τοῦ Δημητρίου Νατσιοῦ
Πρέπει νὰ ἦταν σὲ ἀπόγνωσι, σὲ μεγάλη ἀπελπισία ὁ κυρίαρχος, γιὰ μία Κυριακή, λαὸς γιὰ νὰ συντρίψη κυριολεκτικῶς τὴν Νέα Δημοκρατία. Δὲν πρόκειται γιὰ ψῆφο διαμαρτυρίας καὶ ἀπορρίψεως ἑνὸς κόμματος. Οὔτε ὁ πομπωδῶς ὑπερτιμημένος ἀρχηγὸς καὶ «οἱ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσόντες» συνεργάτες του, οἱ λιμασμένοι γιὰ χρῆμα καὶ δόξα τιποτολόγοι καὶ τιποτοπράτες, εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν ἀτίμωσι. Ὄχι. Ἀλλοῦ πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν οἱ αἰτίες.
Πρέπει νὰ γυρίσουμε πίσω, στὴν ἀφετηρία τῆς θητείας, στὸ 2004. Τί προηγήθηκε, τί ἐπαγγέλθηκε καὶ τί τελικὰ ἔπραξε ἡ νῦν ψυχορραγοῦσα Δεξιά. Τὰ σκάνδαλα, ἡ ἄσεμνη καὶ ἀταπείνωτη διαφθορὰ ποὺ ἐπέδειξαν κάποιοι ἀνίκανοι, δὲν δικαιολογοῦν τέτοιο μένος ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ. Τὸ σκάνδαλο τοῦ χρηματιστηρίου, τὸ ὁποῖο ἀφάνισε τὸν λαό, ἦταν κατὰ πολὺ σοβαρώτερο ἀπὸ αὐτὰ τῆς Ν.Δ. Στὴν ἐξωτερικὴ πολιτική, κατὰ γενικὴ ὁμολογία, ἡ κυβέρνησις Καραμανλῆ, στάθηκε στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ δὲν βαρύνεται μὲ ἐξευτελισμοὺς τύπου Ἰμίων, Ὀτσαλὰν ἢ καὶ ἀκόμη τὴν ἀναξιοπρεπῆ ὀπισθοχώρησι γιὰ τὴν ἐγκατάστασι τῶν πυραύλων S-300.
Χειροκροτήθηκε μάλιστα γιὰ τὴν σθεναρὰ στάσι της ἔναντι τῶν Ἀμερικανῶν στὸ Βουκουρέστι. Ἴσως ὅμως δὲν ἀντελήφθησαν κάποιοι, πὼς οἱ ὅποιες ἐπιτυχίες ἀκυρώνονταν ἀπὸ τὴν παρουσία στὸ ΥΠ.ΕΞ. τῆς κ. Μητσοτάκη. Οἱ κατόπιν συντριβῆς καημενολογίες της κανέναν δὲν πείθουν. Θὰ ἡσυχάσουν τὰ σπλάχνα της, ὅταν λάβη τὴν ἀρχηγία, ὁπότε καὶ σίγουρη ἡ πρωθυπουργία. Βεβαίως, γιὰ νὰ μνημονεύσουμε μία γνωστὴ φρᾶσι τοῦ Σαίξπηρ, αὐτὴ δὲν θὰ ἦταν λύκος, ἂν δὲν ἦσαν οἱ ἄλλοι ἀρνιά.
Ποῦ ὀφείλεται λοιπόν, γιὰ νὰ ἐπανέλθω στὴν προλογικὴ σκέψι, ἡ συντριβή; Γιατί ὁ λαὸς ἐξετέλεσε αὐτὸ τὸ κόμμα; Γιατί νεκραναστήθηκε τὸ ΠΑΣΟΚ, τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν τιμωρήθηκε ἔτσι, ἀκόμη καὶ σὲ περιόδους ἐσχάτης παραλυσίας;
Τὸ 2004 ἡ Ν.Δ. ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία, μετὰ ἀπὸ μία εἰκοσαετῆ διακυβέρνησι τοῦ ΠΑΣΟΚ. Ἀπὸ τὸ 1981 ἕως τὸ 2004, ἐκτός της θλιβερῆς τριετίας τοῦ Μητσοτάκη, μία ὁλόκληρη γενιὰ Ἑλλήνων διαποτίστηκε, ἀνδρώθηκε, «μορφώθηκε» ἀπὸ μία συγκεκριμένη ἰδεολογία, ποὺ ἡ λαϊκὴ θυμοσοφία συνόψισε εὐθύβολα στὸ ἀπόφθεγμα: «τὰ λίγα βγαίνουν μὲ κόπο καὶ τὰ πολλὰ βγαίνουν μὲ κόλπο». Μία ὁλόκληρη γενιὰ πολιτικῶν –καὶ τῆς Δεξιᾶς– ἀνατράφηκε ἐν μέσῳ κλίματος ἐκμαυλισμοῦ καὶ ἐκφαυλισμοῦ τῶν συνειδήσεων, ἑνὸς ἀγοραίου λαϊκισμοῦ ποὺ καλλιέργησε τὰ ἐλαττώματα τοῦ λαοῦ καὶ ὄχι τὶς ἀρετές του, τὴν διαφθορὰ διὰ τοῦ λεγομένου «πολιτικοῦ χρήματος», τὶς ραγδαῖες ἀναρριχήσεις ἀναξιοκρατικῷ δικαιώματι καὶ κομματικῇ προωθήσει, μὲ ἕναν λόγο, τὸν σαλταδορισμό, «ὅπου ὁ ὑστερῶν σὲ κακοποιὸ εὑρεσιτεχνία ἔνοιωθε ὅτι κοροϊδοπιάνεται καὶ αὐτοαδικεῖται». (Καλιόρης). Ἴνδαλμα αὐτῶν τῶν πολιτικῶν ἦταν ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου, δημεγέρτης χαρισματικός, ἱκανὸς νὰ συνεγείρη μᾶζες, στόφα ἡγετική, ἀλλά, ταυτοχρόνως, ἕρμαιο τῶν ἐπιθυμιῶν του καὶ λεία ἐκείνων ποὺ τὶς ἱκανοποιοῦσαν.
Ἕνας Α. Παπανδρέου ποὺ περιεβάλλετο ἀπὸ ἀλαζόνες κομματικοὺς ἀξιωματούχους, οἱ ὁποῖοι ἐνέδωσαν γρήγορα στὴν «κρυφὴ γοητεία τῆς μπουρζουαζίας» καὶ στὴν πασίδηλη σαγήνη τοῦ χρήματος καὶ μεταλλάχθηκαν –κυρίως ἐπὶ Σημίτη– σὲ πάμπλουτους γλεντοκόπους. (Θυμᾶμαι πὼς μεταξὺ σοβαροῦ καὶ ἀστείου λεγόταν, περὶ τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ‘90, ὅτι πολλὰ προβεβλημένα στελέχη τῆς Ν.Δ. «βλαστημοῦσαν» τὴν ὥρα καὶ τὴν στιγμὴ ποὺ βρέθηκαν σὲ λάθος κόμμα).
Ἀπὸ τὸ 1981 ὡς τὸ 2004 ἡ γενιὰ τῶν Νεοδημοκρατῶν ποὺ βρέθηκε στὴν κυβέρνησι Καραμανλῆ, μπολιάστηκε μὲ τὸ συγκεκριμένο ἦθος, τὸ μιμήθηκε, γιατί νόμιζε πὼς ἔτσι θὰ ἐξασφάλιζε πολυχρόνια διαμονὴ στὴν ἐξουσία. Τὸ ἀντίγραφο ὅμως ποτὲ δὲν ἐξισοῦται μὲ τὸ πρωτότυπο. Καταντᾷ κακέκτυπο καὶ γελοιοποιεῖται.
Τὸ 2004 ὁ λαὸς ἐψήφισε τὴν Ν.Δ. μ’ ἕνα συγκεκριμένο αἴτημα: Νὰ ἐπανέλθουν οἱ ἀξίες, οἱ ποδοπατημένες ἀξίες του, στὴν δημόσια ζωή. Εἶχε σιχαθῆ ὁ κόσμος τὴν βορβορώδη εὐτέλεια τῶν κομματικῶν ἀρλεκίνων, τὴν αἴσθησι πὼς ὅλα ἐπιτρέπονται ἄνευ ὁρίων καὶ χαλινοῦ. Μπουκωμένος καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ πρόοδο, ἐπιζητοῦσε μία ἀναδίπλωσι, νὰ σταματήση τὸ λαχάνιασμα τοῦ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμοῦ, νὰ ἀναδειχθοῦν ἡ παράδοσίς του, ὁ πατριωτισμός, τὰ προτερήματα, τὸ φιλότιμο, ἡ ἀξιοπρέπειά του. Ἄκουγε γιὰ «ἰσχυρὴ Ἑλλάδα» καὶ ἔβλεπε ἕναν παρία «μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα ψωμοζητῶν» (Κάλβος «αἱ εὐχαί»), ἐπιδοτήσεις καὶ «προγράμματα στηρίξεως». Ἐπροίκισε ὁ λαὸς τὸ 2004 τὴν τότε κυβέρνησι μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη του, ἤλπιζε σὲ μία πραγματικὰ ὑπερήφανη ἐξωτερικὴ πολιτική, γιατί αὐτὸ τοῦ ὑπαγόρευε ἡ ἐθνική του ἱστορία. Ἤθελε ἀκόμη καὶ μία ριζικὴ ἀνατροπὴ τοῦ ἀνεπρόκοπου ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος. Νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν ἀσημαντοκρατία, τὴν συνδικαλιστικὴ γάγγραινα, τὸ αἶσχος τῶν καταλήψεων, τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀσύλου.
Ἔγραφε πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὁ Γ. Θεοτοκᾶς σὲ κείμενό του μὲ τίτλο «ἡ ἐθνικὴ κρίσις»: «Δὲν γυρεύει ἐξωφρενικὰ πράγματα αὐτὸς ὁ λαός, ἔτσι ἁπλὸς καὶ λιτοδίαιτος καθὼς συνηθίσαμε νὰ λέμε πὼς εἶναι». (Αὐτὸ σήμερα ἄλλαξε. Φρόντισαν νὰ παραδειγματίσουν τὸν λαὸ οἱ κρατοῦντες καὶ οἱ τσιφτετέλληνες τῆς τηλοψίας). «Θέλει ἐργασία καὶ μία ζωὴ ἀνθρώπινη, σχολεῖα γιὰ τὰ παιδιά του καὶ κάποια κοινωνικὴ πρόνοια. Καὶ κάτι ἀκόμη: Θέλει νὰ τὸν σέβωνται. Νὰ μὴ ἔχη τὸ αἴσθημα πὼς τὸν περιφρονοῦν, πὼς δὲν τὸν λογαριάζουν γιὰ τίποτα. Τοῦτο εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ βάζη στὸν νοῦ του ὅποιος καταγίνεται μαζί του».
Τοῦτο τὸ πρῶτο τοῦ λογοτέχνη, τὸν σεβασμὸ καὶ τὸ λογάριασμα τῆς γνώμης τοῦ λαοῦ, ἡ Ν.Δ. δὲν τὸ ἐτήρησε. Δὲν κατάλαβε οὔτε τί κράτος παρέλαβε οὔτε ἀπὸ ποιούς, γιατί καὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν κακέκτυπα τῶν πρώην. «Ἄλλαξαν οἱ βιολιτζῆδες, ὁ χαβᾶς ἔμεινε ὁ ἴδιος». Τί νὰ πρωτοθυμηθῆ κανείς; Τοὺς ὑπερφίαλους κλεφτοκατσικάδες, ποὺ ταύτιζαν νομιμότητα καὶ ἠθικότητα; Τὰ κομματικὰ ἀπολειφάδια, ὑμνητὲς τῆς νεοταξικῆς δυσῳδίας, ποὺ ἀποτόλμησαν νὰ προσβάλουν τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες αὐτοῦ του λαοῦ μέσῳ τοῦ ἐλεεινοῦ βιβλίου ἱστορίας; Τοὺς δημοσιογραφίσκους τῶν βοθροκαναλιῶν, ποὺ ἀνήγειραν βίλες, πουλῶντας, ὡς ἀντιπαροχή, κουλτουριάρικη σοβαροφάνεια; Τὰ συμπλεγματικὰ ξαδερφάκια, χαζοχαρούμενους καλοπερασάκηδες, χωρὶς ψῆγμα ἱκανοτήτων; Τοὺς ἀποτυχημένους οἰκονομολόγους ποῦ ἀποστράγγισαν τὸν λαό;
Ἡ Ν.Δ. εἶχε σαφέστατη ἐντολὴ νὰ θεραπεύση τὰ χρόνια ἀποστήματα, ποὺ βύθισαν τὸ κράτος μας σὲ ἀνυποληψία. Δὲν κατάλαβε, ξεπερνοῦσε ἡ ἐντολὴ τὶς δυνατότητές της. Γι’ αὐτὸ κατακρημνίστηκε. Ἡ πολιτικὴ τέχνη ἑδράζεται στὸ παράδειγμα, εἶναι ἕνα εἶδος διδασκαλίας. «Οὐ γὰρ ὁ λόγος τοσοῦτον ὅσον ὁ βίος εἰς τὴν ἀρετὴν ἄγει». Ἔκλυτος βίος καὶ παχειὰ λόγια, φθείρουν καὶ διαφθείρουν. Ἂν ἑρμηνεύω σωστὰ τὴν γνώμη τῶν νεοδημοκρατῶν ψηφοφόρων ἡ πρόσφατη «νωπὴ ἐντολὴ» εἶναι νὰ συσταθῆ ἕνα πατριωτικὸ κίνημα, τὸ ὁποῖο θὰ ἀντιμετωπίση τὴν ἐπελαύνουσα Νέα Τάξι, ποὺ ἤδη ἐπεκάθησε στὸ σβέρκο μας. Ἡ κ. Μητσοτάκη, γιὰ νὰ σκοτώνη τὸν χρόνο της, ἂς ἀναλάβη τὸ νεοδημοκρατικὸ ναυάγιο.
Ἀναζητεῖται ἡγέτης μὲ ἰθαγένεια τόπου καὶ ἱστορίας. Ὅσο γιὰ τὸν νέο πρωθυπουργό, μία μόνο παρατήρησι. Ἀκούγοντας τὰ ἐγκώμια τῶν τουρκοαγγλοαμερικανῶν σκέφθηκα τὸ ἀρχαῖο ρητό: «ἐπαινούμενος γὰρ ὑπὸ τῶν ἐναντίων, ἀγωνιῶ μή τι κακὸν εἴργασμαι».
Καὶ ὁ νοῶν νοείτω…
Πρέπει νὰ ἦταν σὲ ἀπόγνωσι, σὲ μεγάλη ἀπελπισία ὁ κυρίαρχος, γιὰ μία Κυριακή, λαὸς γιὰ νὰ συντρίψη κυριολεκτικῶς τὴν Νέα Δημοκρατία. Δὲν πρόκειται γιὰ ψῆφο διαμαρτυρίας καὶ ἀπορρίψεως ἑνὸς κόμματος. Οὔτε ὁ πομπωδῶς ὑπερτιμημένος ἀρχηγὸς καὶ «οἱ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσόντες» συνεργάτες του, οἱ λιμασμένοι γιὰ χρῆμα καὶ δόξα τιποτολόγοι καὶ τιποτοπράτες, εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν ἀτίμωσι. Ὄχι. Ἀλλοῦ πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν οἱ αἰτίες.
Πρέπει νὰ γυρίσουμε πίσω, στὴν ἀφετηρία τῆς θητείας, στὸ 2004. Τί προηγήθηκε, τί ἐπαγγέλθηκε καὶ τί τελικὰ ἔπραξε ἡ νῦν ψυχορραγοῦσα Δεξιά. Τὰ σκάνδαλα, ἡ ἄσεμνη καὶ ἀταπείνωτη διαφθορὰ ποὺ ἐπέδειξαν κάποιοι ἀνίκανοι, δὲν δικαιολογοῦν τέτοιο μένος ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ. Τὸ σκάνδαλο τοῦ χρηματιστηρίου, τὸ ὁποῖο ἀφάνισε τὸν λαό, ἦταν κατὰ πολὺ σοβαρώτερο ἀπὸ αὐτὰ τῆς Ν.Δ. Στὴν ἐξωτερικὴ πολιτική, κατὰ γενικὴ ὁμολογία, ἡ κυβέρνησις Καραμανλῆ, στάθηκε στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ δὲν βαρύνεται μὲ ἐξευτελισμοὺς τύπου Ἰμίων, Ὀτσαλὰν ἢ καὶ ἀκόμη τὴν ἀναξιοπρεπῆ ὀπισθοχώρησι γιὰ τὴν ἐγκατάστασι τῶν πυραύλων S-300.
Χειροκροτήθηκε μάλιστα γιὰ τὴν σθεναρὰ στάσι της ἔναντι τῶν Ἀμερικανῶν στὸ Βουκουρέστι. Ἴσως ὅμως δὲν ἀντελήφθησαν κάποιοι, πὼς οἱ ὅποιες ἐπιτυχίες ἀκυρώνονταν ἀπὸ τὴν παρουσία στὸ ΥΠ.ΕΞ. τῆς κ. Μητσοτάκη. Οἱ κατόπιν συντριβῆς καημενολογίες της κανέναν δὲν πείθουν. Θὰ ἡσυχάσουν τὰ σπλάχνα της, ὅταν λάβη τὴν ἀρχηγία, ὁπότε καὶ σίγουρη ἡ πρωθυπουργία. Βεβαίως, γιὰ νὰ μνημονεύσουμε μία γνωστὴ φρᾶσι τοῦ Σαίξπηρ, αὐτὴ δὲν θὰ ἦταν λύκος, ἂν δὲν ἦσαν οἱ ἄλλοι ἀρνιά.
Ποῦ ὀφείλεται λοιπόν, γιὰ νὰ ἐπανέλθω στὴν προλογικὴ σκέψι, ἡ συντριβή; Γιατί ὁ λαὸς ἐξετέλεσε αὐτὸ τὸ κόμμα; Γιατί νεκραναστήθηκε τὸ ΠΑΣΟΚ, τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν τιμωρήθηκε ἔτσι, ἀκόμη καὶ σὲ περιόδους ἐσχάτης παραλυσίας;
Τὸ 2004 ἡ Ν.Δ. ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία, μετὰ ἀπὸ μία εἰκοσαετῆ διακυβέρνησι τοῦ ΠΑΣΟΚ. Ἀπὸ τὸ 1981 ἕως τὸ 2004, ἐκτός της θλιβερῆς τριετίας τοῦ Μητσοτάκη, μία ὁλόκληρη γενιὰ Ἑλλήνων διαποτίστηκε, ἀνδρώθηκε, «μορφώθηκε» ἀπὸ μία συγκεκριμένη ἰδεολογία, ποὺ ἡ λαϊκὴ θυμοσοφία συνόψισε εὐθύβολα στὸ ἀπόφθεγμα: «τὰ λίγα βγαίνουν μὲ κόπο καὶ τὰ πολλὰ βγαίνουν μὲ κόλπο». Μία ὁλόκληρη γενιὰ πολιτικῶν –καὶ τῆς Δεξιᾶς– ἀνατράφηκε ἐν μέσῳ κλίματος ἐκμαυλισμοῦ καὶ ἐκφαυλισμοῦ τῶν συνειδήσεων, ἑνὸς ἀγοραίου λαϊκισμοῦ ποὺ καλλιέργησε τὰ ἐλαττώματα τοῦ λαοῦ καὶ ὄχι τὶς ἀρετές του, τὴν διαφθορὰ διὰ τοῦ λεγομένου «πολιτικοῦ χρήματος», τὶς ραγδαῖες ἀναρριχήσεις ἀναξιοκρατικῷ δικαιώματι καὶ κομματικῇ προωθήσει, μὲ ἕναν λόγο, τὸν σαλταδορισμό, «ὅπου ὁ ὑστερῶν σὲ κακοποιὸ εὑρεσιτεχνία ἔνοιωθε ὅτι κοροϊδοπιάνεται καὶ αὐτοαδικεῖται». (Καλιόρης). Ἴνδαλμα αὐτῶν τῶν πολιτικῶν ἦταν ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου, δημεγέρτης χαρισματικός, ἱκανὸς νὰ συνεγείρη μᾶζες, στόφα ἡγετική, ἀλλά, ταυτοχρόνως, ἕρμαιο τῶν ἐπιθυμιῶν του καὶ λεία ἐκείνων ποὺ τὶς ἱκανοποιοῦσαν.
Ἕνας Α. Παπανδρέου ποὺ περιεβάλλετο ἀπὸ ἀλαζόνες κομματικοὺς ἀξιωματούχους, οἱ ὁποῖοι ἐνέδωσαν γρήγορα στὴν «κρυφὴ γοητεία τῆς μπουρζουαζίας» καὶ στὴν πασίδηλη σαγήνη τοῦ χρήματος καὶ μεταλλάχθηκαν –κυρίως ἐπὶ Σημίτη– σὲ πάμπλουτους γλεντοκόπους. (Θυμᾶμαι πὼς μεταξὺ σοβαροῦ καὶ ἀστείου λεγόταν, περὶ τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ‘90, ὅτι πολλὰ προβεβλημένα στελέχη τῆς Ν.Δ. «βλαστημοῦσαν» τὴν ὥρα καὶ τὴν στιγμὴ ποὺ βρέθηκαν σὲ λάθος κόμμα).
Ἀπὸ τὸ 1981 ὡς τὸ 2004 ἡ γενιὰ τῶν Νεοδημοκρατῶν ποὺ βρέθηκε στὴν κυβέρνησι Καραμανλῆ, μπολιάστηκε μὲ τὸ συγκεκριμένο ἦθος, τὸ μιμήθηκε, γιατί νόμιζε πὼς ἔτσι θὰ ἐξασφάλιζε πολυχρόνια διαμονὴ στὴν ἐξουσία. Τὸ ἀντίγραφο ὅμως ποτὲ δὲν ἐξισοῦται μὲ τὸ πρωτότυπο. Καταντᾷ κακέκτυπο καὶ γελοιοποιεῖται.
Τὸ 2004 ὁ λαὸς ἐψήφισε τὴν Ν.Δ. μ’ ἕνα συγκεκριμένο αἴτημα: Νὰ ἐπανέλθουν οἱ ἀξίες, οἱ ποδοπατημένες ἀξίες του, στὴν δημόσια ζωή. Εἶχε σιχαθῆ ὁ κόσμος τὴν βορβορώδη εὐτέλεια τῶν κομματικῶν ἀρλεκίνων, τὴν αἴσθησι πὼς ὅλα ἐπιτρέπονται ἄνευ ὁρίων καὶ χαλινοῦ. Μπουκωμένος καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ πρόοδο, ἐπιζητοῦσε μία ἀναδίπλωσι, νὰ σταματήση τὸ λαχάνιασμα τοῦ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμοῦ, νὰ ἀναδειχθοῦν ἡ παράδοσίς του, ὁ πατριωτισμός, τὰ προτερήματα, τὸ φιλότιμο, ἡ ἀξιοπρέπειά του. Ἄκουγε γιὰ «ἰσχυρὴ Ἑλλάδα» καὶ ἔβλεπε ἕναν παρία «μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα ψωμοζητῶν» (Κάλβος «αἱ εὐχαί»), ἐπιδοτήσεις καὶ «προγράμματα στηρίξεως». Ἐπροίκισε ὁ λαὸς τὸ 2004 τὴν τότε κυβέρνησι μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη του, ἤλπιζε σὲ μία πραγματικὰ ὑπερήφανη ἐξωτερικὴ πολιτική, γιατί αὐτὸ τοῦ ὑπαγόρευε ἡ ἐθνική του ἱστορία. Ἤθελε ἀκόμη καὶ μία ριζικὴ ἀνατροπὴ τοῦ ἀνεπρόκοπου ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος. Νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν ἀσημαντοκρατία, τὴν συνδικαλιστικὴ γάγγραινα, τὸ αἶσχος τῶν καταλήψεων, τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀσύλου.
Ἔγραφε πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὁ Γ. Θεοτοκᾶς σὲ κείμενό του μὲ τίτλο «ἡ ἐθνικὴ κρίσις»: «Δὲν γυρεύει ἐξωφρενικὰ πράγματα αὐτὸς ὁ λαός, ἔτσι ἁπλὸς καὶ λιτοδίαιτος καθὼς συνηθίσαμε νὰ λέμε πὼς εἶναι». (Αὐτὸ σήμερα ἄλλαξε. Φρόντισαν νὰ παραδειγματίσουν τὸν λαὸ οἱ κρατοῦντες καὶ οἱ τσιφτετέλληνες τῆς τηλοψίας). «Θέλει ἐργασία καὶ μία ζωὴ ἀνθρώπινη, σχολεῖα γιὰ τὰ παιδιά του καὶ κάποια κοινωνικὴ πρόνοια. Καὶ κάτι ἀκόμη: Θέλει νὰ τὸν σέβωνται. Νὰ μὴ ἔχη τὸ αἴσθημα πὼς τὸν περιφρονοῦν, πὼς δὲν τὸν λογαριάζουν γιὰ τίποτα. Τοῦτο εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ βάζη στὸν νοῦ του ὅποιος καταγίνεται μαζί του».
Τοῦτο τὸ πρῶτο τοῦ λογοτέχνη, τὸν σεβασμὸ καὶ τὸ λογάριασμα τῆς γνώμης τοῦ λαοῦ, ἡ Ν.Δ. δὲν τὸ ἐτήρησε. Δὲν κατάλαβε οὔτε τί κράτος παρέλαβε οὔτε ἀπὸ ποιούς, γιατί καὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν κακέκτυπα τῶν πρώην. «Ἄλλαξαν οἱ βιολιτζῆδες, ὁ χαβᾶς ἔμεινε ὁ ἴδιος». Τί νὰ πρωτοθυμηθῆ κανείς; Τοὺς ὑπερφίαλους κλεφτοκατσικάδες, ποὺ ταύτιζαν νομιμότητα καὶ ἠθικότητα; Τὰ κομματικὰ ἀπολειφάδια, ὑμνητὲς τῆς νεοταξικῆς δυσῳδίας, ποὺ ἀποτόλμησαν νὰ προσβάλουν τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες αὐτοῦ του λαοῦ μέσῳ τοῦ ἐλεεινοῦ βιβλίου ἱστορίας; Τοὺς δημοσιογραφίσκους τῶν βοθροκαναλιῶν, ποὺ ἀνήγειραν βίλες, πουλῶντας, ὡς ἀντιπαροχή, κουλτουριάρικη σοβαροφάνεια; Τὰ συμπλεγματικὰ ξαδερφάκια, χαζοχαρούμενους καλοπερασάκηδες, χωρὶς ψῆγμα ἱκανοτήτων; Τοὺς ἀποτυχημένους οἰκονομολόγους ποῦ ἀποστράγγισαν τὸν λαό;
Ἡ Ν.Δ. εἶχε σαφέστατη ἐντολὴ νὰ θεραπεύση τὰ χρόνια ἀποστήματα, ποὺ βύθισαν τὸ κράτος μας σὲ ἀνυποληψία. Δὲν κατάλαβε, ξεπερνοῦσε ἡ ἐντολὴ τὶς δυνατότητές της. Γι’ αὐτὸ κατακρημνίστηκε. Ἡ πολιτικὴ τέχνη ἑδράζεται στὸ παράδειγμα, εἶναι ἕνα εἶδος διδασκαλίας. «Οὐ γὰρ ὁ λόγος τοσοῦτον ὅσον ὁ βίος εἰς τὴν ἀρετὴν ἄγει». Ἔκλυτος βίος καὶ παχειὰ λόγια, φθείρουν καὶ διαφθείρουν. Ἂν ἑρμηνεύω σωστὰ τὴν γνώμη τῶν νεοδημοκρατῶν ψηφοφόρων ἡ πρόσφατη «νωπὴ ἐντολὴ» εἶναι νὰ συσταθῆ ἕνα πατριωτικὸ κίνημα, τὸ ὁποῖο θὰ ἀντιμετωπίση τὴν ἐπελαύνουσα Νέα Τάξι, ποὺ ἤδη ἐπεκάθησε στὸ σβέρκο μας. Ἡ κ. Μητσοτάκη, γιὰ νὰ σκοτώνη τὸν χρόνο της, ἂς ἀναλάβη τὸ νεοδημοκρατικὸ ναυάγιο.
Ἀναζητεῖται ἡγέτης μὲ ἰθαγένεια τόπου καὶ ἱστορίας. Ὅσο γιὰ τὸν νέο πρωθυπουργό, μία μόνο παρατήρησι. Ἀκούγοντας τὰ ἐγκώμια τῶν τουρκοαγγλοαμερικανῶν σκέφθηκα τὸ ἀρχαῖο ρητό: «ἐπαινούμενος γὰρ ὑπὸ τῶν ἐναντίων, ἀγωνιῶ μή τι κακὸν εἴργασμαι».
Καὶ ὁ νοῶν νοείτω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου