28/11/10

Ἡ ἰδιαιτέρα σημασία τῶν λέξεων «Νίκη», «Ἐλευθερία» καὶ «'Αρετή», καὶ ἡ ἐπίδρασίς τους στὴν διαχρονικὴ διαμόρφωσι τοῦ χαρακτῆρος τῶν Λακώνων

τοῦ Ἀντωνίου Ἀ. Ἀντωνάκου
Καθηγητοῦ – Φιλολόγου,
Ἱστορικοῦ - Συγγραφέως

Μᾶς δίδεται σήμερα ἡ δυνατότης νὰ μιλήσουμε γιὰ ἕνα θέμα σχεδὸν ἀπηγορευμένο τὰ τελευταῖα χρόνια στὴν Ἑλλάδα. Τὴν ἐννοιολογικὴ σχέσι τριῶν λέξεων σπουδαίων, οἱ ὁποῖες ἔχουν σήμερα πλήρως παραποιηθῆ καὶ διαστρεβλωθῆ.
Εἶναι οἱ λέξεις «Ἐλευθερία», «Ἀρετή» καὶ «Νίκη» καὶ ἡ διαχρονικὴ παρουσία τους στὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ Λακωνικοῦ γίγνεσθαι.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι ὑπῆρξαν οἱ πρῶτοι διδάξαντες τὴν Ελευθερία παγκοσμίως. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἐφρόντισαν νὰ καλλιεργήσουν τὸ ἦθος καὶ τὴν ἀρετὴ τῶν πολιτῶν τους.
Οἱ λέξεις αὐτὲς ἔχουν ἰδιαιτέρα σημασία, διότι μᾶς δείχνουν τὴν σχέσι καὶ τὴν ταύτισι θεωρίας καὶ πράξεως, τὴν ταύτισι τῆς γλωσσικῆς σημασίας καὶ τῆς ἐφαρμογῆς της στὴν διαχρονικὴ ἱστορικὴ πορεία τῶν Λακώνων καὶ τῶν ἀπογόνων τους Μανιατῶν...
Ἡ λέξις «ἐλευθερία» εἶναι μέρος τῶν βασικῶν συστατικῶν τοῦ DNA τῶν Λακώνων καὶ κατ’ ἐπέκτασιν καὶ ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Ἐπειδὴ σήμερα ὅλοι ὁμιλοῦν γιὰ εἰρήνη, ἔχουμε νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ Εἰρήνη εἶναι μία ἰδεατὴ κατάστασις, ἡ ὁποία γιὰ νὰ ὑπάρξη, θέλει νὰ προϋπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις. Οἱ Ἕλληνες τὸ ἐγνώριζαν. Ἐγνώριζαν ὅτι «Εἰρήνη εἶναι ἀκήρυχτος πόλεμος»... καθὼς καὶ ὅτι «ἂν θέλης εἰρήνη, νὰ προετοιμάζεσαι γιὰ πόλεμο». Ἡ εἰρήνη λοιπὸν εἶναι μία κατάστασις, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται ἀπὸ κάποιον ἰσχυρὸ ἀκριβῶς λόγῳ τῆς δυνάμεώς του. Εἶναι γνωστὴ ἡ «Pax Minoica», τὴν ἀρχαία ἐποχή, ἡ «Pax Romana» τὴν Ρωμαϊκὴ περίοδο, καὶ σήμερα ἡ περίφημη «Pax Americana». Ὅμως ἡ καταξίωσις ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν Ἐλευθερία.
«Ἂν ἡ εἰρήνη εἶναι τὸ πᾶν, τότε γιατὶ πολεμᾶμε γιὰ ἐλευθερία;», λένε οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες. ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΗΓΩΝΙΖΟΝΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Ἂν εἴχαμε ἐλευθερία, εἴχαμε καὶ εἰρήνη.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἐθνικὸς Ὕμνος τῆς Ἑλλάδος εἶναι «Ὕμνος πρὸς τὴν Ἐλευθερία» καὶ ὄχι «Ὕμνος πρὸς τὴν Εἰρήνη».
Τὸ σύνθημα τοῦ Ρήγα τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ἦταν «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ἢ ΘΑΝΑΤΟΣ»... Μόνο γιὰ τοὺς Μανιᾶτες τὸ σύνθημα ἦταν «ΝΙΚΗ ἢ ΘΑΝΑΤΟΣ», καὶ τοῦτο διότι ἡ Ἐλευθερία γιὰ τοὺς Μανιᾶτες ἦταν δεδομένη. Δὲν ὑποτάχθηκαν ποτὲ καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ἄμοιρο τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν τῶν λέξεων ποὺ ἐξετάζουμε σήμερα.
Ἡ λέξις «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», λένε τὰ λεξικά, σημαίνει τὴν ἀνεξαρτησία ἀπὸ κάθε βία ἢ ἐπίδρασι καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τὴν ἐθνικὴ ἢ πολιτικὴ ἀνεξαρτησία, τὴν αὐτοτέλεια: Σήμερα ἔχουν δώσει στὴν λέξι ἰδιαίτερες σημασίες ποὺ δὲν ἀντιπροσωπεύουν τὴν οὐσιαστικὴ σημασία της. Γιὰ παράδειγμα, τὰ λεξικὰ ἀναφέρουν ὅτι «ἐλευθερία» σημαίνει τὸ σύνολο τῶν δικαιωμάτων τοῦ πολίτου συμφώνως μὲ τὰ συνταγματικὰ θέσμια, τὴν ἄνεσι καὶ εὐκινησία ἀλλὰ καὶ τὴν ἔλλειψι ἠθικοῦ περιορισμοῦ.
Ὅμως, ἡ λέξις «ἐλευθερία» προέρχεται ἀπὸ τὸν μέλλοντα «ἐλεύσομαι» τοῦ ρήματος «ἔρχομαι». Τὸ Γουδιανὸν Ἐτυμολογικὸν Λεξικὸν μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «ἐλευθερία· ἀπὸ τοῦ ἐὰν ἐλεύσεσθαι οὗπερ ἂν ἐθέλη τις, ὃ ἐστιν ἔρχεσθαι ὅπου βούλεται».
Ὑπάρχει ὅμως μία διαφορά. Ὁ μέλλων «ἐλεύσομαι» τοῦ ρήματος «ἔρχομαι» σημαίνει «θὰ ἔλθω». Ἑπομένως «ἐλευθερία» εἶναι αὐτὴ ποὺ «θὰ ἔλθη». Καὶ «θὰ ἔλθη», μόνον ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνισθῆ γιὰ νὰ τὴν κατακτήση. Ὁ ἐκ τῶν ἐθνικῶν ποιητῶν Ἀνδρέας Κάλβος ὅμως εἶχε γράψει: «Θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην ἡ ἐλευθερία». Καὶ πράγματι. Γιὰ νὰ ἔχης Ἐλευθερία, πρέπει νὰ ἔχης Ἀρετή! Ὁ Πλούταρχος μᾶς ἀναφέρει ὅτι «Λάκων ἐρωτηθεὶς τί ἐπίσταται, εἶπεν "ἐλεύθερος εἶναι"». (Πλουτάρχου «Λακωνικὰ Ἀποφθέγματα, 37») [Ἕνας Λάκων, ποὺ ρωτήθηκε τί ξέρει νὰ κάνη ἀπήντησε: «Νὰ εἶμαι ἐλεύθερος»]
Τὴν ἀξία τῆς Ἐλευθερίας λοιπόν, γιὰ τοὺς Λάκωνες, τὴν δείχνουν οἱ ἀγῶνες τους τὴν ἀρχαία περίοδο. Γιὰ τοὺς ἀπογόνους τους Μανιᾶτες τὸ εἴπαμε. Ἡ Ἐλευθερία ἦταν δεδομένη. Ὅμως εἶναι καλὸ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο, γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴν σημασία τῆς λέξεως ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στὸ Λακωνικὸ γίγνεσθαι.
«Ὅταν, στὴν πρώτη ἐκστρατεία τῶν Περσῶν, ὁ Δαρεῖος ἔστειλε κήρυκες στὴν Σπάρτη, ὅπως ἔκανε καὶ σὲ ὅλες τὶς πόλεις τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ζητήσουν γῆν καὶ ὕδωρ, οἱ Λακεδαιμόνιοι τοὺς πέταξαν σὲ ἕνα πηγάδι καὶ τοὺς καλοῦσαν νὰ πάρουν ἀπὸ κεῖ «γῆν καὶ ὕδωρ» καὶ νὰ τὰ πᾶνε στὸν βασιλιᾶ τους.
