Μία ἀπὸ τὶς κορυφαῖες μορφὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ διαχρονικῶς, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι καὶ σήμερα, εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ θρυλικὸς Γέρος τοῦ Μωριᾶ, ὅπως τὸν ὠνόμασε ἡ λαϊκὴ φωνή.
Ὅταν ἡ μακαρίτισσα ἡ Σοφία Βέμπω τραγουδοῦσε «Γειὰ καὶ χαρά σας, Μωραΐτες ἀδελφοί, ποὺ ἂν μάνα δὲν σᾶς γέννα, οὔτ' Ἅγια Λαύρα θά ‘χαμε, οὔτε Εἰκοσιένα», λίγο σκανδαλιζόμουνα. Ἀμάν, πιά, πάλι μὲ τοὺς Μωραΐτες! Νισάφι! Μᾶς ἔπρηξαν! Οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες, δηλαδή, δὲν κάναμε τίποτα; Ὁ σκανδαλισμός μου σταμάτησε ὅταν τὸ βλέμμα μου στηλώθηκε στὴν πολυσέβαστη μορφὴ τοῦ Κολοκοτρώνη.
- Μάλιστα εἶπα. Ἂν τό ‘πε γιὰ τὸν Κολοκοτρώνη, τότε δὲν χωράει κουβέντα! Ἔτσι εἶναι! Συμφωνῶ καὶ ἐπαυξάνω!
Ποιός εἶναι, λοιπόν, αὐτὸς ὁ θρύλος, ποὺ ὁ ἐπιβλητικὸς ἀνδριάντας του πάνω στὸ περήφανο ἄλογό του ὑψώνεται μεγαλοπρεπὴς μπροστὰ στὸ κτήριο τῆς Παληᾶς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, μὲ τὸ χέρι νὰ δείχνη δρόμο πορείας στοὺς Ἕλληνες;
Ποιός εἶν' αὐτὸς ὁ ἱερὸς μύθος, ποὺ τ' ὄνομά του ἁγιάζει ἀμέτρητους δρόμους σ' ἑλληνικὲς πόλεις καὶ χωριά, ποὺ ἡ φωτογραφία του στολίζει κάθε Ἐθνικὴ γιορτὴ τῶν Πανελλήνων;
Ποιός εἶν' αὐτός, ποὺ τὰ Τουρκάκια, μέχρι τὰ βάθη τῆς Ἀνατολίας, ἀκούγανε τ' ὄνομά του καὶ πάθαιναν ἀκράτεια ἐντέρου καὶ τσίριζαν σὰν λωλὰ Κολοκοτρώνα!... Κολοκοτρώνα!... κι ἔτρεχαν νὰ κρυφτοῦν;
Γεννήθηκε στὶς 3 Ἀπριλίου 1770, Δευτέρα τοῦ Πάσχα, στὴν ρίζα ἑνὸς δένδρου, πάνω σ' ἕνα ἀπόκρημνο βουνὸ τῆς Μεσσηνίας, ὀνομαζόμενο Ραμαβούνι. Πατέρας του ἦταν ὁ ἡρωϊκὸς ἀρχηγὸς τῶν ἁρματολῶν τοῦ Μωριᾶ Κωνσταντῖνος Κολοκοτρώνης, ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν Τούρκων. Φονεύθηκε τὸ 1780 στοὺς Πύργους τῆς Καστανιᾶς, μεταξὺ Γυθείου καὶ Σπάρτης. Ἡ μητέρα του, ἡ ἡρωϊκὴ καπετάνισσα, λεγόταν Ζαμπία, τὸ γένος Κωτσάκη καὶ σώθηκε μόνη αὐτὴ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Κολοκοτρωναίων στὴν μάχη τῶν Πύργων ποὺ ἔπεσε ὁ σύζυγός της. Ντυμένη ἀντρίκια, μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι καὶ μὲ τὸν δεκάχρονο Θεόδωρο δίπλα της διέφυγε καὶ διέσωσε τὸν κατόπιν θρυλικὸ Ἀρχιστράτηγο γυιό της. Ἀνάδοχός του στὸ ἅγιο βάπτισμα ἦταν ὁ Ρῶσσος ναύαρχος Θεόδωρος Ὀρλώφ, ὁ ὁποῖος τοῦ χάρισε τὸ δικό του ὄνομα.
Μεγαλωμένος μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα βαθειᾶς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἄμετρης φιλοπατρίας, ἔκλεισε ὁ μικρὸς Θεοδωράκης ἀπὸ νωρὶς στὴν καρδιά του τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴν Ἑλλάδα, τὴν ὁποία πονοῦσε νὰ βλέπη σκλαβωμένη καὶ τὰ παιδιά της νὰ τυραννοῦνται καὶ νὰ βασανίζωνται ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Τὸ ψαλτῆρι, τὸ κτωῆχι, ὁ μηναῖος, ἄλλαι προφητεῖαι, ἦσαν τὰ βιβλία ὁποὺ ἀνέγνωσα, μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος. Αὐτὲς ἦσαν οἱ πρῶτες καὶ κύριες πηγὲς τῆς γνώσεώς του, οἱ ὁποῖες ἄρδευσαν τὴν ψυχή του μὲ τὰ νάματα τῆς εὐσεβείας.
Γυμνάστηκε σωματικὰ ἀπὸ παιδὶ πολὺ γερὰ καὶ εἶχε πόθο του νὰ συνεχίση τὸ ἔργο τοῦ πατέρα του καὶ τῆς ἡρωϊκῆς οἰκογενείας τῶν Κολοκοτρωναίων. Τὸν προίκισε καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἐξαιρετικὴ εὐφυΐα, μυαλὸ ξυράφι, τετράγωνη λογική, ἰσχυρὴ θέλησι, διορατικότητα, γερὸ ἐνθυμικό, δύναμι σωματικὴ καὶ βροντερὴ φωνὴ ἐπιβλητική, στεντόρεια, στοιχεῖα ποὺ ἀναμφιβόλως ἀναδεικνύουν τὸν Ἡγέτη.
Παραλλήλως, ἐκαλλιέργησε ἀπὸ παιδὶ στὸν ἑαυτό του κάθε ἀρετή: ἐγκράτεια, αὐτοκυριαρχία, εὐθύτητα χαρακτῆρος, ὑψηλὸ αἴσθημα τιμῆς, παροιμιώδη ἀνιδιοτέλεια καὶ ἀφιλοκέρδεια, παραδειγματικὴ ἀμνησικακία, τέτοια ποὺ μόνο σὲ Συναξάρια συναντᾷ κανείς, σεμνότητα, ἀξιοπρέπεια, μεγαλοψυχία, φιλαδελφία, ἁγνὸ πατριωτισμό. Σπανίως βρίσκει κανεὶς τόσες ἀρετὲς συγκεντρωμένες σ' ἕνα μονάχα πρόσωπο!
Δεκαπέντε χρόνων παλληκαράκι ὁ Θοδωρῆς, ἀνακηρύχθηκε ἀπὸ τὰ ἐπιζῶντα παλληκάρια τοῦ πατέρα του Καπετάνιος καὶ βγῆκε στὸ κλαρὶ στὰ βουνὰ τῆς Ἀρκαδίας. Δεκαεπτὰ χρόνων ἀναγνωρίστηκε ἁρματολὸς στὴν ἐπαρχία τοῦ Λεονταρίου. Εἴκοσι χρόνων παντρεύτηκε τὴν κόρη ἑνὸς προεστοῦ τῆς περιοχῆς, τὴν Αἰκατερίνη Καρούσου, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τρεῖς γιούς, τὸν Πᾶνο, τὸν Ἰωάννη ἢ Γενναῖο καὶ τὸν Κωνσταντῖνο ἢ Κολῖνο. Ἐπίσης δύο θυγατέρες, τὴν Γεωργίτσα, ποὺ πέθανε μικρή, καὶ τὴν Ἑλένη, τὴν ὁποία στὰ 1820 πάντρεψε μὲ τὸν Νικήτα, ἀδελφὸ τοῦ Παπαφλέσσα.
Ὅμως ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του ἦταν ἕνας: Νὰ λευτερώση τὴν Πατρίδα! Γι' αὐτὸ τὸν βλέπουμε νὰ πετιέται σὰν ἀρχάγγελος ἀπὸ βουνοκορφὴ σὲ βουνοκορφὴ κι ἀπὸ λαγκαδιὰ σὲ ρέμα, ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ κι ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία νὰ ξεσηκώνη τοὺς Ἕλληνες, νὰ τοὺς ἐνθαρρύνη, νὰ εἰρηνεύη καὶ νὰ συμφιλιώνη ὅσους τρωγόντουσαν μεταξύ τους ἀπὸ οἰκογενειακὰ μίση καὶ ἀνόητες ἐχθρότητες, καὶ νὰ ἑτοιμάζη ὅλους μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὸν μεγάλο σηκωμό. Ἀφοῦ τοὺς μιλοῦσε μὲ τὴν μεγάλη ρητορικὴ ἄνεσι ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεός, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ τοὺς ἔλεγε: Ὅσοι ἀγαπᾶτε τὴν Πατρίδα, ἐλᾶτε κοντά μου!
Πῆγε στὰ Ἑπτάνησα. Ὁρκίστηκε τὸν ὅρκο τοῦ Φιλικοῦ στὴν Ζάκυνθο. Μπῆκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἀγγλικοῦ στρατοῦ γιὰ νὰ μάθη καὶ τὴν ἐπιστήμη τοῦ πολέμου, νὰ ἑτοιμαστῆ γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο ποὺ εἶχε μπροστά του. Ἔγινε Λοχαγός, κι ἀργότερα Ταγματάρχης. Συνεργάστηκε μὲ τοὺς Ρώσους καὶ μὲ τοὺς Γάλλους. Ἤθελε νὰ τὸν βοηθήσουν νὰ πολεμήση τὸν Τοῦρκο.
Κέρκυρα, Λευκάδα, Ζάκυνθος, Ἰθάκη ἦσαν τόποι ποὺ τοὺς ἔμαθε τόσο καλά, ὅσο καὶ τὴν Πελοπόννησο. Ἑτοίμαζε τοὺς Ἑπτανησιῶτες νὰ ἔρθουν ἀρωγοὶ στὸν ξεσηκωμὸ ἐναντίον τῶν Τούρκων. Πῆγε καὶ στὰ Κύθηρα. Διηγεῖται σχετικῶς ὁ ἴδιος: Μία φορὰ ἐπῆγα εἰς τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μόνης. Αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἦταν μεγάλο καὶ ἐχαλάσθη εἰς τὴν πρώτην Τουρκιά. Ὅταν ἐπέρασα ἦτον μία μάνδρα χαλασμένη καὶ σκεπασμένη ἡ ἐκκλησιὰ μὲ κλάδους δένδρων. Τότε ἔταξα ὅτι: Παναγιά μου, βοήθησέ μας νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα μας ἀπὸ τὸν τύραννο, καὶ νὰ σὲ φκιάσω καθὼς ἤσουν πρῶτα (1803). Τὸν ἀξίωσε πράγματι καὶ ἔκαμε τὸ τάμα του: Μὲ ἐβοήθησε, καὶ εἰς τὸν δεύτερον χρόνον τῆς Ἐπαναστάσεώς μας ἐπλήρωσα τὸ τάμα μου καὶ τὴν ἔφκιασα.
Στὸ μεγάλο κυνηγητὸ ποὺ ἔκαμαν οἱ Τοῦρκοι στοὺς κλέφτες τῆς Πελοποννήσου ὅταν ἀντιλήφθηκαν ὅτι σὲ λίγο θὰ φούντωνε ὁ ξεσηκωμός, ὁ Κολοκοτρώνης ἀπήντησε περνῶντας ξανὰ στὸν Μωριᾶ, ἐπιτιθέμενος μὲ ὁρμὴ κατὰ τῶν Τούρκων, καίγοντας κι ἀφανίζοντας τὰ τουρκοχώρια, περνῶντας ἀπὸ μαχαίρι Τούρκους καὶ τουρκολάτρες. Κι ὅταν πιὰ τὰ πράγματα ἔφτασαν στὸ ἀνθρωπίνως ἀπροχώρητο γιὰ τὴν ὥρα, μπαρκάρησε, πῆγε στ' Ἅγιον Ὄρος, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν Πάπα-Βλαχάβα, τὸν Νικηταρᾶ κι ἄλλους ὀνομαστοὺς ὁπλαρχηγοὺς καὶ συγκρότησαν ἕναν πειρατικὸ στόλο, μὲ τὸν ὁποῖο καταναυμαχοῦσαν τὰ τουρκικὰ πλοῖα στὸ ἀνατολικὸ Αἰγαῖο καὶ κούρσευαν τὰ τουρκικὰ παράλια, ὥσπου νά ‘ρθη ἡ ὥρα τοῦ γενικοῦ ξεσηκωμοῦ.
Ὁ Κολοκοτρώνης δὲν εἶχε αὐταπάτες, ὅσον ἀφορᾷ τὴν βοήθεια τῶν ξένων γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσι τῆς Πατρίδος: Ὅταν εἶδα ὅτι εἰς τὰ συμβούλια τῆς Βιέννας δὲν ἔγινε κανένα καλὸ δι' ἡμᾶς... εἶπα, νὰ μὴν ἔχωμεν ἐλπίδα λυτρώσεως ἄλλη παρὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀπὸ τὸν Ὕψιστον, γράφει. Ἔτσι, κάθε του σκέψι, κάθε του σχέδιο, κάθε του προσπάθεια καὶ ἐνέργεια, τὰ ἐναπέθετε πάντοτε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ πίστευε ἀπολύτως καὶ διεκήρυσσε πὼς «Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ὑπογραφήν Του διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος. Δὲν τὴν παίρνει πίσω!»
Κατόπιν ἔμπαινε στὸν ἀγῶνα χωρὶς νὰ λογαριάζη τίποτα. Ἡ λέξις ἡρωϊσμὸς εἶναι πολὺ φτωχὴ γιὰ νὰ χαρακτηρίση τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐμάχετο.
Οἱ μεγαλύτερες στρατιωτικὲς ἐπιτυχίες καὶ νίκες τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος στὴν Πελοπόννησο φέρουν ἀνάγλυφη τὴν προσωπικὴ σφραγίδα τοῦ Κολοκοτρώνη. Τὴν σφραγίδα τῆς φρονήσεως, τῆς συνέσεως, τῆς στρατηγικῆς τέχνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς πίστεως, τῆς θυσίας καὶ τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς του: Καλαμάτα, Βαλτέτσι, Δολιανά, Τριπολιτσά, Δερβενάκια καὶ ὁ Μωριᾶς ὁλόκληρος!
Μετὰ τὴν ἀποφασιστικὴ μάχη τοῦ Βαλτετσίου, ὁ θεοσεβὴς Ἀρχιστράτηγος ἐκήρυξε νηστεία γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν καὶ δοξολογήσουν τὸν Θεό.
Διηγεῖται ὁ ἴδιος: Δώδεκα-δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον. Εἴκοσι τρεῖς ὧρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγον ὅτι: Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, καὶ νὰ δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἑωσοῦ στέκει τὸ ἔθνος, διατὶ αὐτὴ ἦταν ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος².
Τί ἔχουν νὰ ποῦν ἄραγε ἐπ' αὐτοῦ ὅσοι, δεξιὰ κι ἀριστερὰ διοργανώνουν σουβλακομάζωξες καὶ ξεφαντώματα κοιλιοδουλείας καταμεσὶς στὴν Μεγάλη Σαρακοστή, γιὰ νὰ τιμήσουν τάχα μου τὴν Ἐπανάστασι τοῦ '21; Ἂν σηκωνόταν ἀπὸ τὸν τάφο του ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ, τὸ λιγώτερο ποὺ θ’ ἄκουγαν ἀπὸ τὸ στόμα του θά ‘ταν κανένα: Ντροπῆς ὀρέ!!!... Ντροπῆς!!!
Παρὰ τὴν μεγάλη του συμβολὴ στὴν ἀπελευθέρωσι τῆς Ἑλλάδος, παρὰ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν ἀνιδιοτέλειά του, ὁ Πατέρας αὐτὸς τοῦ Γένους ἤπιε ἀπ' αὐτοὺς ποὺ λευτέρωσε πολλὰ πικρὰ ποτήρια. Στὴν διάρκεια τοῦ ἀγώνα, κάποιοι Μανιᾶτες προσπάθησαν νὰ τὸν σκοτώσουν μπαμπέσικα. Σώθηκε. Τοὺς εἶχε κατόπιν τοῦ χεριοῦ του. Κι ὅμως δὲν ἐκδικήθηκε! Ἡ ἀπάντησίς του ἦταν: Ἐὰν ὁ Θεὸς μ' ἐφύλαξε, τοὺς χαρίζω τὴν ζωήν. Ἀργότερα εἶδε τὸν γυιό του Πᾶνο, τὸν δοξασμένο ἥρωα τοῦ Ἀγῶνος νὰ πέφτη νεκρὸς ἀπὸ ἑλληνικὴ σφαῖρα.
Στὴν διάρκεια ἐμφυλίων ταραχῶν, διαρκοῦντος τοῦ Ἀγῶνος, φυλακίστηκε σ' ἕνα Μοναστῆρι στὴν Ὕδρα. Ἀργότερα, στὸν καιρὸ τῆς Ὀθωνικῆς Ἀντιβασιλείας συνελήφθη ξανά, φυλακίσθηκε, καὶ μετὰ ἀπὸ μία παρωδία δίκης, κατὰ τὴν ὁποία τὴν τιμὴ τοῦ Γένους ἔσωσαν μόνο δύο τίμιοι δικαστές, ὁ Πολυζωΐδης καὶ ὁ Τερτσέτης κηρύσσοντάς τον ἀθῶο, ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ κορυφαῖος αὐτὸς ἥρωας τῆς φυλῆς καὶ Πατέρας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐλευθερίας, καταδικάστηκε σέ... θάνατο! Ἀκούγοντας τὴν καταδικαστικὴ σὲ βάρος του ἀπόφασι, ὁ μεγάλος Κολοκοτρώνης, σηκώθηκε ἤρεμα, ἔκαμε ἀργά-ἀργὰ τὸν σταυρό του καὶ εἶπε: Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου! Τίποτε ἄλλο! Κανένα σχόλιο! Ἕτοιμος νὰ ὑποστῆ καὶ τὸν θάνατο, ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγήν, ὅπως ὁ Κύριος τὸν Ὁποῖο πίστευε καὶ λάτρευε βαθύτατα.
Εὐτυχῶς ὁ Κύριος ἐφώτισε τὸν Ὄθωνα καὶ δὲν ἐπέτρεψε νὰ συντελεσθῆ τὸ ἀνοσιούργημα, ἀλλὰ μετέτρεψε τὴν ποινὴ τοῦ σεπτοῦ ἥρωα σὲ φυλάκισι, ὥσπου, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, τοῦ τὴν χάρισε ὁλότελα καὶ τὸν ἀποκατέστησε πλήρως ἠθικὰ καὶ στρατιωτικὰ στὸν βαθμὸ τοῦ Στρατηγοῦ. Μάλιστα, τὸν διώρισε καὶ στὴν ὑψηλὴ καὶ ἐπίζηλη θέσι τοῦ Συμβούλου τῆς Ἐπικρατείας. Ἔτσι ἀπεφεύχθη ἕνα ἔγκλημα, τὸ ὁποῖο θὰ ἐστιγμάτιζε τὸ Γένος μας αἰωνίως.
Σεβαστὸς σὲ ὅλους ὁ Κολοκοτρώνης, πέρασε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του τιμώμενος ἀπὸ ὅλους καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Ὄθωνα καὶ Ἀμαλία. Τὸ ταπεινὸ σπίτι του στὴν Πλάκα ἦταν πανελλήνιο προσκύνημα. Ὅλοι οἱ ἐπίσημοι ἐπισκέπτες τοῦ νεοσυστάτου κράτους θεωροῦσαν τιμή τους νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν. Σπουδαῖοι καὶ σοφοὶ τὸν συμβουλεύονταν. Ἡ νεολαία τὸν λάτρευε. Ὅποτε περπάταγε στοὺς δρόμους τῆς Ἀθήνας, ὁ κόσμος μέριαζε, ἀποκαλύπτονταν κι ἔκανε ἐδαφιαῖες ὑποκλίσεις. «Περνᾶ ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ!», ἔλεγαν μὲ σεβασμό. Καὶ πίσω του συνήθως ἀκολουθοῦσαν τιμητικῶς νέα παλληκάρια, ποὺ ἔψαλλαν πατριωτικὰ τραγούδια.
Κάποτε ἐπισκέφθηκε τὸ Γυμνάσιο τῶν Ἀθηνῶν, τὸ ὁποῖο διηύθυνε ὁ μέγας ἐκεῖνος παιδαγωγὸς καὶ Δάσκαλος τοῦ Γένους, ὁ Γεώργιος Γεννάδιος. Μίλησε στοὺς νέους. Ἁπλά. Μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, ὅπως συνήθιζε. Τοὺς εἶπε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα σοφὰ καὶ ἁγιασμένα:
«Πρέπει νὰ φυλάξετε τὴν Πίστι σας, καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ Πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ Πατρίδος!... Πρὶν ἀπ' ὅλα νὰ φυλάξετε στὴν ψυχή σας τὴν Πίστι σας καὶ τὴν Πατρίδα σας. Ἐμεῖς, περισσότερο ἀπὸ τὰ ντουφέκια, μὲ τὴν Πίστι μας στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀγάπη μας στὴν Πατρίδα ἐλευθερώσαμε τὴν Ἑλλάδα. Μείνετε πάντα καλοὶ Χριστιανοὶ καὶ καλοὶ Ἕλληνες. Ἔτσι ὁ Θεὸς θὰ σᾶς εὐλογῆ, ἡ Ἑλλάδα θὰ σᾶς προστατεύη καὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλὰ στὴν ζωή σας...
Τὴν νύχτα τῆς 3ης πρὸς 4η Φεβρουαρίου τοῦ 1843, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ μία γιορτὴ στὰ ἀνάκτορα γιὰ τὴν ἐπέτειο τῆς ἀφίξεως τοῦ Ὄθωνος στὴν Ἑλλάδα, ὁ θρυλικὸς Γέρος τοῦ Μωριᾶ, ὁ Δάσκαλος τῆς πίστεως, τῆς ἀρετῆς, τοῦ ἤθους, τῆς ἀνδρείας καὶ τῆς λευτεριᾶς, προσβλήθηκε ἀπὸ ἀποπληξία κι ἀνεχώρησε γιὰ τὴν οὐράνια Πατρίδα. Τὸ Γένος ὑποκλίνεται στὴν μνήμη του. Οἱ Πανέλληνες τὸν θυμούμαστε. Πρέπει νὰ τὸν θυμούμαστε! Ἰδιαιτέρως σήμερα, στὶς δύσκολες μέρες ποὺ ζοῦμε καὶ ποὺ οἱ ἀρετές, τὶς ὁποῖες μᾶς ἐδίδαξε σπανίζουν τόσο τραγικά.
1. Θ. Κολοκοτρώνη, ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ, Ἀθῆναι, Κεφ. Β΄, σελ. 44
2. Ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 72
3. Ἒνθ' ἀνωτ., σελ. 31
Ὅταν ἡ μακαρίτισσα ἡ Σοφία Βέμπω τραγουδοῦσε «Γειὰ καὶ χαρά σας, Μωραΐτες ἀδελφοί, ποὺ ἂν μάνα δὲν σᾶς γέννα, οὔτ' Ἅγια Λαύρα θά ‘χαμε, οὔτε Εἰκοσιένα», λίγο σκανδαλιζόμουνα. Ἀμάν, πιά, πάλι μὲ τοὺς Μωραΐτες! Νισάφι! Μᾶς ἔπρηξαν! Οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες, δηλαδή, δὲν κάναμε τίποτα; Ὁ σκανδαλισμός μου σταμάτησε ὅταν τὸ βλέμμα μου στηλώθηκε στὴν πολυσέβαστη μορφὴ τοῦ Κολοκοτρώνη.
- Μάλιστα εἶπα. Ἂν τό ‘πε γιὰ τὸν Κολοκοτρώνη, τότε δὲν χωράει κουβέντα! Ἔτσι εἶναι! Συμφωνῶ καὶ ἐπαυξάνω!
Ποιός εἶναι, λοιπόν, αὐτὸς ὁ θρύλος, ποὺ ὁ ἐπιβλητικὸς ἀνδριάντας του πάνω στὸ περήφανο ἄλογό του ὑψώνεται μεγαλοπρεπὴς μπροστὰ στὸ κτήριο τῆς Παληᾶς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, μὲ τὸ χέρι νὰ δείχνη δρόμο πορείας στοὺς Ἕλληνες;
Ποιός εἶν' αὐτὸς ὁ ἱερὸς μύθος, ποὺ τ' ὄνομά του ἁγιάζει ἀμέτρητους δρόμους σ' ἑλληνικὲς πόλεις καὶ χωριά, ποὺ ἡ φωτογραφία του στολίζει κάθε Ἐθνικὴ γιορτὴ τῶν Πανελλήνων;
Ποιός εἶν' αὐτός, ποὺ τὰ Τουρκάκια, μέχρι τὰ βάθη τῆς Ἀνατολίας, ἀκούγανε τ' ὄνομά του καὶ πάθαιναν ἀκράτεια ἐντέρου καὶ τσίριζαν σὰν λωλὰ Κολοκοτρώνα!... Κολοκοτρώνα!... κι ἔτρεχαν νὰ κρυφτοῦν;
Γεννήθηκε στὶς 3 Ἀπριλίου 1770, Δευτέρα τοῦ Πάσχα, στὴν ρίζα ἑνὸς δένδρου, πάνω σ' ἕνα ἀπόκρημνο βουνὸ τῆς Μεσσηνίας, ὀνομαζόμενο Ραμαβούνι. Πατέρας του ἦταν ὁ ἡρωϊκὸς ἀρχηγὸς τῶν ἁρματολῶν τοῦ Μωριᾶ Κωνσταντῖνος Κολοκοτρώνης, ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν Τούρκων. Φονεύθηκε τὸ 1780 στοὺς Πύργους τῆς Καστανιᾶς, μεταξὺ Γυθείου καὶ Σπάρτης. Ἡ μητέρα του, ἡ ἡρωϊκὴ καπετάνισσα, λεγόταν Ζαμπία, τὸ γένος Κωτσάκη καὶ σώθηκε μόνη αὐτὴ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Κολοκοτρωναίων στὴν μάχη τῶν Πύργων ποὺ ἔπεσε ὁ σύζυγός της. Ντυμένη ἀντρίκια, μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι καὶ μὲ τὸν δεκάχρονο Θεόδωρο δίπλα της διέφυγε καὶ διέσωσε τὸν κατόπιν θρυλικὸ Ἀρχιστράτηγο γυιό της. Ἀνάδοχός του στὸ ἅγιο βάπτισμα ἦταν ὁ Ρῶσσος ναύαρχος Θεόδωρος Ὀρλώφ, ὁ ὁποῖος τοῦ χάρισε τὸ δικό του ὄνομα.
Μεγαλωμένος μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα βαθειᾶς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἄμετρης φιλοπατρίας, ἔκλεισε ὁ μικρὸς Θεοδωράκης ἀπὸ νωρὶς στὴν καρδιά του τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴν Ἑλλάδα, τὴν ὁποία πονοῦσε νὰ βλέπη σκλαβωμένη καὶ τὰ παιδιά της νὰ τυραννοῦνται καὶ νὰ βασανίζωνται ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Τὸ ψαλτῆρι, τὸ κτωῆχι, ὁ μηναῖος, ἄλλαι προφητεῖαι, ἦσαν τὰ βιβλία ὁποὺ ἀνέγνωσα, μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος. Αὐτὲς ἦσαν οἱ πρῶτες καὶ κύριες πηγὲς τῆς γνώσεώς του, οἱ ὁποῖες ἄρδευσαν τὴν ψυχή του μὲ τὰ νάματα τῆς εὐσεβείας.
Γυμνάστηκε σωματικὰ ἀπὸ παιδὶ πολὺ γερὰ καὶ εἶχε πόθο του νὰ συνεχίση τὸ ἔργο τοῦ πατέρα του καὶ τῆς ἡρωϊκῆς οἰκογενείας τῶν Κολοκοτρωναίων. Τὸν προίκισε καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἐξαιρετικὴ εὐφυΐα, μυαλὸ ξυράφι, τετράγωνη λογική, ἰσχυρὴ θέλησι, διορατικότητα, γερὸ ἐνθυμικό, δύναμι σωματικὴ καὶ βροντερὴ φωνὴ ἐπιβλητική, στεντόρεια, στοιχεῖα ποὺ ἀναμφιβόλως ἀναδεικνύουν τὸν Ἡγέτη.
Παραλλήλως, ἐκαλλιέργησε ἀπὸ παιδὶ στὸν ἑαυτό του κάθε ἀρετή: ἐγκράτεια, αὐτοκυριαρχία, εὐθύτητα χαρακτῆρος, ὑψηλὸ αἴσθημα τιμῆς, παροιμιώδη ἀνιδιοτέλεια καὶ ἀφιλοκέρδεια, παραδειγματικὴ ἀμνησικακία, τέτοια ποὺ μόνο σὲ Συναξάρια συναντᾷ κανείς, σεμνότητα, ἀξιοπρέπεια, μεγαλοψυχία, φιλαδελφία, ἁγνὸ πατριωτισμό. Σπανίως βρίσκει κανεὶς τόσες ἀρετὲς συγκεντρωμένες σ' ἕνα μονάχα πρόσωπο!
Δεκαπέντε χρόνων παλληκαράκι ὁ Θοδωρῆς, ἀνακηρύχθηκε ἀπὸ τὰ ἐπιζῶντα παλληκάρια τοῦ πατέρα του Καπετάνιος καὶ βγῆκε στὸ κλαρὶ στὰ βουνὰ τῆς Ἀρκαδίας. Δεκαεπτὰ χρόνων ἀναγνωρίστηκε ἁρματολὸς στὴν ἐπαρχία τοῦ Λεονταρίου. Εἴκοσι χρόνων παντρεύτηκε τὴν κόρη ἑνὸς προεστοῦ τῆς περιοχῆς, τὴν Αἰκατερίνη Καρούσου, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τρεῖς γιούς, τὸν Πᾶνο, τὸν Ἰωάννη ἢ Γενναῖο καὶ τὸν Κωνσταντῖνο ἢ Κολῖνο. Ἐπίσης δύο θυγατέρες, τὴν Γεωργίτσα, ποὺ πέθανε μικρή, καὶ τὴν Ἑλένη, τὴν ὁποία στὰ 1820 πάντρεψε μὲ τὸν Νικήτα, ἀδελφὸ τοῦ Παπαφλέσσα.
Ὅμως ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του ἦταν ἕνας: Νὰ λευτερώση τὴν Πατρίδα! Γι' αὐτὸ τὸν βλέπουμε νὰ πετιέται σὰν ἀρχάγγελος ἀπὸ βουνοκορφὴ σὲ βουνοκορφὴ κι ἀπὸ λαγκαδιὰ σὲ ρέμα, ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ κι ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία νὰ ξεσηκώνη τοὺς Ἕλληνες, νὰ τοὺς ἐνθαρρύνη, νὰ εἰρηνεύη καὶ νὰ συμφιλιώνη ὅσους τρωγόντουσαν μεταξύ τους ἀπὸ οἰκογενειακὰ μίση καὶ ἀνόητες ἐχθρότητες, καὶ νὰ ἑτοιμάζη ὅλους μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὸν μεγάλο σηκωμό. Ἀφοῦ τοὺς μιλοῦσε μὲ τὴν μεγάλη ρητορικὴ ἄνεσι ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεός, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ τοὺς ἔλεγε: Ὅσοι ἀγαπᾶτε τὴν Πατρίδα, ἐλᾶτε κοντά μου!
Πῆγε στὰ Ἑπτάνησα. Ὁρκίστηκε τὸν ὅρκο τοῦ Φιλικοῦ στὴν Ζάκυνθο. Μπῆκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἀγγλικοῦ στρατοῦ γιὰ νὰ μάθη καὶ τὴν ἐπιστήμη τοῦ πολέμου, νὰ ἑτοιμαστῆ γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο ποὺ εἶχε μπροστά του. Ἔγινε Λοχαγός, κι ἀργότερα Ταγματάρχης. Συνεργάστηκε μὲ τοὺς Ρώσους καὶ μὲ τοὺς Γάλλους. Ἤθελε νὰ τὸν βοηθήσουν νὰ πολεμήση τὸν Τοῦρκο.
Κέρκυρα, Λευκάδα, Ζάκυνθος, Ἰθάκη ἦσαν τόποι ποὺ τοὺς ἔμαθε τόσο καλά, ὅσο καὶ τὴν Πελοπόννησο. Ἑτοίμαζε τοὺς Ἑπτανησιῶτες νὰ ἔρθουν ἀρωγοὶ στὸν ξεσηκωμὸ ἐναντίον τῶν Τούρκων. Πῆγε καὶ στὰ Κύθηρα. Διηγεῖται σχετικῶς ὁ ἴδιος: Μία φορὰ ἐπῆγα εἰς τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μόνης. Αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἦταν μεγάλο καὶ ἐχαλάσθη εἰς τὴν πρώτην Τουρκιά. Ὅταν ἐπέρασα ἦτον μία μάνδρα χαλασμένη καὶ σκεπασμένη ἡ ἐκκλησιὰ μὲ κλάδους δένδρων. Τότε ἔταξα ὅτι: Παναγιά μου, βοήθησέ μας νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα μας ἀπὸ τὸν τύραννο, καὶ νὰ σὲ φκιάσω καθὼς ἤσουν πρῶτα (1803). Τὸν ἀξίωσε πράγματι καὶ ἔκαμε τὸ τάμα του: Μὲ ἐβοήθησε, καὶ εἰς τὸν δεύτερον χρόνον τῆς Ἐπαναστάσεώς μας ἐπλήρωσα τὸ τάμα μου καὶ τὴν ἔφκιασα.
Στὸ μεγάλο κυνηγητὸ ποὺ ἔκαμαν οἱ Τοῦρκοι στοὺς κλέφτες τῆς Πελοποννήσου ὅταν ἀντιλήφθηκαν ὅτι σὲ λίγο θὰ φούντωνε ὁ ξεσηκωμός, ὁ Κολοκοτρώνης ἀπήντησε περνῶντας ξανὰ στὸν Μωριᾶ, ἐπιτιθέμενος μὲ ὁρμὴ κατὰ τῶν Τούρκων, καίγοντας κι ἀφανίζοντας τὰ τουρκοχώρια, περνῶντας ἀπὸ μαχαίρι Τούρκους καὶ τουρκολάτρες. Κι ὅταν πιὰ τὰ πράγματα ἔφτασαν στὸ ἀνθρωπίνως ἀπροχώρητο γιὰ τὴν ὥρα, μπαρκάρησε, πῆγε στ' Ἅγιον Ὄρος, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν Πάπα-Βλαχάβα, τὸν Νικηταρᾶ κι ἄλλους ὀνομαστοὺς ὁπλαρχηγοὺς καὶ συγκρότησαν ἕναν πειρατικὸ στόλο, μὲ τὸν ὁποῖο καταναυμαχοῦσαν τὰ τουρκικὰ πλοῖα στὸ ἀνατολικὸ Αἰγαῖο καὶ κούρσευαν τὰ τουρκικὰ παράλια, ὥσπου νά ‘ρθη ἡ ὥρα τοῦ γενικοῦ ξεσηκωμοῦ.
Ὁ Κολοκοτρώνης δὲν εἶχε αὐταπάτες, ὅσον ἀφορᾷ τὴν βοήθεια τῶν ξένων γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσι τῆς Πατρίδος: Ὅταν εἶδα ὅτι εἰς τὰ συμβούλια τῆς Βιέννας δὲν ἔγινε κανένα καλὸ δι' ἡμᾶς... εἶπα, νὰ μὴν ἔχωμεν ἐλπίδα λυτρώσεως ἄλλη παρὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀπὸ τὸν Ὕψιστον, γράφει. Ἔτσι, κάθε του σκέψι, κάθε του σχέδιο, κάθε του προσπάθεια καὶ ἐνέργεια, τὰ ἐναπέθετε πάντοτε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ πίστευε ἀπολύτως καὶ διεκήρυσσε πὼς «Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ὑπογραφήν Του διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος. Δὲν τὴν παίρνει πίσω!»
Κατόπιν ἔμπαινε στὸν ἀγῶνα χωρὶς νὰ λογαριάζη τίποτα. Ἡ λέξις ἡρωϊσμὸς εἶναι πολὺ φτωχὴ γιὰ νὰ χαρακτηρίση τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐμάχετο.
Οἱ μεγαλύτερες στρατιωτικὲς ἐπιτυχίες καὶ νίκες τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος στὴν Πελοπόννησο φέρουν ἀνάγλυφη τὴν προσωπικὴ σφραγίδα τοῦ Κολοκοτρώνη. Τὴν σφραγίδα τῆς φρονήσεως, τῆς συνέσεως, τῆς στρατηγικῆς τέχνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς πίστεως, τῆς θυσίας καὶ τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς του: Καλαμάτα, Βαλτέτσι, Δολιανά, Τριπολιτσά, Δερβενάκια καὶ ὁ Μωριᾶς ὁλόκληρος!
Μετὰ τὴν ἀποφασιστικὴ μάχη τοῦ Βαλτετσίου, ὁ θεοσεβὴς Ἀρχιστράτηγος ἐκήρυξε νηστεία γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν καὶ δοξολογήσουν τὸν Θεό.
Διηγεῖται ὁ ἴδιος: Δώδεκα-δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον. Εἴκοσι τρεῖς ὧρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγον ὅτι: Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, καὶ νὰ δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἑωσοῦ στέκει τὸ ἔθνος, διατὶ αὐτὴ ἦταν ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος².
Τί ἔχουν νὰ ποῦν ἄραγε ἐπ' αὐτοῦ ὅσοι, δεξιὰ κι ἀριστερὰ διοργανώνουν σουβλακομάζωξες καὶ ξεφαντώματα κοιλιοδουλείας καταμεσὶς στὴν Μεγάλη Σαρακοστή, γιὰ νὰ τιμήσουν τάχα μου τὴν Ἐπανάστασι τοῦ '21; Ἂν σηκωνόταν ἀπὸ τὸν τάφο του ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ, τὸ λιγώτερο ποὺ θ’ ἄκουγαν ἀπὸ τὸ στόμα του θά ‘ταν κανένα: Ντροπῆς ὀρέ!!!... Ντροπῆς!!!
Παρὰ τὴν μεγάλη του συμβολὴ στὴν ἀπελευθέρωσι τῆς Ἑλλάδος, παρὰ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν ἀνιδιοτέλειά του, ὁ Πατέρας αὐτὸς τοῦ Γένους ἤπιε ἀπ' αὐτοὺς ποὺ λευτέρωσε πολλὰ πικρὰ ποτήρια. Στὴν διάρκεια τοῦ ἀγώνα, κάποιοι Μανιᾶτες προσπάθησαν νὰ τὸν σκοτώσουν μπαμπέσικα. Σώθηκε. Τοὺς εἶχε κατόπιν τοῦ χεριοῦ του. Κι ὅμως δὲν ἐκδικήθηκε! Ἡ ἀπάντησίς του ἦταν: Ἐὰν ὁ Θεὸς μ' ἐφύλαξε, τοὺς χαρίζω τὴν ζωήν. Ἀργότερα εἶδε τὸν γυιό του Πᾶνο, τὸν δοξασμένο ἥρωα τοῦ Ἀγῶνος νὰ πέφτη νεκρὸς ἀπὸ ἑλληνικὴ σφαῖρα.
Στὴν διάρκεια ἐμφυλίων ταραχῶν, διαρκοῦντος τοῦ Ἀγῶνος, φυλακίστηκε σ' ἕνα Μοναστῆρι στὴν Ὕδρα. Ἀργότερα, στὸν καιρὸ τῆς Ὀθωνικῆς Ἀντιβασιλείας συνελήφθη ξανά, φυλακίσθηκε, καὶ μετὰ ἀπὸ μία παρωδία δίκης, κατὰ τὴν ὁποία τὴν τιμὴ τοῦ Γένους ἔσωσαν μόνο δύο τίμιοι δικαστές, ὁ Πολυζωΐδης καὶ ὁ Τερτσέτης κηρύσσοντάς τον ἀθῶο, ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ κορυφαῖος αὐτὸς ἥρωας τῆς φυλῆς καὶ Πατέρας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐλευθερίας, καταδικάστηκε σέ... θάνατο! Ἀκούγοντας τὴν καταδικαστικὴ σὲ βάρος του ἀπόφασι, ὁ μεγάλος Κολοκοτρώνης, σηκώθηκε ἤρεμα, ἔκαμε ἀργά-ἀργὰ τὸν σταυρό του καὶ εἶπε: Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου! Τίποτε ἄλλο! Κανένα σχόλιο! Ἕτοιμος νὰ ὑποστῆ καὶ τὸν θάνατο, ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγήν, ὅπως ὁ Κύριος τὸν Ὁποῖο πίστευε καὶ λάτρευε βαθύτατα.
Εὐτυχῶς ὁ Κύριος ἐφώτισε τὸν Ὄθωνα καὶ δὲν ἐπέτρεψε νὰ συντελεσθῆ τὸ ἀνοσιούργημα, ἀλλὰ μετέτρεψε τὴν ποινὴ τοῦ σεπτοῦ ἥρωα σὲ φυλάκισι, ὥσπου, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, τοῦ τὴν χάρισε ὁλότελα καὶ τὸν ἀποκατέστησε πλήρως ἠθικὰ καὶ στρατιωτικὰ στὸν βαθμὸ τοῦ Στρατηγοῦ. Μάλιστα, τὸν διώρισε καὶ στὴν ὑψηλὴ καὶ ἐπίζηλη θέσι τοῦ Συμβούλου τῆς Ἐπικρατείας. Ἔτσι ἀπεφεύχθη ἕνα ἔγκλημα, τὸ ὁποῖο θὰ ἐστιγμάτιζε τὸ Γένος μας αἰωνίως.
Σεβαστὸς σὲ ὅλους ὁ Κολοκοτρώνης, πέρασε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του τιμώμενος ἀπὸ ὅλους καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Ὄθωνα καὶ Ἀμαλία. Τὸ ταπεινὸ σπίτι του στὴν Πλάκα ἦταν πανελλήνιο προσκύνημα. Ὅλοι οἱ ἐπίσημοι ἐπισκέπτες τοῦ νεοσυστάτου κράτους θεωροῦσαν τιμή τους νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν. Σπουδαῖοι καὶ σοφοὶ τὸν συμβουλεύονταν. Ἡ νεολαία τὸν λάτρευε. Ὅποτε περπάταγε στοὺς δρόμους τῆς Ἀθήνας, ὁ κόσμος μέριαζε, ἀποκαλύπτονταν κι ἔκανε ἐδαφιαῖες ὑποκλίσεις. «Περνᾶ ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ!», ἔλεγαν μὲ σεβασμό. Καὶ πίσω του συνήθως ἀκολουθοῦσαν τιμητικῶς νέα παλληκάρια, ποὺ ἔψαλλαν πατριωτικὰ τραγούδια.
Κάποτε ἐπισκέφθηκε τὸ Γυμνάσιο τῶν Ἀθηνῶν, τὸ ὁποῖο διηύθυνε ὁ μέγας ἐκεῖνος παιδαγωγὸς καὶ Δάσκαλος τοῦ Γένους, ὁ Γεώργιος Γεννάδιος. Μίλησε στοὺς νέους. Ἁπλά. Μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, ὅπως συνήθιζε. Τοὺς εἶπε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα σοφὰ καὶ ἁγιασμένα:
«Πρέπει νὰ φυλάξετε τὴν Πίστι σας, καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ Πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ Πατρίδος!... Πρὶν ἀπ' ὅλα νὰ φυλάξετε στὴν ψυχή σας τὴν Πίστι σας καὶ τὴν Πατρίδα σας. Ἐμεῖς, περισσότερο ἀπὸ τὰ ντουφέκια, μὲ τὴν Πίστι μας στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀγάπη μας στὴν Πατρίδα ἐλευθερώσαμε τὴν Ἑλλάδα. Μείνετε πάντα καλοὶ Χριστιανοὶ καὶ καλοὶ Ἕλληνες. Ἔτσι ὁ Θεὸς θὰ σᾶς εὐλογῆ, ἡ Ἑλλάδα θὰ σᾶς προστατεύη καὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλὰ στὴν ζωή σας...
Τὴν νύχτα τῆς 3ης πρὸς 4η Φεβρουαρίου τοῦ 1843, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ μία γιορτὴ στὰ ἀνάκτορα γιὰ τὴν ἐπέτειο τῆς ἀφίξεως τοῦ Ὄθωνος στὴν Ἑλλάδα, ὁ θρυλικὸς Γέρος τοῦ Μωριᾶ, ὁ Δάσκαλος τῆς πίστεως, τῆς ἀρετῆς, τοῦ ἤθους, τῆς ἀνδρείας καὶ τῆς λευτεριᾶς, προσβλήθηκε ἀπὸ ἀποπληξία κι ἀνεχώρησε γιὰ τὴν οὐράνια Πατρίδα. Τὸ Γένος ὑποκλίνεται στὴν μνήμη του. Οἱ Πανέλληνες τὸν θυμούμαστε. Πρέπει νὰ τὸν θυμούμαστε! Ἰδιαιτέρως σήμερα, στὶς δύσκολες μέρες ποὺ ζοῦμε καὶ ποὺ οἱ ἀρετές, τὶς ὁποῖες μᾶς ἐδίδαξε σπανίζουν τόσο τραγικά.
1. Θ. Κολοκοτρώνη, ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ, Ἀθῆναι, Κεφ. Β΄, σελ. 44
2. Ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 72
3. Ἒνθ' ἀνωτ., σελ. 31
Πηγή: Περιοδικὸ «Πειραϊκὴ Ἐκκλησία» (Μάρτιος 2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου