Κατά συνέπειαν οἱ βασικές θέσεις τῆς Ὁμολογίας μας εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Φυλάττουμε ἀμετακίνητα καί ἀπαραχάρακτα ὅσα οἱ Σύνοδοι καί οἱ Πατέρες ἐθέσπισαν. Ἀποδεχόμαστε ὅσα ἐκεῖνοι ἀποδέχονται καί καταδικάζουμε ὅσα καταδικάζουν, ἀποφεύγουμε δέ τήν ἐπικοινωνία μέ ὅσους καινοτομοῦν εἰς τά τῆς πίστεως. Ἐμεῖς οὔτε προσθέτουμε, οὔτε ἀφαιροῦμε κάποια διδασκαλία, οὔτε τήν μεταβάλλουμε. Ἤδη ὁ θεοφόρος Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας στήν Ἐπιστολή του στόν Ἅγιο Πολύκαρπο Σμύρνης γράφει: «Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα, κἂν ἀξιόπιστος ᾖ, κἂν νηστεύῃ, κἂν παρθενεύῃ, κἂν σημεῖα ποιῇ, κἂν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Εἴ τις εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ᾽ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα», παρατηρεῖ ὅτι ὁ Ἀπόστολος «οὐκ εἶπε ἐὰν ἐναντία καταγγέλλωσιν ἢ τὸ πᾶν ἀνατρέπωσιν, ἀλλὰ κἂν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ᾽ ὃ παρελάβετε, κἂν τὸ τυχὸν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν».
8 Ἡ Ζ’ Οἰκουμενική σύνοδος ἀνακοινώνοντας τίς ἀποφάσεις της ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων πρός τούς κληρικούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως γράφει: «Τῇ παραδόσει τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐξηκολουθήσαμεν καὶ οὔτε ὕφεσιν οὔτε πλεονασμὸν ἐποιησάμεθα, ἀλλ᾽ ἀποστολικῶς διδαχθέντες, κρατοῦμεν τὰς παραδόσεις ἃς παρελάβομεν, πάντα ἀποδεχόμενοι καὶ ἀσπαζόμενοι ὅσαπερ ἡ Ἁγία Καθολικὴ Ἐκκλησία ἀρχῆθεν τῶν χρόνων ἀγράφως καὶ ἐγγράφως παρέλαβεν... Ἡ γὰρ ἀληθινὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ εὐθυτάτη κρίσις καινουργεῖσθαι ἐν αὐτῇ συγχωρεῖ οὐδέν, οὔτε ἀφαίρεσιν ποιεῖσθαι. Ἡμεῖς τοιγαροῦν πατρῴοις νόμοις ἑπόμενοι, παρὰ τοῦ ἑνὸς Πνεύματος λαβόντες χάριν, ἀκαινοτομήτως καὶ ἀμειώτως πάντα τὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐφυλάξαμεν»
9.
Μετά τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Συνόδων ἀπορρίπτουμε καί ἀναθεματίζουμε ὅλες τίς αἱρέσεις πού παρουσιάσθηκαν κατά τήν ἱστορική διαδρομή τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τίς παλαιές αἱρέσεις πού ἐπιβιώνουν μέχρι σήμερα καταδικάζουμε τόν Μονοφυσιτισμό, τόν ἀκραῖο τοῦ Εὐτυχοῦς καί τόν μετριοπαθῆ τοῦ Σεβήρου καί Διοσκόρου, σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Δ’ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τήν χριστολογική διδασκαλία μεγάλων Ἁγίων Πατέρων καί Διδασκάλων, ὅπως τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, τοῦ Μεγάλου Φωτίου καί τῶν ὕμνων τῆς λατρείας.
2. Διακηρύσσουμε ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι μήτρα αἱρέσεων καί πλανῶν· ἡ διδασκαλία τοῦ Filioque, τῆς ἐκπορεύσεως δηλαδή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, εἶναι ἀντίθετη πρός ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐδίδαξε περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σύνολος ὁ χορός τῶν Πατέρων καί σέ συνόδους καί ξεχωριστά θεωροῦν τόν Παπισμό αἵρεση, διότι ἐκτός τοῦ Filioque παρήγαγε πλῆθος ἄλλων πλανῶν, ὅπως τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο τοῦ πάπα, τά ἄζυμα, τό καθαρτήριο πῦρ, τήν ἄσπιλο σύλληψη τῆς Θεοτόκου, τήν κτιστή Χάρη, τήν ἐξαγορά τῶν ἀφέσεων (indulgentiae)· ἄλλαξε ὅλη σχεδόν τήν διδασκαλία καί πράξη γιά τό Βάπτισμα, τό Χρῖσμα, τή Θεία Εὐχαριστία καί τά ἄλλα μυστήρια καί μετέτρεψε τήν Ἐκκλησία σέ κοσμικό κράτος.
Ὁ σημερινός Παπισμός παρεξέκλινε πολύ περισσότερο τοῦ μεσαιωνικοῦ Παπισμοῦ ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε δέν ἀποτελεῖ πλέον συνέχεια τῆς ἀρχαίας Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Εἰσήγαγε πλῆθος νέων ὑπερβολῶν στήν «Μαριολογία», ὅπως τήν διδασκαλία περί τῆς Θεοτόκου ὡς «συλλυτρώτριας» (corredemptrix) τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἐνίσχυσε τήν «Χαρισματική Κίνηση» πεντηκοστιανικῶν ὁμάδων, δῆθεν πνευματοκεντρικῶν. Υἱοθέτησε ἀνατολικές πνευματικές μεθόδους προσευχῆς καί διαλογισμοῦ. Εἰσήγαγε νέες καινοτομίες στή Θεία Λατρεία, ὅπως τούς χορούς καί τά μουσικά ὄργανα. Ἐσυντόμευσε καί οὐσιαστικά κατέστρεψε τήν Θεία Λειτουργία. Στόν χῶρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔθεσε τίς βάσεις γιά τήν Πανθρησκεία μέ τήν Β’ Βατικάνειο Σύνοδο, ἀναγνωρίζοντας τήν «πνευματική ζωή» τῶν ἀλλοθρήσκων. Ὁ δογματικός μινιμαλισμός ὡδήγησε καί σέ μείωση τῶν ἠθικῶν ἀπαιτήσεων λόγῳ τοῦ δεσμοῦ δόγματος καί ἤθους, μέ συνέπεια τίς ἠθικές πτώσεις κορυφαίων κληρικῶν καί τήν αὔξηση μεταξύ τῶν κληρικῶν τῶν ἠθικῶν ἐκτροπῶν τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί τῆς παιδοφιλίας
10. Ἐξακολουθώντας νά στηρίζει τήν «Οὐνία», αὐτήν τήν καρικατούρα τῆς Ὀρθοδοξίας, μέ τήν ὁποία ὡς δούρειο ἵππο ἐξαπατᾶ καί προσηλυτίζει πιστούς, τορπιλλίζει τόν διάλογο καί διαψεύδει τίς δῆθεν εἰλικρινεῖς προθέσεις γιά τήν ἕνωση.
Γενικῶς ὑπάρχει ριζική ἀλλαγή τοῦ Παπισμοῦ καί στροφή πρός τόν Προτεσταντισμό μετά τήν Β’ Βατικάνειο Σύνοδο, ὡς καί υἱοθέτηση διαφόρων “πνευματικῶν” κινημάτων τῆς «Νέας Ἐποχῆς».
Κατά τόν Ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, τόν Μυσταγωγό, ὁ Παπισμός προκάλεσε στήν Ἐκκλησία μεγαλύτερη ζημία ἀπό ὅση προκάλεσαν ὅλες μαζί οἱ αἱρέσεις καί τά σχίσματα. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε κοινωνία μέ τούς πρό τοῦ σχίσματος πάπες καί πολλούς πάπες τούς ἑορτάζουμε ὡς ἁγίους. Οἱ μετά τό σχίσμα πάπες εἶναι αἱρετικοί· ἔπαυσαν νά εἶναι διάδοχοι στόν θρόνο τῆς Ρώμης, δέν ἔχουν ἀποστολική διαδοχή, ἐπειδή δέν ἔχουν τήν πίστη τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Γιά τόν λόγο αὐτό τόν ἑκάστοτε πάπα «οὐ μόνον οὐ κοινωνικὸν ἔχομεν, ἀλλὰ καὶ αἱρετικὸν ἀποκαλοῦμεν». Λόγῳ τῆς βλασφημίας ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τήν διδασκαλία περί τοῦ Filioque ἔχασαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί ὅλα σ᾽ αὐτούς εἶναι ἀχαρίτωτα. Κανένα μυστήριό τους δέν εἶναι ἔγκυρο κατά τόν Ἅγιο Συμεών. «Βλασφημοῦσιν ἄρα οἱ καινοτόμοι καὶ πόρρω τοῦ Πνεύματός εἰσι, βλασφημοῦντες κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ οὐκ ἐν αὐτοῖς ὅλως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· διὸ καὶ τὰ αὐτῶν ἀχαρίτωτα, ὡς τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος ἀθετούντων καὶ ὑποβιβαζόντων αὐτό... διὸ καὶ τὸ Πνεῦμα οὐκ ἐν αὐτοῖς τὸ Ἅγιον, καὶ οὐδὲν πνευματικὸν ἐν αὐτοῖς καὶ καινὰ πάντα καὶ ἐξηλλαγμένα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ παρὰ τὴν θείαν παράδοσιν»
11.
3. Τά ἴδια ἰσχύουν, σέ μεγαλύτερο βαθμό, γιά τόν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ὡς τέκνο τοῦ Παπισμοῦ κληρονόμησε πολλές αἱρέσεις, προσέθεσε δέ πολύ περισσότερες· ἀπορρίπτει τήν Παράδοση δεχόμενος μόνον τήν Ἁγία Γραφή (Sola Scriptura), τήν ὁποία παρερμηνεύει, καταργεῖ τήν Ἱερωσύνη ὡς εἰδική μυστηριακή Χάρη, τήν τιμή τῶν Ἁγίων καί τῶν εἰκόνων, ὑποτιμᾶ τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ἀπορρίπτει τόν Μοναχισμό· ἀπό τά Ἅγια Μυστήρια δέχεται μόνον τό Βάπτισμα καί τήν Θεία Εὐχαριστία, ἀλλοιώνοντας καί σ᾿ αὐτά τήν διδασκαλία καί τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, διδάσκει τόν ἀπόλυτο προορισμό (Καλβινισμός) καί τήν ἐκ τῆς πίστεως μόνον δικαίωση, ἐσχάτως δέ ἡ «προοδευτική» του μερίς εἰσήγαγε τήν Ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν καί τόν γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων, τούς ὁποίους δέχονται καί στήν Ἱερωσύνη. Κυρίως ὅμως στερεῖται ἐκκλησιολογίας, διότι δέν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν κατανοεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση.
4. Ὁ μόνος τρόπος γιά νά ἀποκατασταθεῖ ἡ κοινωνία μας μέ τούς αἱρετικούς εἶναι ἡ ἐκ μέρους τους ἀποκήρυξη τῆς πλάνης καί ἡ μετάνοια, ὥστε νά ὑπάρξει ἀληθινή ἕνωση καί εἰρήνη· ἕνωση μέ τήν ἀλήθεια καί ὄχι μέ τήν πλάνη καί τήν αἵρεση. Γιά τήν ἐνσωμάτωση τῶν αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησία ἡ κανονική ἀκρίβεια ἀπαιτεῖ τήν διά τοῦ Βαπτίσματος ἀποδοχή τους. Τό προηγούμενο «βάπτισμά» τους, τελούμενο ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς τήν τρισσή κατάδυση καί ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου ἐντός τοῦ δι᾿ εἰδικῆς εὐχῆς ἡγιασμένου ὕδατος καί ἀπό μή Ὀρθόδοξο ἱερέα, δέν εἶναι κἄν βάπτισμα· στερεῖται τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία δέν ὑπάρχει στά σχίσματα καί στίς αἱρέσεις, καί ἑπομένως δέν ἔχομε τίποτε κοινό πού νά μᾶς ἑνώνει, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Οἱ δέ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκέτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτοῖς· ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν... οἱ δὲ ἀπορραγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον τὴν ἐξουσίαν, οὐκέτι δυνάμενοι χάριν Πνεύματος Ἁγίου παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασιν»
12.
Εἶναι γι᾿ αὐτό ἀθεμελίωτη καί μετέωρη ἡ νέα προσπάθεια τῶν Οἰκουμενιστῶν νά προβάλουν τήν θέση ὅτι ἔχουμε κοινό βάπτισμα μέ τούς αἱρετικούς, καί ἐπάνω στήν ἀνύπαρκτη βαπτισματική ἑνότητα νά στηρίξουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δῆθεν ὑπάρχει ὅπου ὑπάρχει βάπτισμα
13. Στήν Ἐκκλησία ὅμως εἰσέρχεται κανείς καί γίνεται μέλος της ὄχι μέ τό οἱοδήποτε βάπτισμα ἀλλά μέ τό ἕνα καί ἑνιαίως τελούμενο βάπτισμα ἀπό ἱερεῖς ἔχοντας τήν Ἱερωσύνη τῆς Ἐκκλησίας.
5. Ἐφ᾿ ὅσον οἱ αἱρετικοί ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν στήν πλάνη, ἀποφεύγουμε τήν μετ᾿ αὐτῶν κοινωνία, ἰδιαίτερα τίς συμπροσευχές. Οἱ ἱεροί κανόνες στό σύνολό τους ἀπαγορεύουν ὄχι μόνο τά συλλείτουργα καί τίς ἐντός τῶν ναῶν συμπροσευχές, ἀλλά καί τίς ἁπλές συμπροσευχές σέ ἰδιωτικούς χώρους. Ἡ αὐστηρή στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στούς αἱρετικούς προέρχεται ἀπό ἀληθινή ἀγάπη καί εἰλικρινές ἐνδιαφέρον γιά τή σωτηρία τους καί ἀπό ποιμαντική μέριμνα νά μήν παρασυρθοῦν οἱ πιστοί στήν αἵρεση. Ὅποιος ἀγαπᾶ φανερώνει τήν ἀλήθεια, δέν ἀφήνει τόν ἄλλο στό ψεῦδος· διαφορετικά ἡ ἀγάπη καί ἡ μετ᾿ αὐτοῦ ὁμόνοια καί εἰρήνη εἶναι ἐπίπλαστες καί ψεύτικες. Ὑπάρχει καλός πόλεμος καί κακή εἰρήνη. «Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ» λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
14. Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνιστᾶ: «Εἴ που τὴν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις, μὴ προτίμα τὴν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου... τὴν ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδούς». Καί ἀλλοῦ συνιστᾶ μέ ἔμφαση: «Μηδὲν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχησθε»
15. Αὐτήν τήν στάση τῶν Πατέρων υἱοθέτησε καί ὁ μέγας ἀγωνιστής καί ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἀπέναντι στούς Λατίνους Ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός, ὁ ὁποῖος τήν δική του Ὁμολογία Πίστεως στήν Φλωρεντία κατακλείει διά τῶν ἑξῆς: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι. Τούτων οὖν ἐγὼ πάντων καταφρονήσας, ἀκολουθήσω τοῖς ἐν προσχήματι πεπλασμένης εἰρήνης ἑνωθῆναι κελεύουσι; Τοῖς τὸ ἱερὸν καὶ θεῖον σύμβολον κιβδηλεύσασι καὶ τὸν Υἱὸν ἐπεισάγουσι δεύτερον αἴτιον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Τὰ γὰρ λοιπὰ τῶν ἀτοπημάτων ἐῶ, τό γε νῦν ἔχον, ὧν καὶ ἓν μόνον ἱκανὸν ἦν ἡμᾶς ἐξ αὐτῶν διαστῆσαι. Μὴ πάθοιμεν τοῦτό ποτε, Παράκλητε ἀγαθέ, μήδ᾿ οὕτως ἐμαυτοῦ τῶν καθηκόντων λογισμῶν ἀποπέσοιμι· τῆς δὲ σῆς διδασκαλίας καὶ τῶν ὑπό σοῦ ἐμπνευσθέντων μακαρίων ἀνδρῶν ἐχόμενος, προστεθείην πρὸς τοὺς ἐμοὺς πατέρας, τοῦτο, εἰ μή τι ἄλλο, ἐντεῦθεν ἀποφερόμενος, τὴν εὐσέβειαν»
16.
6. Μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία σταθερά καί ἀμετάβλητα εἶχε ἀπορριπτική καί καταδικαστική στάση ἔναντι ὅλων τῶν αἱρέσεων, ὅπως ἀκριβῶς αὐτό διατυπώνεται στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας πού διαβάζεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀναθεματίζονται οἱ αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί, ἡ κάθε μία ξεχωριστά· γιά νά μή μείνει δέ καμμία ἐκτός τοῦ ἀναθέματος, ὑπάρχει στό τέλος γενικός ἀναθεματισμός: «Ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα».
Δυστυχῶς αὐτή ἡ ἑνιαία, σταθερή καί ἀταλάντευτη στάση τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἄρχισε σταδιακά νά ἐγκαταλείπεται, μετά τήν ἐγκύκλιο πού ἐξαπέλυσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό 1920 «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», ἡ ὁποία γιά πρώτη φορά χαρακτηρίζει ἐπισήμως τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, πού δέν εἶναι ἀποξενωμένες ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά εἶναι οἰκεῖες καί συγγενεῖς. Συνιστοῦσε νά «ἀναζωπυρωθῇ καὶ ἐνισχυθῇ πρὸ παντὸς ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν, μὴ λογιζομένας ἀλλήλας ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας, ἀλλ᾿ ὡς συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ συγκληρονόμους καὶ συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ»
17.
Ἄνοιξε πλέον ὁ δρόμος γιά νά υἱοθετηθεῖ, νά διαμορφωθεῖ καί νά ἀναπτυχθεῖ στό χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ προτεσταντικῆς κατ᾿ ἀρχήν ἐπινοήσεως, τώρα δέ καί παπικῆς ἀποδοχῆς, αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, αὐτή ἡ παναίρεση, πού υἱοθετεῖ καί νομιμοποιεῖ ὅλες τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες καί προσβάλλει τό δόγμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀναπτύχθηκε πλέον, διδάσκεται καί ἐπιβάλλεται ἀπό Πατριάρχες καί ἐπισκόπους νέο δόγμα περί Ἐκκλησίας, νέα ἐκκλησιολογία. Σύμφωνα μέ αὐτό καμμία Ἐκκλησία δέν δικαιοῦται νά διεκδικήσει ἀποκλειστικά γιά τόν ἑαυτό της τόν χαρακτῆρα τῆς καθολικῆς καί ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Κάθε μία εἶναι ἕνα κομμάτι, ἕνα μέρος, ὄχι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅλες μαζί ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία.
Ἔπεσαν ὅλα τά ὅρια πού ἔθεσαν οἱ Πατέρες· δέν ὑπάρχει ὁριοθετική γραμμή μεταξύ αἱρέσεως καί Ἐκκλησίας, μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης. Καί οἱ αἱρέσεις εἶναι ἐκκλησίες, πολλές μάλιστα, ὅπως ἡ παπική, θεωροῦνται τώρα ὡς ἀδελφές ἐκκλησίες, στίς ὁποῖες ἀπό κοινοῦ μέ ἐμᾶς ἀνέθεσε ὁ Θεός τήν φροντίδα γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων
18. Ὑπάρχει καί στίς αἱρέσεις ἡ Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, γι᾿αὐτό καί τό βάπτισμά τους, ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα μυστήρια εἶναι ἔγκυρα. Ὅσοι ἔχουν βαπτισθῆ, σέ ὁποιαδήποτε αἵρεση καί ἄν ἀνήκουν, εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀρές καί τά ἀναθέματα τῶν συνόδων δέν ἰσχύουν καί πρέπει νά διαγραφοῦν ἀπό τά λειτουργικά βιβλία. Στεγασθήκαμε μέσα στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καί οὐσιαστικά προδώσαμε —καί μόνο μέ τήν ἔνταξή μας— τήν ἐκκλησιολογική μας αὐτοσυνειδησία. Ἀφαιρέσαμε τό δόγμα περί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τό δόγμα «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα»
19.
7. Ὁ διαχριστιανικός αὐτός συγκρητισμός, διευρύνθηκε τώρα καί σέ διαθρησκειακό συγκρητισμό, ὁ ὁποῖος ἐξισώνει ὅλες τίς θρησκεῖες, μέ τήν μοναδική, θεόθεν ἀποκαλυφθεῖσα ἀπό τόν Χριστό θεοσέβεια, θεογνωσία καί κατά Χριστόν ζωή. Προσβάλλεται ἑπομένως ὄχι μόνο τό δόγμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας σέ σχέση μέ τίς αἱρέσεις, ἀλλά καί τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς μοναδικῆς ἐν τῷ κόσμῳ Ἀποκαλύψεως καί σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων διά Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ σχέση μέ τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ χειρότερη πλάνη, ἡ μεγαλύτερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων.
8. Ἐμεῖς πιστεύουμε καί ὁμολογοῦμε ὅτι μόνον ἐν τῷ Χριστῷ ὑπάρχει ἡ δυνατότης σωτηρίας. Οἱ θρησκεῖες τοῦ κόσμου καί οἱ αἱρέσεις ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀληθής Ἐκκλησία· εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία. Μόνον αὐτή ἔμεινε πιστή στό Εὐαγγέλιο, στίς συνόδους καί στούς Πατέρες, καί συνεπῶς μόνον αὐτή ἀντιπροσωπεύει τήν ἀληθινή καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν ὅσιο Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς, ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινό ὄνομα γιά τίς ψευδοεκκλησίες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Τό κοινό ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεση
20.
Αὐτήν τήν παναίρεση ἔχουν ἀποδεχθῆ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων πολλοί πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί. Τήν διδάσκουν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», τήν ἐφαρμόζουν καί τήν ἐπιβάλλουν στήν πράξη κοινωνοῦντες παντοιοτρόπως μέ τούς αἱρετικούς, μέ συμπροσευχές, ἀνταλλαγές ἐπισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτοντας οὐσιαστικῶς ἑαυτούς ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἡ στάση μας ἐκ τῶν συνοδικῶν κανονικῶν ἀποφάσεων καί ἐκ τοῦ παραδείγματος τῶν Ἁγίων εἶναι προφανής. Ὁ καθένας πρέπει νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του.
9. Ὑπάρχουν βέβαια καί συλλογικές εὐθύνες, καί κυρίως τῶν οἰκουμενιστικῶν φρονημάτων Ἱεραρχῶν καί Θεολόγων μας, ἀπέναντι στό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί τό ποίμνιό τους. Πρός αὐτούς δηλώνουμε μέ φόβο Θεοῦ καί ἀγάπη, ὅτι ἡ στάση τους αὐτή καί τά ἀνοίγματά τους στίς οἰκουμενιστικές δραστηριότητες εἶναι ἀπό πάσης πλευρᾶς καταδικαστέα: Διότι
α) ἀμφισβητοῦν ἔμπρακτα τήν ὀρθοδοξοπατερική μας παράδοση καί Πίστη·
β) σπέρνουν τήν ἀμφιβολία στίς καρδιές τοῦ ποιμνίου καί κλονίζουν πολλούς, ὁδηγώντας σέ διαίρεση καί σχίσμα καί
γ) παρασύρουν ἕνα μέρος τοῦ ποιμνίου στήν πλάνη καί μέ αὐτήν στόν πνευματικό ὄλεθρο.
Διακηρύσσουμε, λοιπόν, ὅτι γιά τούς λόγους αὐτούς οἱ κινούμενοι σ᾿ αὐτήν τήν οἰκουμενιστική ἀνευθυνότητα, ὅποια θέση καί ἄν κατέχουν στόν Ἐκκλησιαστικό Ὀργανισμό, ἀντιτάσσονται στήν παράδοση τῶν Ἁγίων μας καί συνεπῶς βρίσκονται σέ ἀντίθεση μαζί τους.
Γι᾿ αὐτό ἡ στάση τους πρέπει νά καταδικάζεται καί νά ἀπορρίπτεται ἀπό τό σύνολο τῶν Ἱεραρχῶν καί τόν πιστό Λαό.
________________________
Τήν Ὁμολογία Πίστεως ὑπογράφουν οἱ ἀκόλουθοι ἐνδεικτικῶς. Τήν ὑπέγραψαν καί θά τήν ὑπογράψουν πολλοί περισσότεροι:
Μητροπολίτης Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων Σεραφείμ
Μητροπολίτης Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς
Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ
Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίας, Καθηγητής Θεολ. Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἀρχιμ. Ἰωσήφ, Καθηγούμενος Ἱ. M. Ξηροποτάμου Ἁγίου Ὄρους
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ὁμότ. Καθηγητής Θεολ. Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμότ. Καθηγητής Θεολ. Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ἀρχιμ. Μᾶρκος Μανώλης, Πνευματικός Προϊστάμενος «Πανελληνίου Ὀρθοδόξου Ἑνώσεως»
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος, Καθηγούμενος Ἱ. M. Σταυροβουνίου, Κύπρος
Ἀρχιμ. Τιμόθεος Σακκᾶς, Καθηγούμενος Ἱ. M. Παρακλήτου, Ὠρωπός
Ἀρχιμ. Κύριλλος Κεχαγιόγλου, Καθηγούμενος Ἱ. M. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου Λαγκαδᾶ
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος, Ἐφημέριος Ἱ. N. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου Ἀττικῆς
Ἀρχιμ. Μάξιμος Καραβᾶς, Καθηγούμενος Ἱ. M. Ἁγ. Παρασκευῆς Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδας
Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου, Καθηγούμενος Ἱ. M. Ἁγ. Τριάδος Ἄνω Γατζέας Βόλου
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου, Καθηγούμενος Ἱ. M. Μεγ. Μετεώρου
Ἀρχιμ. Θεόκλητος Μπόλκας, Καθηγούμενος Ἱ. Ἡσυχ. Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, Χαλκιδική
Ἀρχιμ. Χρυσόστομος, Καθηγούμενος Ἱ. Κοιν. Ὁσίου Νικοδήμου, Πεντάλοφος, Γουμένισσα
Ἀρχιμ. Θεόδωρος Διαμάντης, Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Παναγίας Μολυβδοσκεπάστου, Κόνιτσα
Ἀρχιμ. Παλαμᾶς Κυριλλίδης, Καθηγούμενος Ἱ. M. Γενέσεως Θεοτόκου, Καλλίπετρα Βεροίας
Ἀρχιμ. Λαυρέντιος Γρατσίας, Ἱ. Μητρόπολις Φλωρίνης, Πρεσπῶν καί Ἑορδαίας
Ἀρχιμ. Μελέτιος Βαδραχάνης, Ἱερά Μητρόπολις Φλωρίνης, Πρεσπῶν καί Ἑορδαίας
Ἀρχιμ. Παῦλος Δημητρακόπουλος, Ἱ. M. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μουτσιάλης Βεροίας
Ἀρχιμ. Ἰγνάτιος Καλαϊτζόπουλος, Ἱ. M. Ἁγ. Παρασκευῆς Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδας
Ἀρχιμ. Συμεών Γεωργιάδης, Ἱ. M. Ἁγίας Τριάδος Ἄνω Γατζέας Βόλου
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Σιάρρας, Ἱ. M. Ἁγίας Τριάδος Ἄνω Γατζέας Βόλου
Ἀρχιμ. Ἀμβρόσιος Γκιώνης, Ἱ. M. Ἁγίας Τριάδος Ἄνω Γατζέας Βόλου
Γέρων Γρηγόριος Ἱερομόναχος, Ἱ. Ἡσυχ. Δανιηλαίων, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους
Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος, Ἱ. M. Μεγ. Λαύρας Ἁγ. Ὄρους
Γέρων Φίλιππος Ἱερομόναχος, Καλύβη Μεγ. Ἀθανασίου, Μικρά Ἁγία Ἄννα Ἁγίου Ὄρους
Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος, Ἱ. Ἡσυχ. Δανιηλαίων, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους
Ἱερομόναχος Νικόδημος, Ἱ. Ἡσυχ. Δανιηλαίων, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους
Ἱερομόναχος Νήφων, Ἱ. Ἡσυχαστήριον Δανιηλαίων, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους
Ἱερομόναχος Χρυσόστομος Κάρτσωνας, Καλύβη Ἁγίου Γεωργίου, Ἱ. Σκήτης Ἁγίας Ἄννης Ἁγίου Ὄρους
Ἱερομόναχος Ὀνούφριος, Καλύβη Τιμίου Προδρόμου Ἱ. Σκήτης Ἁγίας Ἄννης Ἁγίου Ὄρους
Ἱερομόναχος Χρύσανθος, Καλύβη Τιμίου Προδρόμου Ἱ. Σκήτης Ἁγίας Ἄννης Ἁγίου Ὄρους
Ἱερομόναχος Ἀζαρίας, Καλύβη Τιμίου Προδρόμου Ἱ. Σκήτης Ἁγίας Ἄννης Ἁγίου Ὄρους.
Ἱερομόναχος Γαβριήλ, Ἱ. Κελλίον Παναγίας Γοργοεπηκόου, Ἱ. M. Παντοκράτορος, Ἅγιον Ὄρος
Ἱερομόναχος Παντελεήμων, Ἱ. Κελλίον Ἁγ. Παντελεήμονος, Ἱ. M. Παντοκράτορος, Ἅγιον Ὄρος
Πρωτοπρ. Λάμπρος Φωτόπουλος, Ἐφημέριος Ἱ. N. Ἁγίου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ Ἀμαρουσίου Ἀττικῆς
Πρωτοπρ. Ἰωάννης Φωτόπουλος, Ἐφημέριος Ἱ. N. Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς
Πρωτοπρ. Ἀθανάσιος Μηνᾶς, Λουτράκι Κορινθίας
Πρωτοπρ. Ἐλευθέριος Παλαμᾶς, Ἅγ. Χριστόφοροι Πτολεμαΐδος
Πρωτοπρ. Κωνσταντῖνος Μυγδάλης, Ἐφημέριος Ἱ. N. Ἁγ. Κωνσταντίνου Βόλου
Πρωτοπρ. Φώτιος Βεζύνιας, Καθηγητής, Ἱ. Μητρ. Λαγκαδᾶ
Πρωτοπρ. Ἀντώνιος Μπουσδέκης, Ἐφημέριος Ἱ. N. Ἁγ. Νικολάου Νικαίας
Πρωτοπρ. Δημήτριος Βασιλειάδης, Ἱ. Μητρ. Μαρωνείας καὶ Κομοτηνῆς
Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης, Ἐκπαιδευτικός, Κόνιτσα
Πρεσβ. Δημήτριος Σαρρῆς, Ἐφημέριος Ἱ. N. Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Σέσκλου Αἰσωνίας.
Πρεσβ. Εὐθύμιος Ἀντωνιάδης, Ἱ. Μητρ. Λαρίσης
Πρεσβ. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, Ἐφημέριος Ἱ. Ν.Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν
Πρεσβ. Γεώργιος Παπαγεωργίου, Ἱ. Μητρ. Δημητριάδος
Πρεσβ. Πέτρος Χίρς, Πετροκέρασα Χαλκιδικῆς
Πρεσβ. Θεοφάνης Μανούρας, Ἐφημέριος Ἱ. N. Ἁγ. Ἀθανασίου Βελεστίνου Μαγνησίας
Ἱεροδ. Θεολόγος Κωστόπουλος, Ἱ. M. Ἁγ. Τριάδος Ἄνω Γατζέας Βόλου
Πρεσβ. Πασχάλης Γκινούδης, Ἱ. Μητρ. Λαρίσης
Πρεσβ. Γεώργιος Διαμαντόπουλος, Λαύριο, Ἱ. Μητρ. Μεσογαίας
Πρεσβ. Βασίλειος Κοκολάκης, Ἐφημέριος Ἱ. N. Τιμίου Σταυροῦ, Χολαργός
Πρεσβ. Πέτρος Πανταζῆς, Ἐφημέριος Ἱ. N. Μεταμορφώσεως Χαλανδρίου
Γέρων Θεόληπτος Μοναχός, Καλύβη Τιμίου Προδρόμου, Ἱ. Σκ. Ἁγίας Ἄννης Ἁγίου Ὄρους
Γέρων Γαβριήλ Μοναχός, Κελλίον Ἁγίου Χριστοδούλου, Καρυές, Ἅγιον Ὄρος
Γέρων Ἱλαρίων Μοναχός, πλησίον Ἀρσανᾶ Κωνσταμονίτου, Ἅγιον Ὄρος
Γέρων Δανιήλ Μοναχός, Ἱ. Ἡσυχ. Δανιηλαίων, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους
Γέρων Ἀκάκιος Μοναχός, Ἱ. Ἡσυχ. Δανιηλαίων, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους
Γέρων Στέφανος Μοναχός, Ἱ. Ἡσυχ. Δανιηλαίων, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους
Γέρων Παῦλος Μοναχός, Ἱ. Κελλίον Ἁγίων Ἀποστόλων, Σκήτη Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους
Γέρων Ὀνούφριος Μοναχός, Ἱ. Κελλίον Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Ἱ. M. Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους
Γέρων Νεκτάριος Μοναχός, Ἱ. Κελλίον Ζωοδόχου Πηγῆς, Ἱ. M. Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους
Γέρων Ἰσαάκ Μοναχός, Ἱ. Κελλίον Γενέσεως Θεοτόκου, Ἱ. Μ.Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Ἀρσένιος Βλιαγκόφτης, Ἱ. Ἡσυχ. Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, Χαλκιδική
Μοναχός Γεώργιος , Ἱ. Κελλίον Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Ἱ. M. Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Χριστοφόρος, Ἱ. Κελλίον Ἁγίων Ἀποστόλων, Σκήτη Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Μάξιμος , Ἱ. Ἡσυχ. Δανιηλαίων, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Δοσίθεος, Κάθισμα Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Σπυρίδων, Κελλίον Ἁγίου Νικολάου Ἱ. M. Κουτλουμουσίου
Μοναχός Δαμασκηνός Ἁγιορείτης, Ἱ. Κελλίον Τιμίου Προδρόμου, Ἱ. M. Καρακάλλου
Μοναχός Σάββας Λαυριώτης, Ἱ. M. Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Θεόφιλος Ἁγιορείτης, Ἱ. Κελλίον Σάμπρη Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Παΐσιος, Ἱ. Κελλίον Ἁγ. Ἀρχαγγέλων «Σαββαίων» Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Χερουβείμ, Ἱ. Κελλίον Ἁγίων Ἀρχαγγέλων Ἁγίου Ἰωάννη Κουκουζέλη, Ἅγιον Ὄρος
Μοναχός Νικόδημος, Ἱ. Κελλίον Ἁγ. Νεκταρίου, Καψάλα Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Δοσίθεος, Ἱ. M. Μεταμορφώσεως τοῦΣωτῆρος, Σοχός Λαγκαδᾶ
Μοναχός Χαρίτων, Καλύβη Τιμίου Προδρόμου, Ἱ. Σκήτη Ἁγ. Ἄννης Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Νικόδημος, Καλύβη Τιμίου Προδρόμου, Ἱ. Σκήτη Ἁγ. Ἄννης Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Ἀβέρκιος, Καλύβη Τιμίου Προδρόμου, Ἱ. Σκήτη Ἁγ. Ἄννης Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Πρόδρομος, Καλύβη Τιμίου Προδρόμου, Ἱ. Σκήτη Ἁγ. Ἄννης Ἁγίου Ὄρους
Μοναχός Ἀρσένιος, Ἱ. Καλύβη Ὁσιομ. Γερασίμου, Σκήτη Ἁγ. Παντελεήμονος, Ἱ. M. Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους
Μοναχή Μαριάμ, Καθηγουμένη Ἱ. M. Ἁγ. Λαυρεντίου Πηλίου
Μοναχή Χριστονύμφη, Ἱ. M. Ἁγ. Λαυρεντίου Πηλίου
Μοναχή Λαυρεντία, Ἱ. M. Ἁγ. Λαυρεντίου Πηλίου
Νικόλαος Βασιλειάδης, Θεολόγος-Συγγραφεύς, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ»
Δέσποινα Ἀναστασιάδου Γεωργούδα, Νηπιαγωγός, πρ. Σχολική Σύμβουλος
Παναγιώτα Ἄντζου, Φιλόλογος-Θεολόγος, Θεσσαλονίκη
Γεώργιος Γεωργούδας, Δρ Θ., πρ. Σχολικός Σύμβουλος, Θεσσαλονίκη
Ἰωάννης Δεκλιώμης, Θεολόγος, Θεσσαλονίκη
Στέφανος Ζιώγας, Φιλόλογος-Διδάσκαλος, Θεσσαλονίκη
Δημήτριος Καραγιαννίδης, Γυμναστής, Θεσσαλονίκη
Βασίλειος Κερμενιώτης, Καθηγητής, Πτολεμαΐδα
Ἀγάθη Κυριακίδου-Θεοδοσίου, Φιλόλογος, Θεσσαλονίκη
Γαβριήλ Λαμψίδης, Δημοσιογράφος, Θεσσαλονίκη
Σωτήριος Λυσίκατος, Θεολόγος-Φιλόλογος, Θεσσαλονίκη
Χριστίνα Μπουλάκη-Ζήση, πρ. Ἐπίκουρος Καθηγήτρια Θεολ. Σχολῆς ΑΠΘ
Δημήτριος Μαυρίδης, Μαθηματικός, Θεσσαλονίκη
Κωνσταντῖνος Νούσης, Φιλόλογος - Θεολόγος, Βόλος
Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο, ἐκδότης-συγγραφέας, Πρόεδρος Φιλορθοδόξου Ἑνώσεως «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος»
Ἀνδρέας Παπαβασιλείου, Δρ Θεολογίας, πρ. Ἐπιθεωρητής Μέσης Ἐκπαίδευσης, Κύπρος
Παναγιώτης Σημάτης, Καθηγητής Θεολόγος, Γραμματέας Φιλορθοδόξου Ἑνώσεως «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος», Αἴγιον
Κωνσταντῖνος Σταυρινίδης, Χολαργός, Ἀθήνα
Μαρίνα Στραβάκου, Φιλόλογος, Θεσσαλονίκη
Ἀφρατή Στρακαλῆ-Τζοανοπούλου, Φιλόλογος, Θεσσαλονίκη
Μαλαματή Στρακαλῆ-Παπαϊωάννου, Φιλόλογος, Θεσσαλονίκη
Δημήτριος Ζήσης, Σχολικός Σύμβουλος ε.τ., πτυχ. Θεολογίας, Καστοριά
____________________________________
1. Βλ. σύγγραμμα ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ Β’ ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Περί τῆς μόνης ὁδοῦ πρός σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, εἰς ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ, Ἅπαντα τά εὑρισκόμενα, Oevres Completes de Georges Scholarios, τόμοι I-VII, Paris 1928-1936, ἔκδ. L. PETIT - X. SIDERIDES - M. JUGIE, τόμ. III, 434-452.
2. Ἰω. 8, 12: «Ἐγὼ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς». Αὐτόθι 3, 19 «Τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς».
3. Πράξ. 4, 14..
4. Α´ Ἰω. 4, 2-3: «Πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι· καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη».
5. Βλ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ, Διδαχές, εἰς I. ΜΕΝΟΥΝΟΥ, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές (καί Βιογραφία), ἐκδόσεις «Τῆνος», Ἀθήνα, Διδαχή A1, 37, σελ. 142: «Ὅλες οἱ πίστες εἶναι ψεύτικες, κάλπικες, ὅλες τοῦ Διαβόλου. Τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, θεῖον, οὐράνιον, σωστόν, τέλειον καί διά λόγου μου καί διά λόγου σας πώς μόνη ἡ πίστις τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶναι καλή καί ἁγία, τό νά πιστεύωμεν καί νά βαπτιζώμεθα εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
6. Ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας 1, ΕΠΕ 33, 186.
7. Ἐπιστολή 90, Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καὶ ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ Δύσει 2, ΕΠΕ 2, 20.
8. Γαλ. 1, 9. Εἰς Γαλ. Ὁμιλ. Κεφ. 1, PG 61, 624.
9. MANSI, 13, 409-412.
10. Τήν ἠθική χαλάρωση καί ἔκπτωση, ἀκόμη καί μεταξύ τῶν κληρικῶν, εἶχε ἐπισημάνει ἤδη στίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰῶνος ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Βλ. Ἐπιστολὴν Δογματικὴν 16 ἐν D. BALFOUR, Συμεὼν ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17-1429) Ἔργα Θεολογικά, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 34, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 218: «Καὶ ἔτι τὸ τὴν πορνείαν παρ᾿ αὐτοῖς μὴ ὅλως κόλασιν ἔχειν, οὐδ᾿ ἐν τοῖς ἱερωμένοις αὐτῶν, ἀλλ᾿ ἀνέδην παλλακὰς καὶ πορνικοὺς ἔχειν παῖδας καὶ καθ᾿ ἑκάστην ἱερουργεῖν». Αὐτόθι 15, σελ. 216: «Καὶ βίον ζῶσιν οὐκ εὐαγγελικόν· τρυφὴ γὰρ πᾶσα καὶ πορνεία παρ᾿ αὐτοῖς οὐ μεμπτέα οὐδέ τι τῶν ἀπηγορευμένων Χριστιανοῖς». Ἡ παρατηρούμενη ἐσχάτως ἠθική ἔκπτωση καί Ὀρθοδόξων κληρικῶν εἶναι ἀπόρροια τῆς ἐλευθεροφροσύνης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ἐκκοσμίκευσης.
11. Διάλογος 23, PG 155, 120-121. Ἐπιστολὴ περὶ τῶν Μακαρισμῶν 5, ἐν D. BALFOUR, Συμεὼν ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17-1429), Ἔργα Θεολογικά, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 34, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 226.
12. Ἐπιστολή Κανονική Α’, Πρὸς Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου, κανὼν α.
13. Στό κείμενο τῆς 9ης Γενικῆς Συνέλευσης τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν στό Porto Alegre τῆς Βραζιλίας τό 2006, πού ἔγινε δεκτό ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί εἶχε ὡς τίτλο «Κληθεῖσες νά εἶναι Μία Ἐκκλησία» (Called to be the One Church), στήν παράγραφο 8 ἀναφέρεται: «Ὅλοι οἱ βαπτισμένοι ἐν Χριστῷ εἶναι ἑνωμένοι στό Σῶμα του». Στήν παράγραφο 9: «Τό ὅτι ὅλοι μας ἀπό κοινοῦ ἀνήκουμε στόν Χριστό διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δίδει τήν δυνατότητα στίς ἐκκλησίες καί τίς καλεῖ νά συμβαδίσουν ἀκόμη καί ὅταν διαφωνοῦν. Διαβεβαιώνουμε ὅτι ὑπάρχει ἔνα βάπτισμα, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει ἕνα σῶμα καί ἕνα Πνεῦμα, μία ἐλπίδα τῆς κλήσεώς μας, ἕνας Κύριος, μία Πίστη, ἕνας Θεός καί Πατέρας ὅλων μας (βλ. Ἐφ. 4, 4-6)». Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης (Ζηζιούλας) στό ἔργο Orthodox Ecclesiology and the Ecumenical Movement, Sourozh Diocesan Magazine (Ἀγγλία, Αὔγουστος 1985, τόμ. 21, σελ. 23.) προοδοποίησε αὐτήν τήν θέση γράφοντας: Within baptism, even if there is a break, a divison, a schism, you can still speak of the Church. ... The Orthodox, in my understanding at least, participate in the ecumenical movement as a movement of baptised Christians, who are in a state of division because they cannot express the same faith together. In the past this has happened because of a lack of love which is now, thank God, disappearing. (Ἐντός τοῦ βαπτίσματος, ἀκόμη καί ἄν ὑπάρχει μία διάσπαση, μία διαίρεση, ἕνα σχίσμα, μπορεῖς ἀκόμη νά μιλᾶς γιά Ἐκκλησία. ... Οἱ Ὀρθόδοξοι, κατά τή γνώμη μου τουλάχιστον, συμμετέχουν στήν οἰκουμενική κίνηση ὡς μία κίνηση βαπτισμένων Χριστιανῶν, πού βρίσκονται σέ κατάσταση διαίρεσης, διότι δέν μποροῦν νά ἐκφράσουν τήν ἴδια πίστη μαζί. Στό παρελθόν αὐτό συνέβαινε λόγῳ τῆς ἔλλειψης ἀγάπης, ἡ ὁποία τώρα, δόξα τῷ Θεῷ, ἐξαφανίζεται).
14. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς 82, ΕΠΕ 1, 176.
15. Εἰς Ρωμ. Ὁμιλ. 22, 2, PG 60, 611. Εἰς Φιλιπ. Ὁμιλ. 2, 1, PG 62, 119.
16. Ὁμολογία πίστεως ἐκτεθεῖσα ἐν Φλωρεντίᾳ, ἐν Documents relatifs au Concile de Florence, II, Oeuvres anticonciliaires de Marc d’Éphèse, par L. PETIT, Patrologia Orientalis 17, 442.
17. Βλ. I. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 2, σελ. 958.
18. Βλ. Κοινή Δήλωση πάπα Ἰωάννου Παύλου Β’ καί πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ δευτέρου στή Ρώμη στίς 29 Ἰουνίου τοῦ 1995. Ἐνωρίτερα τά ἴδια εἶχε διακηρύξει καί ἡ Μεικτή Θεολογική Ἐπιτροπή τοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν στό Μπάλαμαντ τοῦ Λιβάνου τό 1993.
19. Ἐφεσ. 4, 5.
20. Ἀρχιμ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224.