Στοὺς Λακεδαιμονίους, λοιπόν, ξέσπασε ὁ θυμὸς τοῦ Ταλθυβίου, τοῦ κήρυκος τοῦ Ἀγαμέμνονος. Διότι στὴν Σπάρτη ὑπάρχει ναὸς τοῦ Ταλθυβίου, ζοῦν καὶ οἱ ἀπόγονοί του, οἱ ὀνομαζόμενοι Ταλθυβιάδες, ποὺ τοὺς ἔχουν δοθῆ ὡς τιμητικὸ προνόμιο ὅλες οἱ ἀποστολὲς κηρύκων ποὺ στέλνει ἡ Σπάρτη. Ἐξ αἰτίας ὅμως αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, οἱ Σπαρτιᾶτες ἔκαναν θυσίες ἀλλὰ ἀδίκως περίμεναν αἴσια προμηνύματα. Κι αὐτὸ κράτησε πολὺ καιρὸ στὴν πόλι τους. Καὶ καθὼς οἱ Λακεδαιμόνιοι ἀγανακτοῦσαν καὶ τὸ θεωροῦσαν μεγάλη συμφορά, συγκαλοῦσαν πολλὲς φορὲς συνέλευσι τῶν πολιτῶν τους κι ὁ κήρυκας ἐφώναζε: Ποιός Σπαρτιάτης δέχεται μὲ τὴν θέλησί του νὰ δώση τὴν ζωή του γιὰ τὴν Σπάρτη; Τότε λοιπὸν παρουσιάσθηκαν ὁ Σπερθίας, ὁ γιὸς τοῦ Ἀνηρίστου, κι ὁ Βούλις, ὁ γιὸς τοῦ Νικολάου, Σπαρτιᾶτες ποὺ κι ἀπὸ τὴν φύσι τους ἦσαν προικισμένοι μὲ χαρίσματα κι ἀπὸ τὴν πλουσιοτέρα τάξι τῆς πόλεως, ἀνέλαβαν ἐθελοντικῶς νὰ τιμωρηθοῦν ἀπὸ τὸν Ξέρξη γιὰ τὴν θανάτωσι τῶν κηρύκων τοῦ Δαρείου στὴν Σπάρτη. Ἔτσι, οἱ Σπαρτιᾶτες τοὺς ἔστειλαν στοὺς Πέρσες γιὰ νὰ θανατωθοῦν.
Ἀξιοθαύμαστη στάθηκε καὶ αὐτὴ ἡ τολμηρὴ πρᾶξις τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν, ἀλλὰ κοντὰ σ’ αὐτὴν καὶ τὰ λόγια τους. Δηλαδή, στὴν πορεία τους πρὸς τὰ Σοῦσα φθάνουν στὴν αὐλὴ τοῦ Ὑδάρνη. Κι ὁ Ὑδάρνης, Πέρσης στὴν καταγωγή, ἦταν διοικητὴς τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων στὰ παραθαλάσσια της Μικρᾶς Ἀσίας· αὐτὸς τοὺς φιλοξένησε κάνο­ντάς τους τὸ τραπέζι· καὶ πάνω στὸ τραπέζι, τοὺς ρώτησε: Ἄνδρες Λακεδαιμόνιοι, γιατί δὲν δέχεσθε νὰ γίνετε φίλοι τοῦ βασιλιᾶ; Νά, βλέπετε πῶς ξέρει ὁ βασιλιᾶς νὰ τιμᾷ τοὺς ἄνδρες ποὺ ἔχουν ἀρετή, ρίχνοντας μία ματιὰ σὲ μένα καὶ τὴν θέσι ποὺ κατέχω. Ἔτσι λοιπὸν κι ἐσεῖς, ἂν γίνετε ἄνθρωποι τοῦ βασιλιᾶ (διότι ἔχει σχηματίσει τὴν γνώμη πὼς εἶσθε ἄνδρες μὲ ἀρετή), ὁ καθένας σας θὰ μποροῦσε νὰ ἐξουσιάζη μία περιοχὴ τῆς Ἑλλάδος ποὺ θὰ τοῦ παραχωροῦσε ὁ βασιλιᾶς.
Ἡ ἀπόκρισίς τους ἦταν ἡ ἑξῆς: Ὑδάρνη, ἡ συμβουλὴ ποὺ μᾶς ἀπευθύνεις στηρίζεται σὲ μονόπλευρη ἐμπειρία· διότι μᾶς συμβουλεύεις γιὰ δύο πράγματα, ποὺ τὸ ἕνα τους τὸ δοκίμασες, τὸ ἄλλο ὅμως ὄχι· δηλαδὴ γνωρίζεις πολὺ καλὰ πῶς ζοῦν οἱ δοῦλοι, ὅμως δὲν δοκίμασες ὡς σήμερα τὴν ἐλευθερία, τί ἆραγε νά ’ναι, γλυκὸ ἢ ὄχι. Διότι ἂν κάποτε τὴν δοκίμαζες, θὰ μᾶς συμβούλευες νὰ ἀγωνιζώμαστε γι’ αὐτὴν ὄχι μονάχα μὲ δόρατα, ἀλλὰ καὶ μὲ πελέκεις (μὲ τσεκούρια). Αὐτὴ τὴν ἀπάντησι ἔδωσαν στὸν Ὑδάρνη.»

Ἡ συνέχεια εἶναι ἐξ ἴσου ἐντυπωσιακὴ καὶ σχετίζεται μὲ τὴν ἄλλη διαχρονικὴ λέξι ποὺ ἐξετάζουμε, τὴν ἀρετή.

«Κι ἀπὸ κεῖ ἀνέβηκαν στὰ Σοῦσα· κι ὅταν παρουσιάσθηκαν στὸν βασιλιᾶ πρῶτα-πρῶτα, ἐνῷ οἱ σωματοφύλακές του τοὺς πρόσταζαν, ἀ­σκῶντας βία, νὰ πέσουν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸν βασιλιᾶ, δὲν δέχθη­καν μὲ κανέναν τρόπο νὰ τὸ κάνουν, ὅσο κι ἂν ἐκεῖνοι τοὺς ἔσπρωχναν τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω· διότι, ἐπέμεναν πὼς οὔτε στὸν νόμο τους εἶναι γραμ­μένο νὰ προσκυνοῦν ἄνθρωπο οὔτε γι’ αὐτὸ ἦλθαν (οὔτε γὰρ σφὶ ἐν νόμῳ εἶναι ἄνθρωπον προσκυνέειν οὔτε κατὰ ταῦτα ἤκειν) [Ἡροδότου Ἱστορία, βιβλίο 7ο, 136, 5-6].
Κι ἀφοῦ μὲ ἀγῶνα ἀπέφυγαν τὴν προσκύνησι, κατόπιν λένε τὰ ἑξῆς καὶ μὲ τὸ ἀκόλουθο περίπου περιεχόμενο: Βασιλιᾶ τῶν Μήδων, ἐμᾶς μᾶς ἔστειλαν οἱ Λακεδαιμόνιοι ὡς ἀντιστάθμισμα γιὰ τοὺς κήρυκές σας ποὺ θανατώθηκαν στὴν Σπάρτη, γιὰ νὰ πληρώσουμε ἐμεῖς γιὰ τὸν θάνατό τους.»
Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ μᾶς βοηθεῖ νὰ συνδέσουμε τὸ δεύτερο χαρακτηριστικὸ τῆς Λακωνικῆς νοοτροπίας, τοῦ Λακωνικοῦ χαρακτῆρος. Τὴν ἀρετή!
Γιὰ νὰ ὑπάρξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ πρέπει νὰ ὑπάρξη ΝΙΚΗ. Καὶ γιὰ νὰ ὑπάρξη ΝΙΚΗ πρέπει νὰ ὑπάρξη ΑΡΕΤΗ.

ΑΡΕΤΗ

Ἂς γνωρίσουμε λοιπὸν τὴν δευτέρα ἰδιαιτέρα λέξι, ποὺ χαρακτηρίζει τὸν λακωνικὸ χαρακτῆρα, τὴν λέξι «ἀρετή».
Γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὴν σημασία ποὺ ἔδιναν οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι στὴν λέξι «ἀρετή», ἀρκεῖ νὰ δοῦμε τί σημαίνει αὐτὴ σήμερα. «Ἀρετὴ εἶναι ἡ ἠθικὴ ἀνωτερότης, ἡ ὑπεροχή». (Λεξικὸ Μπαμπινιώτη)
Σήμερα ὅμως, ἡ σημασία τόσο τῆς λέξεως «ἀρετή», ὅσο καὶ τοῦ ὀνόματος «ἀγαθός», τὸ ὁποῖο σχετίζεται μὲ τὴν ἰδιότητά της, ἔχουν διαστρεβλωθῆ, παίρνοντας μία τελείως διαφορετικὴ τροχιὰ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὴν σημασία ποὺ ἔδιναν οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι στὴν λέξι «ἀρετή», ἂς παρακολουθήσουμε τί λένε γι’ αὐτὴν τὰ λεξικά τους.
Τὸ «Etymologicum Magnum» τονίζει μεταξὺ τῶν άλλων:
Λέγεται δὲ καὶ ἡ κατὰ πόλεμον δύναμις, παρὰ τὸν Ἄρην, τὸν πόλεμον. Λέγεται δὲ ἀρετὴ καὶ ἡ ἐν παντὶ πράγματι ὑπεροχή· παρὰ τὸ αἰρῶ, τὸ προαιροῦμαι. Σημαίνει τὴν κατὰ πόλεμον ἀνδρείαν… Σημαίνει καὶ τὴν ψυχικὴν ἀρετήν.»
Ἂν προσέξουμε δὲ μὲ μεγαλύτερη προσοχὴ τὰ λεξικά, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἐτυμολογιῶν, ἡ λέξις «ἀρετή», δηλώνει καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἄρεως. Τὴν μαχητικότητα. Τὴν ἀνδρεία. Καὶ πράγματι πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ μάχεται γιὰ νὰ κατακτήση ὁ,τιδήποτε. Νὰ μάχεται γιὰ νὰ ἔχη καλὲς ἐπιδόσεις. Νὰ μάχεται γιὰ νὰ βελτιώση τὸν χαρακτῆρα του. Νὰ μάχεται γιὰ νὰ εἶναι πιὸ δυνατός. Νὰ μάχεται γιὰ νὰ γίνη πιὸ ὠφέλιμος στοὺς συνανθρώπους του. Αὐτὲς τὶς τέσσερις ἰδιότητες τὶς συγκεντρώνουν τὰ τέσσερα παραθετικὰ τοῦ ἐπιθέτου «ἀγαθός», τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὸν τύπο ἤδη «ἀρείων (ἀμείνων)», «ἄριστος», σχετίζεται μὲ τὴν ἀρετή.
Διαπιστώνουμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν ἐπεξηγήσεων, ποὺ δίνουν τὰ λεξικά, ὅτι γιὰ τοὺς ἀρχαίους πατέρες μας, ἡ λέξις εἶχε διάφορες σημασίες: Ἐσήμαινε τὴν γενναιότητα, τὴν ψυχικὴ ἀρετή, τὴν μαχητικότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπεροχή. Ἦταν αὐτὴ ποὺ ἐπιθυμοῦσαν καὶ ἐπεδίωκαν οἱ πάντες.
Τὸ «τᾶν ἢ ἐπὶ τᾶς», γιὰ παράδειγμα, ἦταν ἡ αὐτονόητη ἀπαίτησις τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς τοῦ γιοῦ της, ἀπὸ τὴν Λάκαινα Μάνα, ἡ ὁποία ἀπαιτοῦσε θάρρος στὴν ἀντιμετώπισι τοῦ κινδύνου, τόλμη στὴν διεκδίκησι τῆς νίκης καὶ ἀποτέλεσμα στὸν ἀγῶνα. Θὰ κατανοήσουμε ὅμως καλύτερα τὴν ἰδιαιτέρα αὐτή σημασία ἀπὸ τὴν ἐξήγησι ἑνὸς ἰδιαιτέρως χαρακτηριστικοῦ παραδείγματος!
Ὁ Λεωνίδας, ὅταν ὁ Ξέρξης τοῦ ζήτησε νὰ παραδώση τὰ ὅπλα, τοῦ ἀπήντησε τὸ περίφημο «μολὼν λαβέ»! Τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν γνωρίζουν πολλοὶ τὴν ἰδιαιτέρα σημασία τῶν λέξεων αὐτῶν τῆς ἑλληνικῆς, ὡδήγησε τοὺς «μεταφραστὲς» νὰ τὸ ἀποδώσουν ὡς «ἔλα νὰ τὰ πάρης»! Οἱ ξένες μάλιστα πολεμικὲς ταινίες τῆς μάχης τῶν Θερμοπυλῶν τὸ ἀποδίδουν ὡς «come and get them»!
Ὅμως ὁ Λεωνίδας δὲν εἶπε αὐτό. Διότι ἦταν Λάκων καὶ διότι ἐννοοῦσε τὸ Λακωνικὸ αὐτονόητο. Ἂν ἐννοοῦσε αὐτό, ποὺ λένε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ οἱ μὴ σχετικοὶ μὲ τὴν γλῶσσα, τότε θὰ ἔλεγε «ἐλθὼν λαβὲ» καὶ ὄχι «μολὼν λαβέ». Καὶ θὰ ἐξηγήσω ἀμέσως τί ἐννοῶ. Τὸ ρῆμα «μολώσκω», ποὺ τρέπεται σὲ «βλώσκω», ἔχει ἀόριστο «ἔμολον» καὶ μετοχὴ ἀορίστου «μολών».
Γνωρίζουμε βεβαίως ὅτι στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα οὐσιαστικῶς δὲν ὑπάρχουν συνώνυμα. Γιὰ νὰ δηλωθῆ τὸ ρῆμα «ἔρχομαι» ἢ «πηγαίνω» ὑπάρχουν δεκάδες τύποι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ καθένας εἶχε μία εἰδοποιὸ νοηματικὴ διαφορὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ ἐδήλωνε κάτι λίγο διαφορετικό.
Ἔτσι τὸ ρῆμα «βλώσκω» σημαίνει ἔρχομαι κάπου, πηγαίνω κάπου, ἀφοῦ ὅμως πρῶτα βρίσκω τὰ ψυχικὰ ἀποθέματα, τὸ θάρρος ψυχῆς. Ὅταν λοιπὸν ὁ Λεωνίδας ἀπήντησε στὴν ἀπαίτησι τοῦ Ξέρξη «μολὼν λαβέ», δὲν ἐννοοῦσε «ἔλα νὰ τὰ πάρης» ἀλλὰ «βρὲς πρῶτα τὸ θάρρος καὶ ἔλα νὰ τὰ πάρης», «ἂν τολμᾶς, ἔλα νὰ τὰ πάρης»!
Ἡ μετοχὴ βεβαίως εἶναι ὑποθετικὴ καὶ ἡ φράσις ἀποδίδει ὑποθετικὸ λόγο. Ὅμως τὸ μήνυμα ἦταν σαφές. «Ἂν σοῦ κοτάη, ἔλα». Καὶ φυσικὰ αὐτὴ ἡ ἐπίδειξις θάρρους ἦταν συνέχεια τῆς ἀτειχίστου πόλεως, ἡ ὁποία ἐδήλωνε ὅτι τὰ τείχη εἶναι γιὰ τοὺς ἄλλους. Γιὰ μᾶς «τείχη εἶναι τὰ σώματα τῶν στρατιωτῶν μας»! Ἡ πολεμικὴ ἀρετὴ σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο!
Τὸ πόσο ὑπολόγιζαν τὴν ἀρετὴ τῶν ἀνδρῶν τους οἱ Λακεδαιμόνιοι τὸ ἀναφέρουν οἱ συγγραφεῖς. Ὁ Ἀρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου, «ἐρωτηθεὶς δὲ διὰ τί μικροῖς τοῖς ἐγχειριδίοις χρῶνται "ὅτι τῶν ἄλλων" ἔφη "τοῖς πολεμίοις ἔγγιον προσπελάζομεν"».
Ὁ Πλούταρχος, στὸ ἔργο του «Βασιλέων ἀποφθέγματα καὶ στρατηγῶν» (191d,9), γράφει ὅτι ὁ «Ἀρχίδαμος ὁ Ἀγησιλάου καταπελτικὸν βέλος ἰδὼν τότε πρῶτον ἐκ Σικελίας ἀχθὲν ἀνεβόησεν "ὦ Ἡράκλεις, ἀπόλωλεν ἀνδρὸς ἀρετά"».

ΧΟΡΟΣ

Ὁ συναγωνισμὸς αὐτὸς τῆς ἀρετῆς δὲν ὑπῆρχε μόνο μεταξὺ τῶν στρατιωτῶν ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν ἡλικιῶν.
Ὅπως μᾶς ἔχει διασώσει ὁ Πλούταρχος, οἱ Λακεδαιμόνιοι εἶχαν «ἐπαγγελία τε καὶ μεγαλαυχία πρὸς ἀρετὴν πρέπουσα ταῖς ἠλικίαις».
Εἶχαν δηλαδὴ «ὑποσχέσεις καὶ λόγια ὑπερηφάνειας γιὰ τὴν ἀρετὴ ποὺ ταίριαζε σὲ κάθε ἡλικία».
Καὶ ἀμέσως μετὰ μᾶς λέει:
Καθὼς λοιπὸν ὑπῆρχαν τρεῖς χοροὶ ἀντίστοιχοι στὶς τρεῖς ἡλικίες, ποὺ συγκροτοῦνταν γιὰ τὶς γιορτές, ὁ χορὸς τῶν γερόντων ἄρχιζε νὰ τραγουδᾶ:
«Ἤμασταν κι ἐμεῖς κάποτε παλληκάρια δυνατά»·
ἔπειτα ὁ χορὸς τῶν ἀνδρῶν στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας τους ἀπαντοῦσε:
«Ἐμεῖς εἴμαστε τώρα. Ἂν θέλης, ἔλα νὰ δῆς».
Τρίτος ὁ χορὸς τῶν παιδιῶν ἔλεγε:
«Ἐμεῖς θὰ γίνουμε πολὺ καλλίτεροι».
Τὸ ἑλληνικὸ αὐτὸ ἔθος τῶν προγόνων μας Λακώνων καὶ Μανιατῶν, πρέπει νὰ συνεχίσουμε σήμερα. Καὶ πρέπει νὰ διδάξουμε τὰ παιδιά μας ὄχι μόνο νὰ μᾶς λένε ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς δείχνουν ὅτι εἶναι ἀπὸ τρανὴ γενιά, πιστοποιῶντας τὸ «Ἐμεῖς θὰ γίνουμε πολὺ καλλίτεροι».
Αὐτὸ εὐχόμεθα σήμερα γιὰ ὅλα στοὺς ἀρίστους νέους τῶν συγχρόνων Λακώνων, τῶν συγχρόνων Μανιατῶν, τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων! Νὰ μᾶς ξεπεράσουν σὲ ὅλα!

ΝΙΚΗ

Καὶ τελειώνουμε μὲ τὴν τρίτη οὐσιαστικὴ λέξι, ἡ ὁποία ἔχει γίνει βασικὸ συστατικὸ τῆς Λακωνικῆς καὶ Μανιάτικης Νοοτροπίας. Τὸ ρῆμα «νικῶ», στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα μπορεῖ νὰ ἀποδοθῆ μὲ ἀρκετὰ ρήματα: «κρατῶ», «ὑπερτερῶ», «περιγίγνομαι», «ἀποκαίνυμαι», «ἐρέπτω», «θῶ», «καταβάλλω», «καταπολεμῶ», «αἰρῶ», «περίημι», κ.λπ.
Γιὰ παράδειγμα:
Κρατῶ = νικῶ διὰ τῆς σωματικῆς δυνάμεως, ὑπερτερῶ = νικῶ λόγῳ ἀριθμοῦ δυνάμεως, ἐρέπτω = καταβάλλω, καταβάλλω = ρίπτω στὸ ἔδαφος, ἀποκαίνυμαι = νικῶ μὲ φόνο (Ἀποκαίνυμαι: Τὸ νικῶ. Καὶ Ὅμηρος, ἀπεκαίνυτο πάντας ἀρίστους. Κυρίως τὸ φονεύειν. Ἀπὸ τοῦ καίνω, τὸ φονεύω, γίνεται καίνυμι· καὶ ἐκαινύμην, καὶ ἀπεκαίνυτο. Μεταφορικὴ δὲ ἡ λέξις. Κυρίως γὰρ ἐπὶ τῶν φονευόντων καὶ νικώντων λαμβάνεται) Θῶ = νικῶ προκαλῶντας ζημία. (παρὰ τὸ θῶ ρῆμα, ὃ σημαίνει τὸ ζημιῶ καὶ καταβάλλω, γίνεται θωή· καὶ ὡς φῶ φωή καὶ ζῶ ζωή, οὕτως καὶ παρὰ τὸ θῶ, τὸ καταβάλλω καὶ ζημιῶ, γίνεται θωή, ἡ ζημία). αἰρῶ = τὸ καταβάλλω καὶ πορθῶ.
Μόνο τὸ «νικῶ» σήμαινε νικῶ μὲ δύναμι ποὺ ξεκινᾷ ἀπὸ τὸ εὔψυχον, τὴν εὐψυχία, τὴν ψυχικὴ δύναμι, τὸ σθένος. (Αὐτὸ ἐξηγεῖ καὶ ἡ Nike (=νίκη), ἀμερικανικὴ ἑταιρεία ἀθλητικῶν εἰδῶν).
Γι’ αὐτὸ οἱ Μανιᾶτες εἶχαν στὴν σημαία τους τὸ «ΝΙΚΗ ἢ ΘΑΝΑΤΟΣ». Εἶχαν τὴν διαχρονικὴ λέξι τῶν Λακώνων. Τὴν Νίκη, ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν λεβεντιά τους καὶ τὸ διαχρονικὸ θάρρος ψυχῆς!
Τὸ πόσο αὐτὴ ἡ λέξις καθώρισε τὴν ζωὴ τῶν Λακώνων φαίνεται ἀπὸ τὰ ὀνόματα ποὺ τὴν περιλαμβάνουν ὡς α΄ ἢ β΄ συνθετικό, καὶ τὰ ὁποῖα κατακλύζουν τὰ κείμενα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων Συγγραφέων.
Νικόβολος, Νικόβουλος, Νικοδάμας, Νικόδαμος, (Νικόδημος), Νικόδικος, Νικόδρομος, Νικόδωρος, Νικόθεος, Νικοθόης, Νικοκλῆς, Νικοκλείδης, Νικοκράτης, Νικοκρέων, Νικολάδας, Νικόλας, Νικόλεως (Νικόλαος), Νικόλοχος, Νίκαρχος, Νίκανδρος, Νικόμαχος, Νικομήδης, (Νικομηδαῖος), Νικονίδας, Νικόξενος, Νικοποιός, Νικόπολις, Νικοπολίτης, Νικορέζος, Νικορόντης, Νικοσθένης, Νικόστρατος, Νικοτέλης, Νικοφάνης, Νικόφημος, Νικοφῶν, Νικοχάρης, Νικόφις, Νικόρτης, Νίκων, Ἀριστόνικος, Ἀνδρόνικος, Λεωνίκης καὶ πολλὰ ἄλλα.
Ἐδῶ διαπιστώνουμε ὅτι τὰ ὀνόματα Νικόλας καὶ Νικόλεως (Νικόλαος), ποὺ χρησιμοποιοῦμε κατὰ κόρον σήμερα, εἶναι ἀρχαῖα Σπαρτιατικά!
Καὶ τελειώνω μὲ μία διαπίστωσι μέσῳ τῆς ἐπλογῆς κάποιων στίχων ἑνὸς ποιήματος... Τὴν κάνει ὁ Σπαρτιάτης, ὁ Μανιάτης, ὁ Ἕλλην... Τρία ἄτομα, ποὺ ἡ ἐναλλαγή τους στὶς χωροχρονικὲς διαστάσεις τοῦ Ἑλλαδικοῦ τόπου καταλήγει πάντα σὲ ὕπαρξι τοῦ Ἑνός, ὁ ὁποῖος διαθέτει τὶς ἀρετὲς καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τοὺς σκοποὺς καὶ τῶν Τριῶν...*

Ἡ Μάνα Ἑλλάδα, ἡ Μάνα Λακωνία εἶναι ἡ Μάνα ὅλων μας. Καὶ ὁ καθένας μας θὰ μποροῦσε νὰ πῆ αὐτό, ποὺ ὁ βάρδος τοῦ Λακωνικοῦ πνεύματος ψάλλει...

Μὲ γέννησε μὲς στ’ ἄσπρα της καὶ μὲς στὰ θαλασσιά της...
Κι ὁρίζοντας ἐπάνω μου δυνάμεις τοῦ Πρωτέα,
μὲ κάνει ἀμέσως σταυραετό, μοῦ δίνει τὰ φτερά της...
καὶ μὲ μαθαίνει νὰ πετῶ μ΄ ἐκείνηνε παρέα...

Πέτρα κι ἐλιὰ μὲ βύζαξαν, μὲ βγάλαν παλληκάρι...
Τοῦ θυμαριοῦ ἡ μυρωδιά, θέριεψε τὴν καρδιά μου...
Αὐτοὶ οἱ πύργοι οἱ πέτρινοι μὲ κάνανε λιοντάρι,
θυμίζοντας βασιλικὴ πὼς εἶναι ἡ γενιά μου...

Κι ὅταν στὸν διάλογο, μπαίνει καὶ ὁ Ἥλιος, ὁ περιλαμβάνων τὸ φῶς, τότε περνᾶμε σὲ ἄλλη διάστασι! Στὴν διάστασι τῆς Δόξης! Διότι μᾶς δίνει τὶς τελευταῖες συμβουλές, γιὰ κάθε Λακωνικὸ ἢ Ἐθνικὸ Ἀγῶνα...
Σὲ ἕναν ἀγῶνα, στὸν ὁποῖον συμπαρίστανται ὁ Ἥλιος, ἡ Μάνα μὲ κάθε ἰδιότητα (Μάνα πατρίδα, Μάνα φυσική), ἡ Παναγία, μὲ τὴν ἰδιότητα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, ὁ φύλακας Χριστός, ὅλοι συμπαρίστανται γιὰ νὰ στεφθῆ ὁ Λάκων, ὁ Μανιάτης, ὁ Ἕλλην, μὲ τὰ φτερὰ τῆς Δόξης, τῆς Ἀρετῆς, τῆς Νίκης!!!

Κι ὁ βάρδος τοῦ Λακωνικοῦ στοχασμοῦ καταλήγει...

Νά ’χης ἐμένα ὁδηγὸ καὶ τὴν εὐχὴ τῆς Μάνας...
Τῆς Παναγιᾶς μας τὸ σπαθί, φύλακα τὸν Χριστό...
κι ὁρμῶντας μὲ τὴν δύναμι ποὺ δίνει ὁ παιάνας,
θὰ φέρης τὴν Ἀνάστασι μὲ τρόπο θαυμαστό...

Νὰ μὴ ξεχάσης μοναχὰ τῆς Μάνας σου τὶς λέξεις...
«Νὰ ’χης γι’ ἀσπίδα τὰ φτερὰ στὸν Ἄδη σὰν πετᾶς»...
Κι ὅταν βρεθῆς στὸν κίνδυνο θὰ πρέπει νὰ διαλέξης,
φωνάζοντας Σπαρτιατικὰ «ἢ ΤΑΝ ἢ ἐπὶ ΤΑΣ»

Ὁμιλία τοῦ Ἀντωνίου Ἀ. Ἀντωνάκου στὸ 63ο Συνέδριο τῆς Παλλακωνικῆς Ὁμοσπονδίας Ἀμερικῆς–Καναδᾶ, τὸ ὁποῖο ἔγινε στὴν Σπάρτη ἀπὸ 28 - 7 ἕως 1 - 8 – 2010). Ἡ ἴδια ὁμιλία ἐπανελήφθη στὸ Πολιτιστικὸ Κέντρο Ἀρεοπόλεως Λακωνίας τὴν 20η Νοεμβρίου 2010.

* Οἱ στίχοι αὐτοὶ ἀποτελοῦν ἀπόσπασμα τοῦ βραβευμένου τὸ ἔτος 1981 ποιήματος τοῦ Ἀντωνίου Ἀ. Ἀντωνάκου μὲ τίτλο «Πέτρα κι ἐλιὰ», τὸ ὁποῖο περιλαμβάνεται στὴν ποιητική του συλλογὴ «Παραβλέποντας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου