28/12/10

Τὰ Χριστούγεννα τοῦ ταπεινοῦ

–Πῶς τὸν ἐβλέπεις τὸν καιρὸ καπετάνιε;
–Χιονιᾶς, κουμπάρε, χιονιᾶς καιρὸς μουγγός, κυαμέτ.
Ὁ ἐρωτῶν, ἄνθρωπος ὥριμος, φιλέρημος, μὴ φεύγων τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ τὴν κακίαν τῆς ἡμέρας, εἶχε τὴν πρόθεσιν νὰ ξεκινήση διὰ ν’ ἀνάψη τὰ κανδήλια ἐξωκκλησίων μιὰ κι’ ἐπλησίαζε μεγάλη γιορτή, καὶ νὰ σκουπίση ὅσα ἐξ αὐτῶν εἶχον τὴν ἀνάγκην.
Ὁ ἀπαντήσας παλαιὸς καπετάνιος σὲ τρεχαντήρια καὶ σκοῦνες καὶ γολετιά, ἐξαριθμήσας φουρτοῦνες καὶ κύματα καὶ ἀέρηδες, ὅσους δὲν χωρεῖ ἡ μνήμη, ἔχαιρε φήμην μὴ διαψευδομένου μετεωρολόγου.
Ξέμπαρκος ἀπό τινων ἡμερῶν διὰ νὰ ἑορτάση μὲ τὴν οἰκογένειάν του τὰς ἐπερχομένας ἐορτὰς τῶν Χριστουγέννων, συνεδέετο μὲ κουμπαριὰν μὲ τὸν ἐρωτήσαντα, καὶ κατὰ τὸν ἐσωτερικόν των κόσμον ἦσαν ὅμοιοι.
Καὶ οἱ δύο ἅπλωναν τὴν νοσταλγίαν τῆς καρδιᾶς των, στὰ πέραν, στὰ μακρυνά, στὰ ἄπιαστα, ἐκεῖ ποὺ δὲν φθάνει καράβι, στὰ πόδια τοῦ Ἀπερίγραπτου, ἐκεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων βρίσκουν τὴν πηγήν τους καὶ πίνουν φῶς.
Καὶ ὁ μὲν καπετάνιος, ἀποχαιρετήσας τὸν κουμπάρον του, ἤνοιξε τὴν πόρτα τοῦ μικροῦ καφενείου τῆς παραλίας, εἰσῆλθε καὶ ἐκάθισε παρὰ τὸ ὑαλόφρακτον, ἀγναντεύων τὰ δεμένα καράβια καὶ καΐκια καὶ τὴν μεγάλην θάλασσαν ρυτιδουμένην ἀπὸ τὶς ἀρουφλιὲς τοῦ χιονιᾶ. Παρήγγειλε ἕνα ζεστὸ καὶ ἀρωματῶδες φασκόμηλο, τέτοιο ποὺ μόνον στὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων φύεται, καὶ ἤρχισε νὰ ξετυλίγεται ἡ ἡμέρα του.
Ὁ ἄλλος, ἐξεκίνησε φέρων μικρὸν καλάθιον, μὲ ὅσα ἦσαν χρειαζούμενα, λίγο λάδι, μολυβῆθρες, θυμίαμα, σπίρτα, μισὸ ὁλόφρεσκο ψωμί, ἐλαίας, καὶ κρόμμυον. Ἡ νηστεία τοῦ σαρανταημέρου ἦταν περὶ τὸ τέλος της, ἀλλὰ ἡ ἁπλότης τοῦ εἶναι του ἐφρούρει καλῶς τὴν ἐγκράτειά του. Ἔφερε πατατούκαν ναυτικὴν παρέχουσαν θαλπωρὴν εἰς τὸ σῶμα του, καὶ πολλάκις εὐχαρίστει τὸν Ἅγιον διότι τὸν ἠξίωσε νὰ ἔχη καὶ μίαν πατατούκαν.
Ἀφοῦ ὁδοιπόρησε περὶ τὴν ὥραν καὶ ἤναψε τὰ καντήλια καὶ ἐσκούπισε τὸ ἀπόμερον ἐξωκκλῆσι, τὸ ἐκτισμένον ὑψηλὰ εἰς τοὺς βράχους, καὶ ἔψαλλε ὅσα τῶν Χριστουγέννων ἀνέβαινον ἀπὸ μέσα του στὰ χείλη του, ἐβγῆκε καὶ ἐκάθισε εἰς τὸ προσήνεμον τοῦ ἐξωκκλησιοῦ, τὸ βλέπον πρὸς τὸν νοτιᾶν, καὶ ἔβαλε στὸ στόμα του μίαν μπουκιὰν ψωμὶ καὶ δύο ἐλαίας. Τὸ βουνὸν κατρακυλοῦσε πρὸς τὸν αἰγιαλόν, καὶ εἰς τὰ πρασινίζοντα ἀπὸ τὰς πρωΐμους βροχὰς χωράφια καὶ καυκάρες, στὶς ἀνατειχιές, διὰ νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὸ ἀραιὸ χιονόνερο ποὺ ἄρχισε νὰ πέφτη.
Καὶ ἐσυλλογίζετο, καὶ διελογίζετο καὶ ἤρχοντο αὐτόκλητοι αἱ ἀναμνήσεις του, καθαρές, ὁλοζώντανες, ντυμένες μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ παρελθόντος, ποὺ χωρὶς αὐτό, τὸ μέλλον εἶναι ἀνύπαρκτον, καὶ τὸ συναίσθημα τῆς φυγῆς ὀγκοῦτο μέσα του.
Νὰ φύγη μακράν, σὲ τόπον ἀκόκοσμον, ὅπου νὰ ἑορτάση Χριστούγεννα μὲ τὸν ἴδιον τὸν Χριστόν. Θὰ ἐπορεύετο ἐξώκοσμος καὶ βλέποντας τ’ ἀχνάρια τῶν Ἁγίων Του ποδῶν, θὰ τὸ εὕρισκε καὶ θὰ ἐώρταζε μαζύ Του. Καὶ ὅταν Τὸν εὕρισκε, θὰ σταματοῦσε ἡ φυγή του καὶ ἄλαλος καὶ ἔκθαμβος θὰ κατενύγετο ὁλόκληρος. Καὶ τὰ χείλη του ἐψιθύριζον τῆς «Μεγάλης Βουλῆς Σου τὸν Ἄγγελον, Κύριε…». Καὶ συνέχισε νὰ διαλογίζεται ὅτι αὐτὰ θὰ ἦσαν τ’ ἀληθινὰ Χριστούγεννα.
Ἐσταμάτησεν ὅμως εἰς τὸν προθάλαμον αὐτῶν τῶν ἐκθαμβωτικῶν προεορτίων του μιὰ καὶ ἦλθε ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὸ ἐξωκκλῆσι, καὶ ἕνας χωριανὸς μὲ τὸ γαϊδουράκι του νὰ ξαποστάση ἀπὸ τὸν δέροντα αὐτὸν βορρᾶν. Ἐγύριζε στὸ χωριό του, μολονότι δὲν εἶχε ἀκόμη μεσημεριάση, διότι καὶ αὐτὸς δὲν τὴν ἔβλεπε μὲ καλὸ μάτι τὴν κακοκαιρίαν, καὶ μιὰ καὶ ἦταν παραμονὴ Χριστουγέννων ἂς πήγαινε καὶ ἐνωρίτερα.
Τὰ εἶπαν καλόκαρδα καὶ μὲ λίγα λόγια καὶ ὁ φίλος μας συνέχισε τὴν πορείαν του δι’ ἄλλο ἐξωκκλῆσι. Ὁ χωριανὸς ἀφοῦ ξαπόστασε, ἐσκέφθη ὅτι καιρὸς ἦταν νὰ πηγαίνη στὸ χωριό. Καὶ καθὼς ἐγνώριζε σὲ ποιὸ ἐξωκκλῆσι κατηυθύνετο ὁ γνωστός του, τὤβαλε νὰ περάση ἀπὸ ἐκεῖ νὰ βολέψη καὶ τὰ ζωντανά του. Κινούμενος καὶ ἀπὸ τὴν ἀπροσδιόριστον περιέργειαν τῶν χωρικῶν, ἐπῆρε τὸ δεξὶ μονοπάτι καὶ μετὰ ὥραν περίπου εὑρέθη στὸ κτῆμα του ὅπου τὰ ζωντανά του. Ὀλίγον παρέκει εὑρίσκετο τὸ ἐξωκκλῆσι, στὴν ἄκρη μιᾶς λαγκαδιᾶς ὅπου το καλοκαῖρι θρασομανοῦσαν οἱ λιγαριὲς καὶ οἱ διράφες.
Καθυστέρησεν ὅμως πολὺ περισσότερον ἀπὸ ὅτι ὑπελόγισε ἀρχικῶς, διότι ηὗρε τὶς προβατίνες του γεννημένες καὶ ἔπρεπε νὰ τὶς ὁδηγήση μὲ τὰ νεογνά των, εἰς τὸ κελλόσταυρον.
Ἐπλησίαζε τὸ δειλινόν. Τὸ χιονόνερο ἔγινε χιόνι, σὲ λίγο θὰ σκοτείνιαζε ἔτσι ὅπως ἦταν ὁ καιρός. Ἡτοιμάσθη νὰ φύγη καὶ τότε θυμήθηκε πὼς δὲν εἶδε τὸν γνωστόν του νὰ κατηφορίζη ἀπὸ τὸ ἐξωκκλῆσι, καὶ πάλιν κινούμενος καὶ ὠθούμενος ἀπὸ τὴν ἴδιαν περιέργειαν, ἀνέβηκε τ’ ἀνηφοράκι καὶ σιγὰ καὶ διακριτικὰ ἤνοιξε τὴν θύραν καὶ ἐμπῆκε ἀλαφροπάτητος στὴν ἐκκλησία.
Τὰ κανδήλια ἦσαν ὅλα ἀναμμένα καὶ δύο-τρία κεράκια στὸ μικρὸ καὶ πρόχειρο μανουάλι, ἐνέτειναν τὶς φλόγες των πρὸς τὸν προορισμὸν πάσης ἀναστάσεως.
Ηὗρε τὸν γνωστόν του νὰ προσεύχεται γονατισμένος, τοῦ καλοῆρθε καὶ τοῦ χωριανοῦ τὸ γαλήνιο ἀραξοβόλι τῆς ἐκκλησίας, ὕστερα ἀπὸ τὸν ὀρχούμενον ἔξω χιονιᾶν καὶ στάθηκε χωρὶς καὶ νὰ διερωτᾶται διὰ τὸ διατί. Τὸν ἄκουσε πάλι νὰ ψιθυρίζη «Τῆς Μεγάλης Βουλῆς Σου τὸν Ἄγγελον Κύριε…» καὶ ἡ γαλήνη τοῦ προσευχομένου καὶ ἡ πραότης τῶν ἠρεμουσῶν μορφῶν τῶν Ἁγίων, ὀλίγαι εἰκόνες ἀπὸ ἁπλοϊκὰ χέρια ἄτεχνοι κατὰ τὴν ὄψιν, περίτεχνοι ὅμως κατὰ τὴν ἔκφρασιν, τὸν ἔκαμαν νὰ λυγίση καὶ αὐτὸς τὰ γόνατά του καὶ νὰ μπῆ σὲ προσευχὴ ἄδηλη καὶ ἄλαλη.
Τὴν ἁγίαν αὐτὴν μακαριότητα τῶν δύο ἀνδρῶν διέκοψεν πραγματικὸς βρόντος τῆς ἐξώθυρας καὶ ἡ εἴσοδος τοῦ Μιχάλαρου, ὑψηλοῦ καὶ εὐρώστου συγχωριανοῦ καὶ συγγενοῦς τοῦ προηγηθέντος, καὶ ὁ ὁποῖος χωρὶς ἄλλο προοίμιον, πρὸς τὸ εὐάριθμον ἐκκλησίασμα, ἐφώναξε: «Ἦντά ᾽γινες βρὲ Κωσταντῆ καὶ μᾶς ἔβαλες σὲ ἔγνοια;», ὑπονοῶν ὅτι ἀνησύχησαν στὸ χωριὸ ἐκ τῆς ἀδικαιολογήτου ἀργοπορίας του. «Κακοβάλαμε μήπως καὶ γκρεμίστηκες στὸν κακόβολο, ἀλλὰ νἆσαι, δόξα σοι ὁ Θεός! Καὶ τί κάνετε μαθὲς τώρα ἐδῶ πά;»
Ὁ χωριανὸς προσπαθῶν νὰ κατέβη ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ εἶχεν εὑρεθῆ, συνῆλθε καὶ τοῦ ἀπήντησε:
«Τί κάναμε; Χριστούγεννα κάναμε. Τὰ καλύτερα Χριστούγεννα τῆς ζωῆς μου».

Νικοδήμου Φουρτουνάτου (Νικολάου Κυρηνοπούλου), «ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΓΑΙΟΝ», Ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ»

Πηγή: christianvivliografia.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου