τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Κυριακοῦ Ρήγα
«Οὖς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον τὸ δὲ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες, μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους.» (Θουκυδίδης: Κεφ. Β΄ 43)
Ἡ ἐποποιΐα τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ μας ἀγῶνος ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες καὶ ἐνδοξώτερες σελίδες τῆς τρισχιλιετοῦς ἱστορίας, τοῦ μαρτυρικοῦ ἀλλὰ ἀδάμαστου στὶς συμφορὲς λαοῦ μας. Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ ἔπος γράφτηκε ἀπὸ τὴν ἁγνὴ καὶ ἄδολη νεότητα, ποὺ γαλουχήθηκε μὲ τὰ νάματα τῶν ἀθανάτων ἰδανικῶν της πατρίδος καὶ τῆς θρησκείας. Ὁ χαρακτήρας καὶ ἡ προσωπικότης τῶν νέων διαμορφώνονται μὲ τὴν σωστὴ ἀγωγὴ καὶ τὴν εὐεργετικὴ περιρρέουσα κοινωνικὴ ἀτμόσφαιρα, μὲ τὴν δημιουργία «καλῶν καὶ ἀγαθῶν νέων» πρόθυμων νὰ ἀγωνισθοῦν γιὰ τὴν εὐδαιμονία τοῦ συνόλου, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ ὑψηλὰ ἰδανικὰ προσφορᾶς καὶ θυσίας. Καὶ τὸ ἀγαστὸ τοῦτο γεγονὸς εὐδόκησε ἡ Θεία Πρόνοια νὰ ἐπιτευχθῆ καὶ νὰ καρποφορήση στὴν Κύπρο μας τὴν ἱστορικὴ δεκαετία τοῦ 1950.
Οἰκογένεια, Παιδεία καὶ Ἐκκλησία ἐργάστηκαν ἁρμονικὰ γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ θαύματος.
Ἡ ἰδέα τῆς ἐλευθερίας δονοῦσε τὶς ψυχὲς τῶν νέων της μικρῆς μας πατρίδας καὶ τὸ νόημά της καλλιεργήθηκε καὶ ἐμπεδώθηκε ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ τὴν Ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία. «Σὰν τὴν σπίθα κρυμμένη στὴ στάχτη», ἡ ἐλευθερία ἀνεπήδησε καὶ ἀνέθαλε καὶ φλόγισε τὶς ψυχὲς καὶ μετέβαλε σὲ ἐπαναστατικὴ πρᾶξι τοὺς πόθους καὶ τὰ ὁράματα αἰώνων.
Τὴν 1η Ἀπριλίου 1955, ὅταν ἀντήχησε θριαμβευτικὰ ὁ παιάνας «ἴτε παῖδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῦτε πατρίδα», ἡ Ἑλληνικὴ νεολαία τῆς Κύπρου ἦταν ἕτοιμη ἀπὸ καιρό, μὲ τὴν ἐθνικὴ ἀγωγὴ καὶ τὴν χριστιανικὴ ἠθικὴ καλλιέργεια, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, τὸ σχολεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ ἀνταποκριθῆ χωρὶς δισταγμὸ στὸ κάλεσμα τῆς Ἱστορίας.
Νέοι ἀπὸ 17 μέχρι 30 ἐτῶν, ἀμούστακα παλληκάρια, μαθητές, ἀπόφοιτοι δημοτικῶν καὶ γυμνασίων, ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν στὸν βωμὸ τῆς ἐλευθερίας γιὰ τὴν γλυκόπικρη πατρίδα, ἀφοῦ ἔγιναν «πολλῷ κάρρονες» πατέρων καὶ προπατέρων, ποὺ ἔζησαν καὶ πέθαναν μὲ τὸ ὄνειρο ἀπραγματοποίητο τῆς ἰμερτῆς Λευτεριᾶς.
Περιφρονῶντας τὸν θάνατο, ἀψηφῶντας τὴν ὑλικὴ ὑπεροχὴ καὶ τὴν ὠμὴ βία τοῦ κατακτητῆ ἐπέδειξαν ὅτι ἡ ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα εἶναι ἀνώτερα τοῦ ξίφους καὶ τῆς ὕλης.
Μὲ τὸν ὅρκο στὴν Ἁγία Τριάδα ἐνίσχυσαν καὶ ἐδέσμευσαν τὴν ἀθάνατη ψυχή τους.
Στὶς πόλεις καὶ στὰ χωριά, στὶς πεδιάδες καὶ στὰ βουνὰ γράφτηκαν σελίδες δόξας ἀπὸ ἕνα μικρὸ λαό, ποὺ τίμησε τὸν πανάρχαιο καὶ κλασσικὸ ἑλληνικὸ πολιτισμό του καὶ δόξασε τὴν ἀνθρώπινη τιμὴ καὶ ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια.
Θαυμαστὸς ὁ ἀριθμὸς τῶν ἱερομαρτύρων τοῦ ἐπικοῦ μας ἀγῶνος
Μικρὸς ἀριθμητικὰ ὁ λαός μας. Μέγιστος ὅμως σὲ ἠρωϊκὸ μεγαλεῖο.
Μικρὸς ἀριθμητικὰ ὁ λαός μας. Μέγιστος ὅμως σὲ ἠρωϊκὸ μεγαλεῖο.
Ποίων ἀθάνατων νέων μας μποροῦμε νὰ περιγράψουμε ἐπαξίως τὴν θυσία καὶ τὴν ἀρετή! «Ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος» περὶ Γρηγόρη Αὐξεντίου, Κυριάκου Μάτση, περὶ τῶν ἡρώων καὶ μαρτύρων τῆς φριχτῆς ἀγχόνης καὶ ἄλλων πολλῶν, ποὺ λίπαναν τὸ ἔδαφος τῆς κυπριακῆς γής! Ὅλοι ἀνεξαιρέτως τίμησαν καὶ δόξασαν τὴν πατρίδα, ὄντες συνεχιστὲς μίας ἔνδοξης ἑλληνικῆς καὶ θρησκευτικῆς πορείας μέσα στὴν Ἱστορία ἐπιτελῶντας «ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά».
Τιμῶντας ὅλους τους ἥρωές μας, ἀντιπροσωπευτικὰ ἀναφέρουμε τὴν θυσία τῶν τραγικῶν μαρτύρων τῆς ἀγχόνης, διότι αὐτοὶ κατέλιπαν κειμήλια ἱερά, γραπτὰ μνημεῖα, ποὺ μ' αὐτὰ ἐκφράζονται τὰ ἀκατάλυτα ἰδανικὰ τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος, ποὺ δονοῦσαν τὶς ψυχὲς καὶ ἔπαλλαν τὶς καρδιὲς τῶν ἁγνῶν νέων της ἡρωϊκῆς ἐκείνης ἐποχῆς. Ἡ ἀτρόμητη στάση ἀπέναντι στὸν θάνατο, ἡ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἐλευθερία, ἡ δύναμη τοῦ πνεύματος ἀπέναντι στὴν ὕλη καταξίωσαν τὴ ζωή τους καὶ τοὺς ἀνέδειξαν σύμβολα ἀρετῆς γιὰ τοὺς μεταγενέστερους.
Πρῶτος τὸν χορὸ τῆς λεβεντιᾶς καὶ τοῦ μαρτυρίου φέρνει ὁ Μιχαλάκης Καραολής. Τὶς τελευταῖες σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά του, ποὺ ἐκφράζουν τὸ ἐθνικὸ φρόνημα καὶ τὸ χριστιανικὸ ἦθος του, διατυπώνει, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἐθνομάρτυρές μας, σὲ συγκινητικὰ γράμματα ποῦ στέλλει στοὺς οἰκείους του: «ἀφοῦ ὁ Θεός μου ἐπεφύλαξε τὸ πικρὸν τοῦτον ποτήριον "οὐ μὴ πίω αὐτό"; Γενηθήτω τὸ θέλημα τοῦ Παντοδυνάμου».
Ἀπαγχονίστηκε, «σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰν θαρραλέος», τὴν Πέμπτη, 10 Μαΐου 1956, σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν.
Την ἴδια μέρα μαρτύρησε καὶ ὁ αὐτάδελφός του, ἥρωας Ἀνδρέας Δημητρίου, στὰ 22 τοῦ χρόνια. Ἁπλὸς ἀπόφοιτος Δημοτικοῦ κατάκτησε τὴν ἀληθινὴ σοφία καὶ βίωσε τὴ βαθιὰ πίστη, γιατί πίστεψε καὶ ὑλοποίησε στὴν πράξη τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ τῆς ἐλευθερίας. Στοὺς ἄδικους κριτὲς τοῦ ἀποικιοκρατικοῦ δικαστηρίου περήφανα εἶπε: «Λυποῦμαι ποὺ δὲν θὰ δῶ τὴν Κύπρο μᾶς ἐλεύθερη. 'Ὅμως δὲν μὲ φοβίζει ὁ θάνατος, γιατί ἡ ζωὴ εἶναι περιττὴ μέσα στὴ σκλαβιά. Ζήτω ἡ λευτεριά! Γειά σας».
Ὁ Ἀνδρέας Ζάκος παρηγορεῖ καὶ ἐνισχύει ἀπὸ τὴ φυλακὴ συγγενεῖς καὶ φίλους μὲ γράμματα ποὺ ἐκφράζουν τὴν πίστη στὸν Θεό, τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα (εἶχε παθολογικὴ ἀγάπη πρὸς τὴν Ἑλλάδα) καὶ τὴν ἀφοβία ἀπέναντι στὸν θάνατο. Στὸν πατέρα του μὲ σταθερὴ ἀπόφαση γράφει: «Εἴμαστε χριστιανοί, πιστεύουμε στὴν Οὐράνια Βασιλεία καὶ δὲν μᾶς φοβίζει ὁ θάνατος». Ὁδηγήθηκε στὴν ἀγχόνη στὶς 9 Αὐγούστου 1956.
Την ἴδια μέρα μαρτύρησε μαζί του καὶ ὁ φίλος του στὴ ζωὴ καὶ στὸν θάνατο Χαρίλαος Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος στοὺς γονεῖς του γράφει: «Τὶς ἀτέλειωτες ὧρες μου τὶς περνῶ διαβάζοντας θρησκευτικὰ βιβλία καὶ τραγουδώντας ἐθνικὰ τραγούδια». Παρηγορεῖ τὸ φίλο του μὲ τὶς ἀκόλουθες βαθυστόχαστες σκέψεις: «Θὰ ἐγκαταλείψω τὸ σαρκίο καὶ θὰ ἀφήσω τὴν ψυχή μου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ φτερουγίζει γύρω ἀπὸ τὸν ἔνδοξο θρόνο του καὶ νὰ ψάλει: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Σαβαώθ».
Στὶς 21 Σεπτεμβρίου 1956 θὰ βαδίσουν πρὸς τὴν φρικτὴ ἀγχόνη ἀκόμη τρεῖς ἄσπιλοι νέοι μάρτυρες, εὐαγεῖς, ὡς «οἱ τρεῖς ἐν τὴ καμίνω παῖδες» ἄδοντες καὶ ψάλλοντες. Ὁ Ἀνδρέας Παναγίδης, ὁ Μιχαὴλ Κουτσόφτας καὶ ὁ Στέλιος μαυρομάτης γράφουν τὸ δικό τους ἀθάνατο ἔπος.
Ὁ Ἀνδρέας Παναγίδης γράφει τρυφερὰ καὶ παιδαγωγικὰ στὴν οἰκογένειά του: «Εὔχομαι, ἀγαπημένα μου παιδιά, νὰ γίνετε καλοὶ χριστιανοὶ καὶ καλοὶ Ἕλληνες Κύπριοι. Ἀκολουθῆστε πάντα τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς». Ἰδοὺ ἀληθινὲς πατρικὲς νουθεσίες! Στοὺς συγγενεῖς του γράφει: «Ὁ Χριστὸς μᾶς γεμίζει τὴν καρδιὰ μὲ ἀληθινὴ χαρά. Παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς σώσει ὄχι τὸ σῶμα ἀλλὰ τὴν ψυχή».
Ὁ Μιχαὴλ Κουτσόφτας μὲ ἀκράδαντη πίστη στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴ Μητέρα ὅλων τῶν Ἑλλήνων, ἀναφωνεῖ «Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ θὰ ὁδηγήσει τὰ βήματα τοῦ κυπριακοῦ λαοῦ πρὸς τὸν δρόμο τῆς ἐλευθερίας».
Ὁ Στέλιος Μαυρομάτης μὲ γαλήνη ψυχῆς καὶ ἐμπιστοσύνη στὸν Δίκαιο Θεὸ παρηγορεῖ τοὺς γονεῖς καὶ συγγενεῖς γράφοντας: «... στὸ σκοτεινὸ κελὶ τῆς φυλακῆς περιμένω μὲ ὑπομονὴ τὸν δήμιο... Αἰσθάνομαι τὸν ἑαυτό μου ἰσχυρὸν καὶ γαλήνιον, γιατί ἔχω τὸν Χριστὸ μέσα μου... Θέλω νὰ εἶστε περήφανοι γιὰ τὴν κοινὴν ἐλευθερίαν». Μαρτύρησε στὶς 21 Σεπτεμβρίου 1956 σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν.
Ο Ἰάκωβος Πατάτσος διακρινόταν ἀπὸ μικρὴ ἡλικία γιὰ τὸ χριστιανικό του ἦθος, τὸ ἐθνικὸ φρόνημα, τὴν σεμνότητα τοῦ χαρακτῆρος ὄντας παιδὶ τοῦ Κατηχητικοῦ καὶ μύστης παιδιόθεν τῶν ἑλληνοχριστιανικῶν ἰδεωδῶν, ὥστε νὰ χαρακτηρισθῆ «Ἅγιος του Κυπριακοῦ Ἀγώνα». Γράφει στὴν μητέρα του ἀπὸ τὸ κελλὶ τῆς σκοτεινῆς φυλακῆς: «Τὴν περασμένην Κυριακὴν ἐξομολογήθηκα καὶ ἐκεοινώνησα τῶν Ἄχραντων Μυστηρίων. Τὸ ἴδιο ἔκαμε ὁ Ζάκος καὶ ὁ Χαρίλαος... Τραγουδοῦμεν, ψάλλομεν, μελετοῦμεν τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ διάφορα χριστιανικὰ βιβλία... Ὁ Πανάγαθος Θεός, ποὺ γνωρίζει τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, μᾶς εὐλογεῖ καὶ δίδει χάριν...». Βάδισε πρὸς τὴν ἀγχόνη στὶς 8 Αὐγούστου 1956 σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν.
Τελευταῖος τραγικὸς ἀλλὰ δοξασμένος ἠρωομάρτυρας τῆς Ἀγχόνης ἦταν ὁ 17χρονος μαθητής, ἀγωνιστὴς Εὐαγόρας Παλληκαρίδης, ὁ χαρισματικὸς ποιητής, ὁ ἐκφραστὴς καὶ ἐνσαρκωτὴς τῶν εὐγενικῶν ἰδεωδῶν του Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στὸ δικαστήριο τοῦ αἱμοσταγοῦς καὶ ἀλαζόνα κυβερνήτη Τζῶν Χάρντινγκ ἀγέρωχα ἀπαντᾶ: «Ὅ,τι ἔκαμα, τὸ ἔκαμα σὰν Ἕλληνας Κύπριος ποὺ ζητᾶ τὴ λευτεριά του. Εὔχομαι νὰ εἶμαι ὁ τελευταῖος Κύπριος, ποὺ θ' ἀντικρύσει τὴν ἀγχόνην. Ζήτω ἡ Ἕνωσις τῆς Κύπρου μὲ τὴ μητέρα Ἑλλάδα». Στὸ σεπτὸ πρόσωπό του καθὼς καὶ τῶν ἄλλων μινυνθάδιων παιδιῶν τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου μᾶς δικαιώνεται ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Τελειωθεῖς ἐν ὀλίγω ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς. Ἀρεστὴ γὰρ ἢν Κυρίω ἡ ζωὴ αὐτοῦ». Αἰωνία αὐτῶν ἡ Μνήμη.
Αὐτὸ ἦταν τὸ φρόνημα καὶ τὸ ἦθος τῶν ἡρώων καὶ μαρτύρων τότε τοῦ ἐπικοῦ ἀγώνα μας τοῦ παγκάλου στεφάνου τῆς δόξης τῆς Κύπρου μας, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Αὐξεντίου, τὸν Μάτση, τοὺς τέσσερεις γενναίους τοῦ Ἀχυρῶνα καὶ τοὺς ἀμέτρητους ἄλλους ἐπωνύμους καὶ ἀνωνύμους ἥρωές μας στολίζουν τὴν κόμη τοῦ πανάρχαιου καὶ ἱστορικοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ μας.
Πίστεψαν ὅτι ἡ πραγματικὴ εὐδαιμονία ἀποκτιέται μὲ τὴν ἐλευθερία, ποὺ κι αὐτὴ κατακτιέται μὲ τὴν εὐψυχία.
Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα, ἂς εἶναι κίνητρο γιὰ ἔργα προσφορᾶς καὶ θυσίας. Ἡ πίστη στὸν Παντοδύναμο καὶ Δίκαιο Θεό, ἂς μᾶς ἐνδυναμώνει τὴ θέληση καὶ ἂς ἐνισχύει τὴ βεβαιότητα γιὰ τὸ καλύτερο αὔριον, ὅπως πίστεψαν καὶ θυσιάστηκαν οἱ νέοι της δοξασμένης ἐκείνης γενιᾶς.
Ἂς προσβλέπουμε πρὸς τὰ Φυλακισμένα Μνήματα, ὡς φάρο καὶ πυξίδα τῆς ἐθνικῆς μας πορείας, ὅπου νόμισε ὁ ὑβριστὴς νέος Ξερξης, ὅτι φυλάκισε τὴν Ψυχὴ (ἂν φυλακίζεται ἡ ψυχή), τὴν Ἐλευθερία, τὴ Δόξα καὶ τὴν Ἀρετὴ καὶ ἂς ἐνωτισθοῦμε τὴν Οὐράνια μελωδία, ποὺ ἐκπέμπεται ἂπ΄αὐτά:
«Ἀπ' τὰ κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά»!
Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Παράκληση» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, Κύπρος Μεταφέρθηκε στὸ διαδίκτυο ἀπὸ NOCTOC.
Θὰ πρέπει νὰ τονισθῆ ἐδῶ ὅτι σκοπὸς τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ε.Ο.Κ.Α. ἦταν ἡ ἀπελευθέρωσις τῆς Κύπρου καὶ ἡ Ἕνωσίς της μὲ τὴν Ἑλλάδα.