τοῦ Σαράντου Καργάκου
Ἡ παιδεία εἶναι ἄσκησις ἀρετῆς, εἶναι ἀνθρωποπλαστικὸ ἰδανικό. Μὲ τὴν παιδεία, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἐτυμολογικὴ βᾶσι τὸ παιδί, δημιουργεῖς ἀνθρώπους. Ἀρτίους ἀνθρώπους, ἱκανοὺς νὰ ἀνταποκριθοῦν στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ μέλλοντος, ποὺ ὅμως δὲν σὲ θέλει ὑπήκοο, σὲ θέλει πολίτη. Μὲ τὴν παιδεία δημιουργεῖς τὸν πολίτη καὶ ὄχι τὸν ἀλήτη, καὶ μὲ τὴν ἀθώα καὶ μὲ τὴν κακὴ σημασία. Διότι ἀλήτης σὲ πρώτη σημασία σημαίνει ὁ περιπλανώμενος.
Ἐκπαίδευσις εἶναι παροχὴ δεξιοτήτων. Χωρὶς ἐγὼ νὰ ἀποκλείω τὸ στοιχεῖο τῆς ἐκπαιδεύσεως στὴν διάρκεια τῆς παιδαγωγικῆς λειτουργίας, δὲν θέλω νὰ ὀνομάζω τὴν παιδεία ἐκπαίδευσι. Διότι σὲ ἐκπαίδευσι ὑπόκεινται καὶ οἱ σκύλοι. Ἡ παιδεία εἶναι μόνο γιὰ ἀνθρώπους. Τὸ μεγάλο λάθος, τὸ ὁποῖο ἔκαναν οἱ πολιτικοὶ ἀπὸ τὴν μεταπολεμικὴ περίοδο καὶ μετὰ εἶναι ὅτι βλέποντας τὴν οἰκονομική μας ὑστέρησι, ἡ ὁποία δὲν ὀφειλόταν ἀποκλειστικῶς σὲ θέματα παιδείας, ἀλλὰ στὶς τρομακτικὲς καταστροφὲς τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, τῆς κατοχῆς καὶ τοῦ ἐμφυλίου, ἤθελαν νὰ κάνουν τὴν παιδεία μας περισσότερο πρακτική. Τὴν ἔκαναν πρακτική, ἀλλὰ δὲν τὴν ἔκαναν ἀποδοτική.
Ποιός εἶναι ὁ χαρακτήρας καὶ ποιά ἡ ποιότης τῆς παρεχομένης ἀπὸ τὸ ἐπίσημο ἑλληνικὸ κράτος παιδείας σήμερα;
Πρῶτον, δὲν προσφέρεται παιδεία. Προσφέρεται κακοπαιδεία ἢ ὑποπαιδεία ἢ ὑπνοπαιδεία ἀπὸ ἕνα Ὑπουργεῖο, τὸ ὁποῖο ἔχω ὀνομάσει Πνευματικῆς Ἡμιπληγίας. Θὰ ἦταν σωτήριο γιὰ τὴν Ἑλλάδα νὰ καταργηθῆ τὸ ὑπουργεῖο αὐτὸ καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὸ σύστημα τῶν κοινοτήτων, ὅπου οἱ κοινότητες εἶχαν τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων, γιὰ τὴν πρόσληψι δασκάλων, γιὰ τὴν πληρωμὴ τῶν δασκάλων, ὁπότε εἶχαν καὶ τὴν εὐθύνη τῆς ποιότητος, καὶ τῶν διδασκόντων ἀλλὰ καὶ τῆς διδασκόμενης ὕλης.
Σήμερα ἔτσι καὶ τολμήσης καὶ πῆς μία ἀρχαία ἑλληνικὴ φρᾶσι, μπορεῖς νὰ ἀκούσης -καὶ τὸ ἔχω ἀκούσει γιὰ τὸν ἑαυτό μου- «Ἀλβανὸ εἶσαι κύριε;». Τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ θεωροῦνται πλέον ἀλβανικά. Καὶ ἂν εἶναι ἀληθὲς αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔχουν μεταφέρει -θὰ τὸ διαπιστώσω πολὺ σύντομα ἂν εἶναι ἀληθές- μοῦ ζητήθηκε ἀπὸ κάποιον κύριο ἀρκετὰ ἰσχυρὸ οἰκονομικῶς, νὰ συνθέσω ἕναν Πινδαρικὸ ὕμνο γιὰ νὰ διαβαστῆ στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες τοῦ Πεκίνου. Κάθησα 22 ἡμέρες καὶ ἔκανα αὐτὸν τὸν Πινδαρικὸ ὕμνο σὲ βοιωτικὴ διάλεκτο, ποὺ δὲν μοῦ εἶναι τόσο οἰκεία ὅσο ἡ δωρικὴ ἢ ἡ ἰωνική. Ὁ κύριος αὐτὸς τὸ ἔδωσε σὲ ἕναν πολὺ γνωστὸ Ἀμερικανὸ ἑλληνιστή, ποὺ ἐπιδίδεται στὴν μελέτη τοῦ Πινδάρου, ἀλλὰ αὐτὸς ζήτησε νὰ τοῦ στείλω καὶ γλωσσάρι, λέξι πρὸς λέξι, γιὰ νὰ μπορέση νὰ τὸ ἀποδώση στὰ ἀγγλικά. Καὶ ἀφοῦ αὐτὸ μεταφράστηκε στὰ ἀγγλικά, μεταφράστηκε στὰ κινεζικά. Ἀπ' ὅτι μοῦ εἶπαν, κάποιος ὑπουργός μας διάβασε στὸ Πεκίνο τὴν ὡδὴ στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ οἱ Ἕλληνες ἀκροατὲς νόμιζαν ὅτι εἶναι κινέζικα. Ὅταν ἀκολούθως διαβάστηκε στὰ κινεζικά, οἱ Ἕλληνες ἀκροατὲς νόμιζαν ὅτι εἶναι ἀρχαῖα ἑλληνικά. Καὶ μόνο ὅταν διαβάστηκε στὰ ἀγγλικά, δηλαδὴ στὴν «μητρική» μας γλῶσσα, κατάλαβαν τὸ νόημα.
...Ἀλλὰ μιᾶς καὶ φθάσαμε καὶ μὲ ρωτήσατε γιὰ τόνους καὶ πνεύματα, ἐγὼ ὑπῆρξα ἀπ’ ἀρχῆς πολέμιος τοῦ μονοτονικοῦ καὶ τῶν ὀρθογραφικῶν ἁπλουστεύσεων. Καὶ ὁ λόγος δὲν ἦταν οἱ δῆθεν συντηρητικὲς καταβολές μου, ἀλλὰ ἦταν λόγοι καθαρὰ παιδαγωγικοί. Διότι ἡ προσπάθεια ποὺ ἔκανε τὸ παιδὶ νὰ γράψη σωστὰ μία λέξι ἰσοδυναμοῦσε μὲ μία ἄσκησι. Κάθε λέξις, ποὺ ἔγραφε τὸ Ἑλληνόπουλο ἦταν ἕνα μικρὸ προβληματάκι. Ἔτσι ἡ γραφὴ τῆς λέξεως προϋπέθετε στοχασμό, σκέψι. Αὐτὸ τὸ πολὺ ἁπλό: «γλῶσσα», νὰ βάλω ὀξεῖα ἢ περισπωμένη; Τὸ μακρὸν πρὸ βραχέως περισπᾶται ἦταν μία συνεχής, διαρκὴς ἐπιταγὴ ποὺ ἔκανε τὸ παιδὶ ὅταν ἔγραφε, ἕνα σκεπτόμενο μαθητή. Τώρα ὁ μαθητὴς δὲν ἔχει τόνους, δὲν ἔχει πνεύματα, γράφει, ὅπως τοῦ κατέβη, ὅ,τι τοῦ κατέβη καὶ ὁ καθηγητὴς δὲν κάνει τὸν κόπο νὰ διορθώση, διότι καὶ ἡ διόρθωσις ἀπαγορεύεται. Σήμερα ἔχουμε μία ὀρθογραφία ΙΧ, γράφει καθένας ὅπως θέλει, καὶ γι' αὐτὸ πλέον ἡ ἑλληνικὴ ἔχει ἐγκαταλειφθῆ σὲ σημεῖο ποὺ νὰ διασχίζης τὴν Λεωφόρο Κηφισίας καὶ τὴν Λεωφόρο Συγγροὺ καὶ νὰ μὴ βλέπης ἑλληνικὴ ἐπιγραφή.
Προδώσαμε τὴν ἔννοια τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία γιὰ μένα ἡ Ἑλλάδα ταυτίζεται μὲ τὸ ἀπροσκύνητο ἦθος. Ἕλλην, ὅπως ἔχει πῆ ἕνας μεγάλος Ἐλβετὸς ἱστορικός, ὁ Γιάκομπ Μπούρκχαρτ, εἶναι ὁ ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος, διότι στὴν γλῶσσα τὴν ἑλληνική, ἡ λέξις ἀγὼν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποδίδει τὴν βασικὴ ἰδιότητα τοῦ Ἕλληνα.
Ποιά θὰ πρέπη νὰ εἶναι ἡ στάσις τῆς Ἑλλάδος; Ἡ στάσις τῆς Ἑλλάδος θὰ πρέπη νὰ βρίσκεται πάντα κοντὰ σὲ ἕνα ἠχηρὸ «ὄχι». Ὅπως λέει ὁ ποιητής, στὸ πίσω μέρος τῆς παλάμης μας εἶναι γραμμένο τρεῖς φορὲς τὸ «ὄχι». Οἱ Ἕλληνες δὲν εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ «ναὶ» καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ μεγαλύτερος προδότης στὰ χρόνια τῆς Ἐπαναστάσεως λεγόταν «Ναινέκος». Ὄχι ὅτι ἔλειψαν οἱ προδότες ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, εἴχαμε καὶ προδότες στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς ἀλλὰ δὲν εἴχαμε στὸν βαθμὸ ποὺ εἶχαν οἱ Γάλλοι, Δανοὶ καὶ λοιποί, νὰ μὴν ἀναφέρω χῶρες καὶ γίνουμε δυσάρεστοι, διότι εἴμαστε ὁ μόνος λαός, ὁ ὁποῖος δὲν πολέμησε στὸ πλευρὸ τῶν Γερμανῶν, ὅπως τὸ ἔπραξαν ἄλλοι Εὐρωπαῖοι ὑβριστές μας αὐτὴ τὴν στιγμή. Δύο πράγματα ἀκόμη: ὅταν ὁ Λάμπρος Κατσώνης ἐστάλη ἀπὸ τὴν Μεγάλη Αἰκατερίνη γιὰ ἀντιπερισπασμὸ τὸ 1792, κάποια στιγμὴ ἡ Αἰκατερίνη, ἀφοῦ ἔκανε τὴν δουλειά της τοῦ εἶπε: «Λάμπρο μάζεψέ τα καὶ ἔλα διότι ἐγὼ τερμάτισα τὸν πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους» καὶ ὁ Λάμπρος, σὲ μία ὑποτεταγμένη Ἑλλάδα, μὲ τὴν περίφημη φανέρωσί του -ἔτσι ὀνομάζεται τὸ μανιφέστο του, Φανέρωσις- εἶπε τὸ περίφημο: «Ἂν ἡ Αἰκατερίνη ὑπέγραψε, ὁ Λάμπρος δὲν ὑπογράφει, δὲν ὑποκύπτει». Τὴν Ἑλλάδα τὴν ἐκφράζουν τρία πράγματα: πρῶτον τὸ «μολὼν λαβὲ» τοῦ Λεωνίδα, δεύτερον ἡ ἀπάντησις ποὺ ἔδωσε ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος στὸν Μεχμὲτ τὸν Β΄ , δὲν εἶναι σωστὸ νὰ λέμε Μωάμεθ, «τὸ δὲ τὴν Πόλιν σοι δοῦναι οὔτ' ἐμόν ἐστι οὔτ' ἄλλου τινὸς τῶν ἐν αὐτῇ οἰκούντων. Πάντες γὰρ κοινῇ γνώμῃ αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν μὴ φειδόμενοι τῆς ζωῆς ἠμῶν» καὶ τρίτον ἡ ἀπάντησις ποὺ εἰσέπραξε ὁ ναύαρχος Χάμιλτον ἀπὸ τὸν Γέρο τοῦ Μωριᾶ ὅταν τοῦ πρότεινε συμβιβασμὸ καὶ ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ τοῦ εἶπε: «Ἐμεῖς συμβιβασμὸ δὲν κάνουμε. Ἐλευθερία ἢ Θάνατος. Καπετὰν Ἄμιλτον ὁ Βασιλιᾶς μας σκοτώθηκε, συνθηκολόγησι δὲν ὑπέγραψε καὶ ἡ φρουρά του ἐξακολουθεῖ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν κατακτητῶν καὶ ἡ φρουρὰ τοῦ Βασιλέως καὶ τὰ φρούρια τοῦ Βασιλέως ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἄπαρτα»· καὶ λέει ὁ Χάμιλτον: «Καὶ ποιά εἶναι ἡ φρουρὰ καὶ ποιά εἶναι τὰ φρούρια;» καὶ ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ τοῦ ἁπαντᾷ: «Ἡ φρουρὰ εἶναι οἱ κλέφτες καὶ φρούρια τὰ βουνά, τὸ Σούλι καὶ ἡ Μάνη». Καὶ ὁ Χάμιλτον, γράφει ὁ Γέρος, δὲν ὡμίλησε. Ἐὰν μιλούσαμε ἔτσι στοὺς ξένους, δὲν θὰ τολμοῦσαν νὰ μᾶς μιλήσουν καὶ νὰ μᾶς ἀντιμιλήσουν. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ Ἑλλὰς σήμερα δὲν εἶναι ἡ Ἑλλάδα τῶν κλεφτῶν καὶ τῶν ἁρματολῶν, εἶναι δυστυχῶς ἡ Ἑλλάδα τῶν κλεφτῶν καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι, καὶ ὅταν λέω ἁμαρτία τὴν ἐννοῶ καὶ μὲ τὴν ἀρχαία καὶ μὲ τὴν χριστιανικὴ σημασία, τὸ σαράκι ποὺ ἔφαγε τὴν αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ἁμαρτία εἶναι καὶ τὸ μαράζι ποὺ τρώει τὴν σύγχρονη Ἑλλάδα. Θὰ μοῦ πῆτε τὰ λέω ἐγὼ καὶ ξεχνάω αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω». Ὄχι βεβαίως. Ὅλοι ἔχουμε κάνει λάθη. Ἀλλὰ τοὐλάχιστον ἐμεῖς οἱ πολῖτες τὰ λάθη τὰ πληρώσαμε καὶ τὰ πληρώνουμε, καὶ τὰ πληρώνουμε πολὺ βαρειά. Διότι τὰ λάθη τῶν πολιτικῶν εἶναι ἁμαρτίες ποὺ δὲν παιδεύουν αὐτοὺς οὔτε τὰ τέκνα τους, παιδεύουν ἐμᾶς τοὺς πολῖτες. Ἀλλὰ καλὰ κάνουν καὶ μᾶς παιδεύουν διότι οἱ πολιτικοί, ἡ ἐκλογὴ δηλαδὴ τῶν πολιτικῶν, ἡ ἐπιλογὴ τῶν πολιτικῶν, εἶναι εὐθύνη τῶν πολιτῶν. Ἂς μάθουν οἱ πολῖτες νὰ ἐπιλέγουν σωστά, ὥστε νὰ ἔχουμε γκεσέμια ἱκανὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν πρὸς τὰ ἐμπρός.
Ποιός εἶναι ὁ χαρακτήρας καὶ ποιά ἡ ποιότης τῆς παρεχομένης ἀπὸ τὸ ἐπίσημο ἑλληνικὸ κράτος παιδείας σήμερα;
Πρῶτον, δὲν προσφέρεται παιδεία. Προσφέρεται κακοπαιδεία ἢ ὑποπαιδεία ἢ ὑπνοπαιδεία ἀπὸ ἕνα Ὑπουργεῖο, τὸ ὁποῖο ἔχω ὀνομάσει Πνευματικῆς Ἡμιπληγίας. Θὰ ἦταν σωτήριο γιὰ τὴν Ἑλλάδα νὰ καταργηθῆ τὸ ὑπουργεῖο αὐτὸ καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὸ σύστημα τῶν κοινοτήτων, ὅπου οἱ κοινότητες εἶχαν τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων, γιὰ τὴν πρόσληψι δασκάλων, γιὰ τὴν πληρωμὴ τῶν δασκάλων, ὁπότε εἶχαν καὶ τὴν εὐθύνη τῆς ποιότητος, καὶ τῶν διδασκόντων ἀλλὰ καὶ τῆς διδασκόμενης ὕλης.
Σήμερα ἔτσι καὶ τολμήσης καὶ πῆς μία ἀρχαία ἑλληνικὴ φρᾶσι, μπορεῖς νὰ ἀκούσης -καὶ τὸ ἔχω ἀκούσει γιὰ τὸν ἑαυτό μου- «Ἀλβανὸ εἶσαι κύριε;». Τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ θεωροῦνται πλέον ἀλβανικά. Καὶ ἂν εἶναι ἀληθὲς αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔχουν μεταφέρει -θὰ τὸ διαπιστώσω πολὺ σύντομα ἂν εἶναι ἀληθές- μοῦ ζητήθηκε ἀπὸ κάποιον κύριο ἀρκετὰ ἰσχυρὸ οἰκονομικῶς, νὰ συνθέσω ἕναν Πινδαρικὸ ὕμνο γιὰ νὰ διαβαστῆ στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες τοῦ Πεκίνου. Κάθησα 22 ἡμέρες καὶ ἔκανα αὐτὸν τὸν Πινδαρικὸ ὕμνο σὲ βοιωτικὴ διάλεκτο, ποὺ δὲν μοῦ εἶναι τόσο οἰκεία ὅσο ἡ δωρικὴ ἢ ἡ ἰωνική. Ὁ κύριος αὐτὸς τὸ ἔδωσε σὲ ἕναν πολὺ γνωστὸ Ἀμερικανὸ ἑλληνιστή, ποὺ ἐπιδίδεται στὴν μελέτη τοῦ Πινδάρου, ἀλλὰ αὐτὸς ζήτησε νὰ τοῦ στείλω καὶ γλωσσάρι, λέξι πρὸς λέξι, γιὰ νὰ μπορέση νὰ τὸ ἀποδώση στὰ ἀγγλικά. Καὶ ἀφοῦ αὐτὸ μεταφράστηκε στὰ ἀγγλικά, μεταφράστηκε στὰ κινεζικά. Ἀπ' ὅτι μοῦ εἶπαν, κάποιος ὑπουργός μας διάβασε στὸ Πεκίνο τὴν ὡδὴ στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ οἱ Ἕλληνες ἀκροατὲς νόμιζαν ὅτι εἶναι κινέζικα. Ὅταν ἀκολούθως διαβάστηκε στὰ κινεζικά, οἱ Ἕλληνες ἀκροατὲς νόμιζαν ὅτι εἶναι ἀρχαῖα ἑλληνικά. Καὶ μόνο ὅταν διαβάστηκε στὰ ἀγγλικά, δηλαδὴ στὴν «μητρική» μας γλῶσσα, κατάλαβαν τὸ νόημα.
...Ἀλλὰ μιᾶς καὶ φθάσαμε καὶ μὲ ρωτήσατε γιὰ τόνους καὶ πνεύματα, ἐγὼ ὑπῆρξα ἀπ’ ἀρχῆς πολέμιος τοῦ μονοτονικοῦ καὶ τῶν ὀρθογραφικῶν ἁπλουστεύσεων. Καὶ ὁ λόγος δὲν ἦταν οἱ δῆθεν συντηρητικὲς καταβολές μου, ἀλλὰ ἦταν λόγοι καθαρὰ παιδαγωγικοί. Διότι ἡ προσπάθεια ποὺ ἔκανε τὸ παιδὶ νὰ γράψη σωστὰ μία λέξι ἰσοδυναμοῦσε μὲ μία ἄσκησι. Κάθε λέξις, ποὺ ἔγραφε τὸ Ἑλληνόπουλο ἦταν ἕνα μικρὸ προβληματάκι. Ἔτσι ἡ γραφὴ τῆς λέξεως προϋπέθετε στοχασμό, σκέψι. Αὐτὸ τὸ πολὺ ἁπλό: «γλῶσσα», νὰ βάλω ὀξεῖα ἢ περισπωμένη; Τὸ μακρὸν πρὸ βραχέως περισπᾶται ἦταν μία συνεχής, διαρκὴς ἐπιταγὴ ποὺ ἔκανε τὸ παιδὶ ὅταν ἔγραφε, ἕνα σκεπτόμενο μαθητή. Τώρα ὁ μαθητὴς δὲν ἔχει τόνους, δὲν ἔχει πνεύματα, γράφει, ὅπως τοῦ κατέβη, ὅ,τι τοῦ κατέβη καὶ ὁ καθηγητὴς δὲν κάνει τὸν κόπο νὰ διορθώση, διότι καὶ ἡ διόρθωσις ἀπαγορεύεται. Σήμερα ἔχουμε μία ὀρθογραφία ΙΧ, γράφει καθένας ὅπως θέλει, καὶ γι' αὐτὸ πλέον ἡ ἑλληνικὴ ἔχει ἐγκαταλειφθῆ σὲ σημεῖο ποὺ νὰ διασχίζης τὴν Λεωφόρο Κηφισίας καὶ τὴν Λεωφόρο Συγγροὺ καὶ νὰ μὴ βλέπης ἑλληνικὴ ἐπιγραφή.
Προδώσαμε τὴν ἔννοια τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία γιὰ μένα ἡ Ἑλλάδα ταυτίζεται μὲ τὸ ἀπροσκύνητο ἦθος. Ἕλλην, ὅπως ἔχει πῆ ἕνας μεγάλος Ἐλβετὸς ἱστορικός, ὁ Γιάκομπ Μπούρκχαρτ, εἶναι ὁ ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος, διότι στὴν γλῶσσα τὴν ἑλληνική, ἡ λέξις ἀγὼν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποδίδει τὴν βασικὴ ἰδιότητα τοῦ Ἕλληνα.
Ποιά θὰ πρέπη νὰ εἶναι ἡ στάσις τῆς Ἑλλάδος; Ἡ στάσις τῆς Ἑλλάδος θὰ πρέπη νὰ βρίσκεται πάντα κοντὰ σὲ ἕνα ἠχηρὸ «ὄχι». Ὅπως λέει ὁ ποιητής, στὸ πίσω μέρος τῆς παλάμης μας εἶναι γραμμένο τρεῖς φορὲς τὸ «ὄχι». Οἱ Ἕλληνες δὲν εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ «ναὶ» καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ μεγαλύτερος προδότης στὰ χρόνια τῆς Ἐπαναστάσεως λεγόταν «Ναινέκος». Ὄχι ὅτι ἔλειψαν οἱ προδότες ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, εἴχαμε καὶ προδότες στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς ἀλλὰ δὲν εἴχαμε στὸν βαθμὸ ποὺ εἶχαν οἱ Γάλλοι, Δανοὶ καὶ λοιποί, νὰ μὴν ἀναφέρω χῶρες καὶ γίνουμε δυσάρεστοι, διότι εἴμαστε ὁ μόνος λαός, ὁ ὁποῖος δὲν πολέμησε στὸ πλευρὸ τῶν Γερμανῶν, ὅπως τὸ ἔπραξαν ἄλλοι Εὐρωπαῖοι ὑβριστές μας αὐτὴ τὴν στιγμή. Δύο πράγματα ἀκόμη: ὅταν ὁ Λάμπρος Κατσώνης ἐστάλη ἀπὸ τὴν Μεγάλη Αἰκατερίνη γιὰ ἀντιπερισπασμὸ τὸ 1792, κάποια στιγμὴ ἡ Αἰκατερίνη, ἀφοῦ ἔκανε τὴν δουλειά της τοῦ εἶπε: «Λάμπρο μάζεψέ τα καὶ ἔλα διότι ἐγὼ τερμάτισα τὸν πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους» καὶ ὁ Λάμπρος, σὲ μία ὑποτεταγμένη Ἑλλάδα, μὲ τὴν περίφημη φανέρωσί του -ἔτσι ὀνομάζεται τὸ μανιφέστο του, Φανέρωσις- εἶπε τὸ περίφημο: «Ἂν ἡ Αἰκατερίνη ὑπέγραψε, ὁ Λάμπρος δὲν ὑπογράφει, δὲν ὑποκύπτει». Τὴν Ἑλλάδα τὴν ἐκφράζουν τρία πράγματα: πρῶτον τὸ «μολὼν λαβὲ» τοῦ Λεωνίδα, δεύτερον ἡ ἀπάντησις ποὺ ἔδωσε ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος στὸν Μεχμὲτ τὸν Β΄ , δὲν εἶναι σωστὸ νὰ λέμε Μωάμεθ, «τὸ δὲ τὴν Πόλιν σοι δοῦναι οὔτ' ἐμόν ἐστι οὔτ' ἄλλου τινὸς τῶν ἐν αὐτῇ οἰκούντων. Πάντες γὰρ κοινῇ γνώμῃ αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν μὴ φειδόμενοι τῆς ζωῆς ἠμῶν» καὶ τρίτον ἡ ἀπάντησις ποὺ εἰσέπραξε ὁ ναύαρχος Χάμιλτον ἀπὸ τὸν Γέρο τοῦ Μωριᾶ ὅταν τοῦ πρότεινε συμβιβασμὸ καὶ ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ τοῦ εἶπε: «Ἐμεῖς συμβιβασμὸ δὲν κάνουμε. Ἐλευθερία ἢ Θάνατος. Καπετὰν Ἄμιλτον ὁ Βασιλιᾶς μας σκοτώθηκε, συνθηκολόγησι δὲν ὑπέγραψε καὶ ἡ φρουρά του ἐξακολουθεῖ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν κατακτητῶν καὶ ἡ φρουρὰ τοῦ Βασιλέως καὶ τὰ φρούρια τοῦ Βασιλέως ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἄπαρτα»· καὶ λέει ὁ Χάμιλτον: «Καὶ ποιά εἶναι ἡ φρουρὰ καὶ ποιά εἶναι τὰ φρούρια;» καὶ ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ τοῦ ἁπαντᾷ: «Ἡ φρουρὰ εἶναι οἱ κλέφτες καὶ φρούρια τὰ βουνά, τὸ Σούλι καὶ ἡ Μάνη». Καὶ ὁ Χάμιλτον, γράφει ὁ Γέρος, δὲν ὡμίλησε. Ἐὰν μιλούσαμε ἔτσι στοὺς ξένους, δὲν θὰ τολμοῦσαν νὰ μᾶς μιλήσουν καὶ νὰ μᾶς ἀντιμιλήσουν. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ Ἑλλὰς σήμερα δὲν εἶναι ἡ Ἑλλάδα τῶν κλεφτῶν καὶ τῶν ἁρματολῶν, εἶναι δυστυχῶς ἡ Ἑλλάδα τῶν κλεφτῶν καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι, καὶ ὅταν λέω ἁμαρτία τὴν ἐννοῶ καὶ μὲ τὴν ἀρχαία καὶ μὲ τὴν χριστιανικὴ σημασία, τὸ σαράκι ποὺ ἔφαγε τὴν αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ἁμαρτία εἶναι καὶ τὸ μαράζι ποὺ τρώει τὴν σύγχρονη Ἑλλάδα. Θὰ μοῦ πῆτε τὰ λέω ἐγὼ καὶ ξεχνάω αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω». Ὄχι βεβαίως. Ὅλοι ἔχουμε κάνει λάθη. Ἀλλὰ τοὐλάχιστον ἐμεῖς οἱ πολῖτες τὰ λάθη τὰ πληρώσαμε καὶ τὰ πληρώνουμε, καὶ τὰ πληρώνουμε πολὺ βαρειά. Διότι τὰ λάθη τῶν πολιτικῶν εἶναι ἁμαρτίες ποὺ δὲν παιδεύουν αὐτοὺς οὔτε τὰ τέκνα τους, παιδεύουν ἐμᾶς τοὺς πολῖτες. Ἀλλὰ καλὰ κάνουν καὶ μᾶς παιδεύουν διότι οἱ πολιτικοί, ἡ ἐκλογὴ δηλαδὴ τῶν πολιτικῶν, ἡ ἐπιλογὴ τῶν πολιτικῶν, εἶναι εὐθύνη τῶν πολιτῶν. Ἂς μάθουν οἱ πολῖτες νὰ ἐπιλέγουν σωστά, ὥστε νὰ ἔχουμε γκεσέμια ἱκανὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν πρὸς τὰ ἐμπρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου