20/9/10

Ἡ πρώτη μέρα στὸ σχολεῖο

τοῦ Δημητρίου Νατσιοῦ, διδασκάλου, Κιλκίς

Ἔτσι ἀκριβῶς, «Ἡ πρώτη μέρα στὸ σχολεῖο» τιτλοφορεῖται κι ἕνα κείμενο ποὺ περιέχεται στὸ «Ἀνθολόγιο Λογοτεχνικῶν Κειμένων Α΄ καὶ Β΄ Δημοτικοῦ», σελ. 30-31. Στὸ κείμενο αὐτὸ «προσφέρονται», ἀνεπιγνώστως προφανῶς ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς, ὅλα τὰ τρέχοντα ἰδεολογήματα καὶ τὰ κενοεπῆ στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τὸ «νέο σχολεῖο».


Ἕνας μικρὸς μαθητής, πρωτάκι, διηγεῖται τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα στὸ σχολεῖο. Μετὰ τὶς γνωστὲς ἀγωνίες, τὸν φόβο τοῦ ἀγνώστου, τὶς σπαραξικάρδιες «ἀπαγκιστρώσεις» ἐκ τῆς μητρικῆς ἀγκάλης καὶ τὰ συναφῆ τῆς παρθενικῆς «ἀκαδημαϊκῆς» σταδιοδρομίας, διαβάζουμε στὸν ἐπίλογο: «Ἡ δασκάλα μας ἦταν ἡ κυρία Μεταξᾶ. Ἤθελε νὰ τὴν φωνάζουμε Γεωργία καὶ κυρίως ὄχι δασκάλα. Ὁ Κυριάκος ποὺ καθόταν δίπλα μου, εἶπε: - Δασκάλα, μπορῶ… Σταμάτησε. Ἡ δασκάλα μᾶς χαμογέλασε. Μετὰ εἴπαμε ὅλοι τὰ ὀνόματά μας. Φανῆ, Γιάννης, Ἰουλία, Ἀναστασία… Μὲ τί θέλετε νὰ ἀρχίσουμε; ρώτησε ἡ κυρία μας.
Ὁ Κωστῆς σήκωσε τὸ χέρι.
- Μὲ τὴν τουαλέττα κυρία».
Τί ἀχνοφέγγει πίσω ἀπὸ τὶς χαζοχαρούμενες αὐτὲς ἀράδες, ὁπωσδήποτε ἀ(κατα)νόητες γιὰ νεοεισερχόμενο στὸ σχολεῖο μαθητή, ἀπαξιωτικὲς καὶ προσβλητικὲς γιὰ τὸν δάσκαλο; Ἐδῶ ἔχουμε μία «προοδευτικιὰ» δασκάλα, ποὺ ἀποποιεῖται τὴν ἀποστολή της. Ἐφ’ ὅσον ἀπορρίπτει τὸν σεβασμὸ ποὺ περιέχει ἡ προσφώνησις «κυρία», ἐκλιπαρεῖ τὴν οἰκειότητα, ἡ ὁποία παρερμηνεύεται ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ καταντᾷ ἡ μητέρα τῆς καταφρονήσεως καὶ τῆς ἀπειθαρχίας. Πολλοὶ ἐκπαιδευτικοὶ πράττουν τὸ ἴδιο, ἔχοντας θολὰ ἐντυπωμένη στὸν νοῦ τους τὴν θεωρία τῆς ἀντιαυταρχικῆς ἢ ἀντιαυθεντικῆς ἀγωγῆς.
Καλλιεργοῦν μία «ἀνάρμοστη» σχέσι μὲ τοὺς μαθητές τους, δῆθεν φιλική. Ὅμως ὅταν ὁ ἐκπαιδευτικὸς παρουσιάζεται ὑπερβολικὰ ἐπιεικὴς σημαίνει ἢ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ διαδραματίση σωστὰ τὸν ἡγετικὸ ρόλο του ἢ ὅτι δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ παιδιά. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἡ ἐπιείκεια ἀποτελεῖ τὴν χειρότερη μορφὴ ἀδιαφορίας. (Κάτι παρόμοιο ἰσχύει καὶ μὲ τοὺς γονεῖς, ποὺ προσπαθῶντας νὰ κερδίσουν τὴν ἐκτίμησι τῶν παιδιῶν τους, διαβάζοντας καὶ κάποια «βίπερ», περὶ «δημοκρατικῆς» οἰκογενειακῆς ἀγωγῆς, ποὺ κυκλοφοροῦν καὶ σὲ μπακάλικα, λένε στὰ παιδιά τους: «μὴ μὲ βλέπεις σὰν πατέρα. Ἐγὼ θέλω νὰ εἶμαι φίλος σου». Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση καὶ ὁ γονεὺς εἶναι ἕνα ἀνώριμο παιδὶ ποὺ παραιτεῖται ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἢ τὴν μητρική του εὐθύνη καὶ δημιουργεῖ στὸ παιδὶ αἴσθημα ἀνασφαλείας, ποὺ θὰ φθάση ὡς τὸν πανικό. Τὰ παιδιὰ θὰ βροῦν εὐκαιρίες στὴν ζωή τους ν’ ἀποκτήσουν φίλους, εἶναι ὅμως ἀμφίβολο ἂν θὰ βροῦν κάποιον ἄλλο πατέρα ἢ ἄλλη μητέρα). Ἡ δασκάλα τοῦ κειμένου, ποὺ ἤθελε νὰ τὴν προσφωνοῦν οἱ μαθητές της –καὶ μάλιστα τῆς πρώτης τάξεως– Γεωργία (ἤ, γιατί ὄχι, Γωγώ), αὐτοακυρώνεται καὶ ταυτόχρονα, ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, «διδάσκει» στὰ παιδιὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ εὐλογημένη ἀπόστασις μεταξὺ δασκάλου καὶ μαθητοῦ, τὸ μυστικὸ ὑφάδι ποὺ συνέχει αὐτὴν τὴν σχέσι, ποὺ ὀνομάζεται σέβας. Μὲ τὰ καλοπιάσματα καὶ τὶς κολακεῖες δὲν βγάζεις γεροὺς μαθητές. «Δεῖ δ’ αὐτοὺς μηδὲ τοῖς ἐγκωμίοις ἐπαίρειν καὶ φυσᾶν· χαυνοῦνται γὰρ ταῖς ὑπερβολαῖς τῶν ἐπαίνων καὶ θρύπτονται», δηλαδή, πρέπει νὰ μὴ παινεύουμε ὑπερβολικὰ καὶ φουσκώνουμε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ ἐγκώμια, διότι μὲ τὶς ὑπερβολὲς τῶν ἐπαίνων γίνονται ματαιόδοξα καὶ κακομαθημένα». (Πλούταρχος, «περὶ παίδων ἀγωγῆς», ἐκδ. «Κάκτος», σελ. 69).
Καὶ ὁ ὁσιακῆς μνήμης γέρων Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἑπόμενος τοῖς θείοις πατρᾶσι, ἔλεγε κάτι σημαντικό: «Στὰ παιδιὰ ὁ ἔπαινος κάνει κακό. Τί λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; «Λαός μου οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς πλανῶσιν ὑμᾶς καὶ τὴν τρῖβον τῶν ποδῶν ὑμῶν ταράσσουσιν». Ὅποιος μᾶς ἐπαινεῖ, μᾶς πλανάει καὶ μᾶς χαλάει τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς μας. Πόσο σοφὰ εἶναι τὰ λόγια του Θεοῦ! Ὁ ἔπαινος δὲν προετοιμάζει τὰ παιδιὰ γιὰ καμμιὰ δυσκολία στὴν ζωή. Καὶ βγαίνουν ἀπροσάρμοστα καὶ τὰ χάνουν καὶ τελικὰ ἀποτυγχάνουν.
Τώρα ὁ κόσμος χάλασε. Στὸ μικρὸ παιδάκι λένε ὅλο ἐπαινετικὰ λόγια. Μὴ τὸ μαλώσουμε, μὴ τοῦ ἐναντιωθοῦμε, μὴ τὸ πιέσουμε τὸ παιδί. Μαθαίνει, ὅμως, ἔτσι καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιδράση σωστὰ καὶ στὴν πιὸ μικρὴ δυσκολία. Μόλις κάποιος τοῦ ἐναντιωθῆ, τσακίζεται, δὲν ἔχει σθένος.
Οἱ γονεῖς εὐθύνονται πρῶτοι γιὰ τὴν ἀποτυχία τῶν παιδιῶν στὴν ζωὴ καὶ οἱ δάσκαλοι καὶ καθηγητὲς μετά. Τὰ ἐπαινοῦν διαρκῶς. Τοὺς λένε ἐγωϊστικὰ λόγια. Δὲν τὰ φέρνουν στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Τ’ ἀποξενώνουν ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία. Ὅταν μεγαλώσουν λίγο τὰ παιδιὰ καὶ πᾶνε στὸ σχολεῖο μ’ αὐτὸν τὸν ἐγωισμό, φεύγουν ἀπ’ τὴν θρησκεία καὶ τὴν περιφρονοῦν, χάνουν τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τοὺς γονεῖς, πρὸς ὅλους. Γίνονται ἀτίθασα καὶ σκληρὰ καὶ ἄπονα, χωρὶς νὰ σέβωνται οὔτε τὴν θρησκεία, οὔτε τὸν Θεό. Βγάλαμε στὴν ζωὴ ἐγωϊστὲς καὶ ὄχι χριστιανούς». (Γέροντος Πορφυρίου, «Βίος καὶ Λόγοι»», ἐκδ. Ι.Μ. Χρυσοπηγῆς, σελ. 427).
Τὸ κείμενο τοῦ σχολικοῦ βιβλίου τελειώνει μὲ τὴν ὀμορφότατη καὶ παιδαγωγικότατη «ἐπιθυμία» τοῦ μαθητοῦ νὰ ἀρχίση ἡ σχολικὴ χρονιά, ἡ διδαχή, μὲ τὴν… τουαλέττα. Σαφὲς τὸ μήνυμα, ἐλήφθη. Εὖγε στοὺς ἰθύνοντες, τὰ σαΐνια τοῦ ἁμαρτωλοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου. Παιδεία, ἀγωγή, σμίλευσις ψυχῶν, προσιδιάζουσα… στὶς τουαλέττες. Αὐτὸ τὸ μνημειῶδες κείμενο βρῆκαν, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τοὺς νιόβγαλτους μαθητὲς στὸ γοητευτικὸ ταξείδι τῆς γνώσεως. Ἀντὶ γιὰ ὀσμὴ πνευματικῆς εὐωδίας, ἕνα κείμενο ἀπὸ τὰ μυρίπνοα ἄνθη τῆς παραδόσεώς μας, ἡ δυσωδία τοῦ βόθρου, ἡ διὰ βίου ἐκπαίδευσις ποὺ ὁραματίζονται οἱ Γραικύλοι τῆς σήμερον. Δευτέρα μεθαύριο, πρώτη μέρα στὸ σχολεῖο. Οἱ νεοταξοσκώληκες ἂς ἀρχίσουν «μὲ τὴν τουαλέττα». Ἐμεῖς θὰ ἀρχίσουμε μὲ τὶς ἁγιαστικὲς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπερήφανοι διότι εἴμαστε Ἕλληνες δάσκαλοι. «Ἀπ’ ἔξω μαυροφόρα ἀπελπισιὰ» ἀλλὰ μὲς στὴν τάξι Κρυφὸ Σχολειό. Κλείνω μὲ ἕνα ἐξαίρετο κείμενο, ἀντάξιο γιὰ δασκάλους.
«Ἡ προσευχὴ τοῦ δασκάλου.
Κύριε,
Δῶσε μου ἁπλότητα καὶ βάθος. Κάμε νὰ μὴν εἶμαι περίπλοκος οὔτε κοινότοπος στὸ καθημερινό μου μάθημα. Κάμε νὰ ὑψώσω τὰ μάτια μου ἀπὸ τὸ πληγωμένο μου στῆθος, μπαίνοντας κάθε μέρα στὴν τάξι μου. Ἂς μὴ φέρω μαζί μου στὴν ἕδρα μου τὶς μικρές μου ὑλικὲς μέριμνες καὶ τὶς δικές μου λύπες. Κάμε τὸ χέρι μου ἐλαφρότερο στὴν τιμωρία καὶ ἁπαλότερο στὸ χάδι. Ἂς ἐπιπλήττω ἀπρόθυμα, γιὰ νὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι τιμωρῶ ἀπὸ ἀγάπη. Τὸ πλινθόκτιστο σχολεῖο μου ἂς εἶναι καμωμένο ἀπὸ πνεῦμα. Οἱ φλόγες τοῦ ἐνθουσιασμοῦ μου ἂς καλύπτουν τὴν φτωχή του εἴσοδο καὶ τὴν γυμνὴ αἴθουσά του. Ἡ καρδιά μου ἂς εἶναι γιὰ τὸ σχολεῖο μου μία πιὸ ἰσχυρὴ στέγη καὶ ἡ καλὴ θέλησίς μου ἕνας χρυσὸς καθαρότερος ἀπὸ τὸν χρυσὸ τῶν πλουσίων σχολείων».
(Γαβριέλλα Μυστράλ. Χιλιανὴ ποιήτρια καὶ δασκάλα. Βραβεῖο Νόμπελ 1946).