἀπὸ «μηνύματα» τοῦ ἀφόρητου «κινητοῦ» τους.
Τούτη ἡ παιδεία, ποὺ ὄχι μόνο παιδεία δὲν εἶναι ἀλλ' οὔτε κἂν ἐκπαίδευσις, ἀφοῦ δὲν καλλιεργεῖ καμμιὰ δεξιότητα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ραθυμία, τὴν ἀναβλητικότητα καὶ τὸν φόβο τῆς δουλειᾶς, ὄχι μόνο δὲν καλλιεργεῖ τὸν νέο ἐσωτερικὰ ἀλλὰ τὸν πετρώνει δημιουργικὰ σὰν τὰ παιδιὰ τῆς Νιόβης. Τὰ κάνει ἄχρηστα τὰ παιδιὰ γιὰ παραγωγικὴ ἐργασία, διότι ὁ θεσμὸς τῆς παπαγαλίας καὶ ἡ νοοτροπία τῆς ἥσσονος προσπαθείας, μὲ τὸ πρόσχημα νὰ μὴ τὰ κουράσουμε, τοὺς ἀφαιρεῖ τὴν αὐτενέργεια, τὴν πρωτοβουλία, τὴν φαντασία καὶ τὴν πρωτοτυπία. Τὸ σχολεῖο, ἀντὶ νὰ μαθαίνη τὰ παιδιὰ πῶς νὰ μαθαίνουν, τὰ νεκρώνει πνευματικά. Δὲν τὰ μαθαίνει πῶς νὰ σκέπτωνται ἀλλὰ μὲ τί νὰ σκέπτωνται. Ἔτσι τὰ κάνει πτυχιούχους βλάκες. Βάζει ὅρια στὸν ὁρίζοντα τῆς σκέψεως καὶ τῶν ἐνδιαφερόντων. Τὰ χαμηλοποιεῖ. Τὰ κάνει νὰ βλέπουν σὰν τὰ σκαθάρια κοντά, κι ὄχι νὰ θρώσκουν ἄνω, νὰ ἔχουν ἔφεσι γιὰ κάτι πιὸ πέρα, πιὸ τρανὸ καὶ πιὸ μεγάλο. Τὸ ἔμβλημα πιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου δὲν εἶναι ἡ γλαῦξ, εἶναι ὁ παπαγάλος, ὁ μαθητής-βλὰξ ποὺ καταπίνει σελίδες σὰν χάπια καὶ ποὺ θεωρεῖ ὡς σωστὸ ὅ,τι γράφει τὸ σχολικό. Καὶ τὸ λεγόμενο «σχολικὸ» εἶναι συνήθως αἰσχρὸ καὶ ὡς λόγος καὶ ὡς περιεχόμενο.
Καὶ τολμῶ νὰ λέγω αἰσχρό, διότι πρωτίστως τὸ «Ἀναγνωστικὸ» ποὺ πρέπει νὰ εἶναι εὐαγγέλιο πνευματικὸ εἰδικὰ στὸ Δημοτικό, ἀντὶ νὰ καλλιεργῆ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν δουλειά, καλλιεργεῖ τὴν ἀπέχθεια. Ποῦ πιά, ὅπως παλιά, ὁ ἔρωτας γιὰ τὴν ἀγροτική, τὴν βουκολικὴ καὶ τὴν θαλασσινὴ ζωή; Ὁ ναύτης δὲν εἶναι πρότυπο ζωῆς. Πρότυπο ζωῆς εἶναι ὁ «χαρτογιακᾶς». Ὅσο κι ἂν ἦσαν κάπως ρομαντικὰ τὰ παλιὰ «Ἀναγνωστικά», καλλιεργοῦσαν τὸν ἔρωτα γιὰ τὴν δουλειά. Ἀκούω πὼς δὲν πάει καλὰ ἡ οἰκονομία. Μὰ πῶς νὰ πάη, ὅταν μὲ τὴν ναυτιλία ποὺ προσφέρει τὸ 5,6% τοῦ ΑΕΠ ἀσχολεῖται μόνο τὸ 1% τῶν Ἑλλήνων; (Μὲ τὸν ἀγροτικὸ τομέα ποὺ προσφέρει τὸ 6,6% τοῦ ΑΕΠ ἀσχολεῖται τὸ 14,5% τοῦ πληθυσμοῦ). Διερωτῶμαι, τί εἴδους ναυτικὸς λαὸς εἴμαστε, ὅταν ἀποστρεφόμαστε τὴν θάλασσα καὶ στὰ ἑλληνικὰ καράβια κυριαρχοῦν Φιλιππινέζοι, Ἀλβανοὶ καὶ μελαψοὶ κάθε ἀποχρώσεως; Τὸ σχολεῖο καλλιεργεῖ τὸν ἔρωτα γιὰ τὴν τεμπελιά, ὄχι γιὰ δουλειά. Τὰ πανεπιστήμια καὶ οἱ ποικιλώνυμες σχολὲς ἐπαυξάνουν τὸν ἔρωτα αὐτό. Πράγματα ποὺ μποροῦν νὰ διδαχθοῦν ἐντὸς ἑξαμήνου -καὶ μάλιστα σὲ σεμιναριακοῦ τύπου μαθήματα- ἀπαιτοῦν τετραετία! Βγαίνουν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὶς σχολὲς καὶ δικαίως ζητοῦν ἐργασία μὲ βᾶσι τὰ «προσόντα» τους, ἀλλὰ τέτοιες ἐργασίες ποὺ ζητοῦν τέτοια προσόντα δὲν ὑπάρχουν. Ἂν δὲν ἀπατῶμαι, ὑπάρχουν δύο σχολὲς θεατρολογίας -πέρα ἀπὸ τὶς ἰδιωτικὲς θεατρικὲς σχολές- ποὺ προσφέρουν ἄνω τῶν 300 πτυχίων τὸ ἔτος. Ποῦ θὰ βροῦν δουλειὰ τὰ παιδιὰ αὐτά;
Ἂν ὅμως τὸ σχολεῖο ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ καλλιεργοῦσε τὴν τόλμη, τὴν αὐτενέργεια, βράβευε τὴν πρωτοβουλία, τὴν ἀνάληψι εὐθυνῶν, τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ὁποιαδήποτε δουλειὰ ἀκόμη καὶ τοῦ πλανόδιου γαλατᾶ, θὰ εἴχαμε κάνει τὴν Ἑλλάδα Ἐλδοράδο, ὅπως ἔγινε Ἐλδοράδο γιὰ τοὺς ἐργατικοὺς Ἀλβανούς, Βουλγάρους, Πολωνούς, Γεωργιανούς, Αἰγυπτίους ἁλιεῖς, Πακιστανοὺς καὶ Οὐκρανούς. Σήμερα αὐτοὶ εἶναι ἡ ἐργατικὴ κι αὔριο ἡ ἐπιχειρηματικὴ τάξις τῆς Ἑλλάδος. Κι οἱ Ἕλληνες, ἀφήνοντας τὴν πατρῶα γῆ στὰ χέρια τῶν Ἀλβανῶν ποὺ τὴν δουλεύουν, τὴν πατρῶα θάλασσα στὰ χέρια τῶν Αἰγυπτίων ποὺ τὴν ψαρεύουν, θὰ μεταβληθοῦν σὲ νομάδες τῆς Εὐρώπης ἢ τῶν ΗΠΑ ἢ θὰ τρέχουν γιὰ δουλειὰ στὴν Ἀλβανία ποὺ ξεπερνᾶ σὲ νόμιμη καὶ παράνομη ἐπιχειρηματικὴ δραστηριότητα ὅλες τὶς χῶρες τῆς Βαλκανικῆς. Γέμισαν τὰ Τίρανα οὐρανοξύστες, κτήρια γιγάντια, κακόγουστα μέν, σύγχρονα δέ. Περίπου 100 ἰδιωτικὰ σχολεῖα λειτουργοῦν στὴν πρωτεύουσα τῆς χώρας τῶν ἀετῶν.
Ἐμεῖς ἀφήσαμε ἀδιαπαιδαγώγητη τὴν ἐργατικὴ καὶ τὴν ἀγροτικὴ τάξι. Στὴν πρώτη περάσαμε σὰν ἰδεολογία-θεολογία τὸ σύνθημα «Νόμος εἶναι τὸ δίκιο τοῦ ἐργάτη» καὶ ὑποχρεώσαμε πλῆθος ἐπιχειρήσεις νὰ κλείσουν ἢ νὰ μεταφερθοῦν ἀλλοῦ. Μετὰ διαφθείραμε τοὺς ἀγρότες μὲ παροχὲς χωρὶς ὑποχρεώσεις καὶ τοὺς δημιουργήσαμε νοοτροπία μαχαραγιᾶ. Γέμισε ἡ ἐπαρχία μὲ «Κέντρα Πολιτισμοῦ», ὅπου «μπαγιαντέρες» κάθε λογῆς καὶ φυλῆς ἄναβαν ποῦρο μὲ φωτιὰ πεντοχίλιαρου! Τὸ μπουκάλι μὲ τὸ οὐΐσκυ βαπτίστηκε ...ἀγροτικό! Τώρα, ὅμως, ποὺ ἔρχονται τὰ «ἐξ ἑσπερίας νέφη» χτυπᾶμε τὸ κεφάλι μας. Καὶ ποῦ νὰ φθάσουν τὰ «ἐξ Ἀνατολῆς» σὰν εἰσέλθη ἡ Τουρκία στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωσι! Θὰ γίνη ἡ Ἑλλὰς vallis flen-tium (κοιλὰς κλαυθμώνων) καὶ θὰ κινῆται quasi osculaturium inter flen-tium (σὰν ἐκκρεμὲς μεταξὺ θλίψεως καὶ ὀδύνης).
Δὲν εἶμαι ὑπὲρ μίας παιδείας ποὺ θὰ ὑποτάσσεται στὴν οἰκονομία. Θεωρῶ ὀλέθριο νὰ χαράσσεται μία ἐκπαιδευτικὴ πολιτικὴ μὲ κριτήρια οἰκονομικῆς ἀναγκαιότητος. Θεωρῶ ὀλέθρια ὅμως καὶ τὴν παιδεία ποὺ ἐθίζει τὰ παιδιὰ στὴν ὀκνηρία, ποὺ τὰ κουράζει μὲ τὴν παπαγαλία καὶ τὸ βάρος ἄχρηστων μαθημάτων. Τὸ μεγαλύτερο κεφάλαιο τῆς χώρας εἶναι τὰ κεφάλια τῶν παιδιῶν της. Τούτη ἡ παιδεία ἀποκεφαλίζει τὰ παιδιά. Τὰ κάνει ἱκανὰ νὰ μὴ κάνουν τίποτε. Οὔτε νὰ βλαστημήσουν. Ἀκόμη καὶ ἡ αἰσχρολογία τους περιορίζεται στὴν λέξι ποὺ τὰ κάνει συνονόματα. Ἂν τοὺς πῆς βρισιὰ τῆς περασμένης 20ετίας θὰ νομίσουν ὅτι μιλᾶς ἀρχαῖα Ἑλληνικά! Εἶναι θλιβερὴ ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσιάζει σήμερα, παρουσίαζε χθὲς καὶ θὰ παρουσιάζη κι αὔριο ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία: νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἄνω τῶν 65 ἐτῶν, ἄνω τῶν 70 ἐτῶν, πού, ἐνῷ ἔχουν συνταξιοδοτηθῆ, ἐργάζονται νυχθημερόν, γιὰ νὰ συντηροῦν τὰ παιδιά τους μέχρι νὰ τελειώσουν τὶς ἀτελείωτες σπουδές τους, τὰ παιδιὰ ποὺ λιώνουν τὰ νιάτα τους στὰ «κηφηνεῖα», ποὺ πᾶνε σπίτι τους νὰ κοιμηθοῦν τὴν ὥρα ποὺ οἱ Ἀλβανοὶ πᾶνε γιὰ δουλειά. Θὰ μοῦ πῆτε, τί δουλειά; Ὁποιαδήποτε δουλειά, ἀρκεῖ νὰ εἶναι τίμια. Ὅταν μικροί -ἀκόμη στὸ Δημοτικό- μαθαίναμε ἀπ' ἔξω τὸν Τυρταῖο (ποιός τολμᾷ σήμερα νὰ διδάξη Τυρταῖο;), δὲν τὸν μαθαίναμε γιὰ νὰ γίνουμε πολεμοχαρεῖς ἀλλὰ γιὰ νὰ νοιώθουμε ντροπή, ὅταν στὴν μάχη τῆς ζωῆς, στὴν πρώτη γραμμὴ εἶναι οἱ παλαιότεροι, οἱ «γεραιοὶ» καὶ οἱ νέοι κρύβονται πίσω ἀπὸ τὴν σκιά τους. «Αἰσχρὸν γὰρ δὴ τοῦτο... κεῖσθαι πρόσθε νέων ἄνδρα παλαιότερον».
Σήμερα, βέβαια, οἱ χειρωνακτικὲς ἐργασίες ἐλέγχονται σχεδὸν κατ' ἀποκλειστικότητα ἀπὸ ξένους. Στὶς οἰκοδομὲς μιλοῦν ἀλβανικά, στὰ χωράφια πακιστανικά. Σὲ λίγο οἱ χειρωνακτικὲς ἐπιχειρήσεις θὰ περάσουν στὰ χέρια τῶν Κινέζων ποὺ κατασκευάζουν ἤδη τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν τουριστικῶν εἰδῶν ποὺ θυμίζουν... Ἑλλάδα. Ἀκόμη καὶ τὶς σημαῖες μας στὴν Κίνα τὶς φτιάχνουν! Κι ἐμεῖς; Ἐμεῖς, ὅπως πάντα, φτιάχνουμε τὰ τρία κακὰ τῆς μοίρας μας. «Φτιάχνουμε» τὴν ζωή μας στὴν τηλοψία, ποὺ δίνει τὰ μοντέρνα πρότυπα ὀκνηρίας στὴν νεολαία, ποθοῦμε μία χρυσίζουσα ζωὴ σὰν αὐτὴν ποὺ προσφέρει τὸ «γυαλί», ἀγοράζουμε πολυτελῆ αὐτοκίνητα μὲ δόσεις, κάνουμε διακοπὲς μὲ «διακοποδάνεια», ἑορτάζουμε μὲ «ἑορτοδάνεια» καὶ πεθαίνουμε μὲ «πεθανοδάνεια». Ἔλεγε ὁ Φωκίων, ποὺ πλήρωσε τέσσερις δραχμὲς τὴν δεύτερη δόσι τοῦ κωνείου ποὺ χρειαζόταν γιὰ νὰ «ἀπέλθη», πὼς στὴν Ἀθήνα δὲν μπορεῖ οὔτε δωρεὰν νὰ πεθάνη κανείς. Ἔπρεπε νὰ ζοῦσε τώρα...
Λυπᾶμαι ποὺ θὰ τὸ πῶ, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ πῶ: τὸ σχολεῖο, οἱ σχολὲς καὶ τὰ ΜΜΕ σακάτεψαν καὶ σακατεύουν τὴν νεολαία, διότι μιλοῦν συνεχῶς γιὰ τὰ δικαιώματά της -δικαιώματα στὴν τεμπελιά- καὶ ποτὲ γιὰ ὑποχρεώσεις, ποτὲ γιὰ χρέος, ποτὲ γιὰ καθῆκον. Τὸ καθῆκον ἔγινε ἄγνωστη λέξις.